Οι επιστήμονες δηλώνουν σαστισμένοι μπροστά σε ένα φρικιαστικό νέο είδος, γνωστό ως «σαρκοφάγο σφουγγάρι του θανάτου», που εντοπίστηκε στα πιο βαθιά σημεία του ωκεανού. Το νέο αυτό αρπακτικό σφουγγάρι, που ανήκει επίσημα στο γένος Chondrocladia, ανακαλύφθηκε από δύτες σε βάθος 3.597 μέτρων, ανατολικά του νησιού Μοντάγκου, στα ανοικτά των ακτών της Ανταρκτικής.

Με εμφάνιση που θυμίζει έργο τέχνης σε γκαλερί του Λονδίνου, το «απίστευτο δείγμα» πήρε το όνομά του από τις μακριές προεξοχές του που καταλήγουν σε ροζ σφαιρικά άκρα. Αυτές οι παράξενες σφαίρες είναι καλυμμένες με μικροσκοπικά άγκιστρα σχεδιασμένα να παγιδεύουν το θήραμά τους, συνήθως μικρούς άτυχους καρκινοειδείς οργανισμούς.

Αυτή η συμπεριφορά καθιστά το σαρκοφάγο σφουγγάρι του θανάτου ασυνήθιστα αδίστακτο σε σύγκριση με τα περισσότερα σφουγγάρια, τα οποία συνήθως τρέφονται με τη μέθοδο του φιλτραρίσματος.

Η δρ. Μισέλ Τέιλορ, επικεφαλής επιστήμονας του Nippon Foundation–Nekton Ocean Census, παρομοίασε το είδος με «σειρά από μπάλες του πινγκ πονγκ πάνω σε μίσχους». «Τα σφουγγάρια συνήθως δεν καταναλώνουν ζωική σάρκα – φιλτράρουν τα μικροσκοπικά σωματίδια του νερού», εξήγησε. «Αλλά αυτή η ιδιαίτερη κατηγορία σφουγγαριών είναι εξαιρετικά ασυνήθιστη, καθώς αιχμαλωτίζει μικρά αμφίποδα και καρκινοειδή. Αυτά τα ζώα παγιδεύονται στα άγκιστρα και σταδιακά περιβάλλονται μέχρι να απορροφηθούν όλα τους τα θρεπτικά συστατικά», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Η ανακάλυψη, που μοιάζει να βγήκε από ταινία τρόμου, πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια αποστολής του Ocean Census φέτος, με το ερευνητικό σκάφος R/V Falkor του Ινστιτούτου Schmidt Ocean. Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν ένα τηλεχειριζόμενο υποβρύχιο όχημα, το ROV SuBastian, για να εξερευνήσουν βάθη έως και 14.700 πόδια (4.500 μέτρα).

Το ROV SuBastian χαρτογράφησε υποθαλάσσιες ηφαιστειακές καλντέρες, την Τάφρο του Νότιου Σάντουιτς και τα θαλάσσια οικοσυστήματα γύρω από τα νησιά Μοντάγκου και Σόντερς. Συνολικά, συλλέχθηκαν σχεδόν 2.000 δείγματα από 14 ζωικούς κλάδους, μεταξύ των οποίων και 30 εντελώς νέα είδη βαθέων θαλασσών, με την πιθανότητα να υπάρχουν κι άλλα υπό επιβεβαίωση.

Τα υπόλοιπα είδη

Μεταξύ των ανακαλύψεων περιλαμβάνονται νέα είδη θωρακισμένων και ιριδίζοντων σκουλικιών, γνωστά ως «σκουλήκια Έλβις», που ξεχωρίζουν για τις πολύχρωμες, λαμπερές τους κλίμακες. Οι κλίμακες αυτές είναι βιοφωταυγείς, εκπέμπουν φυσικό φως και αναβοσβήνουν επανειλημμένα, πιθανώς για να αποσπούν την προσοχή των αρπακτικών.

