Τα «προκάτ» σπίτια παρουσιάζονται όλο και περισσότερο ως μια λύση στην κρίση της έλλειψης κατοικιών και του υψηλού κόστους. Αλλά η συγκεκριμένα βιομηχανία, που περιλαμβάνει από συμβατικές μονοκατοικίες έως πολυκατοικίες, είναι γεμάτη από εταιρείες που έχουν καταρρεύσει, όπως υπογραμμίζει το Business Insider, αναζητώντας τις αιτίες αυτής της αντίφασης.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα στις ΗΠΑ, σημειώνεται στο δημοσίευμα, είναι η εταιρεία Katerr, η οποία υποστηριζόταν από τη SoftBank. Οι επενδυτές τοποθέτησαν δισεκατομμύρια δολάρια στην πολυδιαφημισμένη εταιρεία, η οποία ωστόσο κήρυξε τελικά πτώχευση το 2021.

Ο Mark Erlich, ειδικός στον χώρο των κατασκευών και συγγραφέας του «The Way We Build: Restoring Dignity to Construction Work», αναφέρει μια σειρά από λόγους για την κατάρρευση, από εγγενή προβλήματα του κλάδου μέχρι λανθασμένες επιχειρηματικές αποφάσεις και απειρία στον κατασκευαστικό κλάδο.

Επενδυτές εκτός του χώρου εμφανίστηκαν με φιλόδοξα σχέδια ευελπιστώντας πως θα ταράξουν τα νερά, αλλά είχαν – και έχουν – ελάχιστη από την τεχνογνωσία που απαιτείται για να αναλάβουν μια σημαντική θέση στην αγορά.

«Η Katerra ξεκίνησε από παιδιά της Silicon Valley που επρόκειτο να δείξουν στον ανόητο κατασκευαστικό κλάδο ότι ήταν ένα μάτσο δεινόσαυροι», είπε ο Erlich. Πάνω σε αυτή την «αλαζονεία» χτίστηκαν τα θεμέλια για τον χαμό τους.

Υπάρχουν πολλά άλλα παραδείγματα παρόμοιων αποτυχιών στις ΗΠΑ, αλλά και σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της νεοφυούς εταιρείας Veev από την Καλιφόρνια, η οποία ξέμεινε από χρήματα στα τέλη του περασμένου έτους και της σπονδυλωτής επιχείρησης της βρετανικής εταιρείας Urban Splash, της House, η οποία κατέρρευσε το 2022. Σύμφωνα με το Business Insider τον κατήφορο φαίνεται να έχει πάρει και η startup μικρών κατοικιών «Boxabl» στο Λας Βέγκας.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι υπέρμαχοι αλλαγών στον τομέα της στέγασης αναζητούν κάθε είδους πιθανές λύσεις για την κρίση που μαστίζει τον χώρο. Επισημαίνουν ότι η παραγωγικότητα στην κατασκευή σπιτιών δεν έχει βελτιωθεί σε σημαντικό βαθμό εδώ και δεκαετίες.

Παρουσιάζουν δε την παραγωγή προκάτ σπιτιών ως πιο αποτελεσματική και λιγότερο δαπανηρή. Ενώ οι εργαζόμενοι προετοιμάζουν τα θεμέλια στον τόπο τοποθέτησης του σπιτιού, το ίδιο το σπίτι μπορεί να κατασκευάζεται σε ένα εργοστάσιο, χωρίς περιορισμούς από τις καιρικές συνθήκες ή από άλλους παράγοντες που θα μπορούσαν να επιβραδύνουν τη διαδικασία.

«Η εργοστασιακή παραγωγικότητα – οι τρόποι με τους οποίους κατασκευάζουμε αυτοκίνητα, αεροπλάνα, πλοία κ.α. – έχει αυξηθεί πολύ τα τελευταία 60 περίπου χρόνια. Και έτσι η δυνατότητα να ξεκλειδώσετε αυτό το παιχνίδι παραγωγικότητας στον χώρο των κατοικιών μπορεί και πρέπει να φέρει μια μείωση του κόστους», δήλωσε ο Andrew Justus, αναλυτής στεγαστικής πολιτικής στο think tank Niskanen Center.

Ωστόσο, μια σειρά από περιοριστικούς κυβερνητικούς κανονισμούς, συχνά εμποδίζουν την εγκατάσταση περισσότερων προκάτ σπιτιών. Ο Mark Erlich υπογραμμίζει πως αυτοί οι περιορισμοί αντανακλούν συχνά την παρατεταμένη αντίληψη ότι τα σπίτια που κατασκευάζονται από εργοστάσια είναι κατώτερης ποιότητας από αυτά που οικοδομούνται με τον παραδοσιακό τρόπο.

Όπως όμως τονίζει ο Mark Erlich, τα πιο σημαντικά προβλήματα για τον κλάδο είναι η έλλειψη σταθερής ζήτησης, το υψηλό κόστος μεταφοράς του τελικού προϊόντος και η αποκεντρωμένη φύση της κατασκευής.

Ενώ θεωρητικά το χρονοδιάγραμμα για την παράδοση μιας κατοικίας περιορίζεται σημαντικά εάν πρόκειται για προκάτ, τα έξοδα μεταφοράς αλλά και ένα άλλο πλήθος παραγόντων, ανεβάζουν το κόστος, κάνοντάς το συγκρίσιμο με αυτό μιας παραδοσιακής οικοδόμησης. Επιπλέον εάν θα πρέπει να προσαρμοστεί η σχεδίαση του κτιρίου στις ιδιαίτερες επιθυμίες και τις ανάγκες του αγοραστή, τότε «το κόστος γίνεται απαγορευτικό και είναι πολύ καλύτερο να κατασκευαστεί με τον παραδοσιακό τρόπο», υπογραμμίζει ο Erlich.

Επίσης, ακόμη και στην πιο «θερμή» αγορά για προκάτ σπίτια, δεν υπάρχουν πολλοί πραγματικά πρόθυμοι επενδυτές. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι ο τομέας είναι πολύ αποκεντρωμένος: οι διαχειριστές κατασκευών αναθέτουν σε τρίτους μεγάλο μέρος της εργασίας και οι υπεργολάβοι δεν είναι πρόθυμοι να επενδύσουν μεγάλα κεφάλαια. Όπως εξηγεί ο Erlich «δεν υπάρχει μια General Motors, μια Tesla, δεν υπάρχει κάποιος που να είναι διατεθειμένος να ξοδέψει κεφάλαια για 10 χρόνια πριν αρχίσει να κερδίζει».