Οι ερευνητές εντόπισαν επίσης νέα είδη αστεριών της θάλασσας από τις οικογένειες Brisingidae, Benthopectinidae και Paxillosidae, καθώς και σπάνια είδη γαστερόποδων και δίθυρων που έχουν προσαρμοστεί σε ηφαιστειακά και υδροθερμικά περιβάλλοντα με υψηλές θερμοκρασίες και πιέσεις.

Παρατηρήθηκαν ακόμη και τα λεγόμενα «σκουλήκια-ζόμπι» – γνωστά επιστημονικά ως Osedax, που στα λατινικά σημαίνει «οστεοφάγος». Αν και δεν θεωρούνται νέα για την επιστήμη, προκαλούν δέος, καθώς δεν διαθέτουν στόμα ή πεπτικό σύστημα και βασίζονται σε συμβιωτικά βακτήρια που αποσυνθέτουν τα λίπη μέσα στα οστά φαλαινών και άλλων μεγάλων σπονδυλωτών.

Ο ανεξερεύνητος βυθός

Οι επιστήμονες συνεχίζουν να ανακαλύπτουν νέα είδη σε όλο τον κόσμο, ωστόσο τα πλάσματα που ζουν στα πιο σκοτεινά και απροσπέλαστα βάθη παραμένουν τα πιο δύσκολα να εντοπιστούν. Περίπου το 80% των ωκεανών της Γης παραμένει αχαρτογράφητο, ανεξερεύνητο και αθέατο από τον άνθρωπο.

Ενώ ορισμένα πλάσματα μπορούν να επιβιώσουν σε τέτοια βάθη χάρη σε εξαιρετικές βιολογικές προσαρμογές, οι άνθρωποι μπορούν να καταδυθούν μόνο έως 122 μέτρα χωρίς τεχνολογική υποστήριξη, όπως πιεσμένα υποβρύχια. Με τέτοια μέσα, το μεγαλύτερο βάθος στο οποίο έχει φτάσει άνθρωπος είναι τα 10.928 μέτρα, επίτευγμα του Βίκτορ Βεσκόβο το 2019 στη Χαράδρα Τσάλεντζερ της Τάφρου των Μαριανών, σύμφωνα με την Daily Mail.

Η δρ. Τέιλορ επισημαίνει ότι ο Νότιος Ωκεανός, γνωστός και ως Ανταρκτικός, «παραμένει εξαιρετικά ανεπαρκώς μελετημένος». «Μέχρι σήμερα έχουμε αναλύσει λιγότερο από το 30% των δειγμάτων που συλλέξαμε από την αποστολή κι όμως ήδη έχουμε επιβεβαιώσει 30 νέα είδη, κάτι που δείχνει πόση θαλάσσια βιοποικιλότητα μένει ακόμα ακατάγραπτη», δήλωσε.

«Κάθε επιβεβαιωμένο είδος αποτελεί θεμέλιο για τη διατήρηση, τη μελέτη της βιοποικιλότητας και αμέτρητες μελλοντικές επιστημονικές έρευνες. Συνδυάζοντας τις αποστολές με εργαστήρια αναγνώρισης ειδών, επιταχύνουμε μια διαδικασία που συνήθως διαρκεί πάνω από μία δεκαετία, διατηρώντας παράλληλα την επιστημονική ακρίβεια, χάρη στη συμμετοχή κορυφαίων ειδικών», συμπλήρωσε.

Η ίδια ομάδα επιστημόνων κατέγραψε επίσης τα πρώτα πλάνα ζωντανού γιγαντιαίου καλαμαριού, του μεγαλύτερου ασπόνδυλου στον πλανήτη. Πριν από την αποστολή του Μαρτίου, κανένα τέτοιο πλάσμα, είτε νεαρό είτε ενήλικο, δεν είχε ποτέ κινηματογραφηθεί ζωντανό στο φυσικό του περιβάλλον.