Έναν ακόμα δίσκο μας επιφυλάσσει ο θρυλικός τραγουδοποιός Neil Young με τον τίτλο «The Monsanto Years», ο 41ος που θα κυκλοφορήσει στις 16 Ιουνίου. Η έμπνευση για το νέο άλμπουμ, στο οποίο συνεργάζεται με τους δύο γιους του Willie Nelson, Micah και Lukas, έρχεται μέσα από μια μεγάλη αντιπαράθεση με την εταιρεία Monsanto (πέρυσι είχε ζητήσει από τους φαν του να μποϊκοτάρουν προϊόντα εταιρειών που συνεργάζονται με την Monsanto), η οποία έχει κατηγορηθεί αρκετές φορές για τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα της.

To «The Monsanto Years» θα κυκλοφορήσει μαζί με ένα ντοκιμαντέρ με το making of του δίσκου. Το tracklist του δίσκου δεν έχει γίνει ακόμη γνωστό, αν και το fan site Sugar Mountain δίνει μερικούς από τους τίτλους των κομματιών που παίχτηκαν live πρόσφατα σε show στο San Luis Obispo της Καλιφόρνια και οι οποίοι μιλούν από μόνοι τους για το μένος του Young για την εταιρεία: «Rock Starbucks», «Monsanto Years», «Seeds», «Too Big To Fail».

Βέβαια ο επιληπτικός καλλιτέχνης, που παράτησε το σχολείο για να γίνει μουσικός, που αρνείται την αμερικάνικη υπηκοότητα, που ταξίδεψε με μια νεκροφόρα, δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται δημιουργικός και πρωτοπόρος…

Ξεκίνησε από την φολκ και κάντρι μουσική και πειραματίστηκε με αρκετά μουσικά είδη, μεταξύ των οποίων η ηλεκτρονική και η γκραντζ, αισθητικά απογυμνωμένη, μουσική. Ο μελωδικός ήχος της κιθάρας του και η ακατέργαστη χροιά του παραμένουν το σήμα κατατεθέν.

Γεννήθηκε στο Τορόντο του Καναδά στις 12 Νοεμβρίου του 1945 και από το 1966 ζει στην Αμερική, αρνούμενος την αμερικανική υπηκοότητα.

Στα 12 του, η μητέρα του ζητά διαζύγιο από τον άντρα της, Σκοτ Γιανγκ, έναν αθλητικογράφο και συγγραφέας με πολλές εξωσυζυγικές σχέσεις. Μετά το διαζύγιο ο Νηλ μετακομίζει με την μητέρα του στο Γουίνιπεγκ του Καναδά ενώ ο μεγαλύτερος αδερφός του μένει μαζί με τον πατέρα του στο Τορόντο.

Είναι στο λύκειο, σε ηλικία 15 χρόνων, όταν ο Nηλ Γιανγκ φτιάχνει το πρώτο του συγκρότημα, τους Jades, το οποίο «ζει» για δύο χρόνια. Εν έτει 1963 ο Γιανγκ δημιούργησε τους Squires, μια τετραμελή μπάντα, που αργότερα μετατρέπεται σε πενταμελής, και ηχογραφεί τα πρώτα τους ντέμο τραγούδια…. Κάπου εκεί συνειδητοποιεί πως πρέπει να παρατήσει το σχολείο για να ασχοληθεί με την μεγάλη του αγάπη… τη μουσική!

Όμως τα στενά γεωγραφικά όρια της μικρής πόλης του Καναδά αρχίζουν να τον πνίγουν. Εγκαταλείπει το συγκρότημα και ξεκινά να περιοδεύει ως σόλο τραγουδιστής, ως πλανόδιος καλύτερα καλλιτέχνης.

Στα ταξίδια του γνωρίζει έναν από τους θρύλους της φολκ , τον Τζόνι Μίτσελ. Λίγο αργότερα αποφασίζει ένα ακόμα μεγάλο ταξίδι. Θέλει να επισκεφτεί το πολυφημισμένο Λ.Α. και μαζί με τον μπασίστα φίλο του Μπρους Πάλμερ ταξιδεύουν το 1966 από τον Καναδά μέχρι το Λος Άντζελες με την «Μορτ», τη νεκροφόρα που είχε στην κατοχή του ο Γιανγκ.

Εκεί, ο Γιανγκ μαζί με τον Πάλμερ, τον Στέφαν Στιλς, τον Ρίτσι Φάρεϊ και τον Ντιούι Μάρτιν ιδρύουν το συγκρότημα Buffalo Springfield, συγκρότημα με μικρή διάρκεια ζωής, δύο χρόνια, αλλά και με τρεις δίσκους με μεγάλη επιτυχία (Buffalo Springfield, Buffalo Springfield Again και Last Time Around…). Η ροκ μπάντα πειραματίζεται με διάφορες αποχρώσεις της ροκ, από κάντρι μέχρι χαρντ ενώ η αρμονία στίχων και μουσικής συνεπαίρνει τους φανατικούς τους συγκροτήματος.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο Γιανγκ αποφασίζει να ακολουθήσει για άλλη μια φορά τη σόλο καριέρα. Μαζί με τη μπάντα συνοδείας, τους Crazy Horse, κυκλοφορεί τον πρώτο του δίσκο το 1969 με τις επιτυχίες Cinnamon Girl, Down by the River και Cowgirl in the Sand. Παράλληλα γίνεται μέλος του συγκροτήματος CSN&Y, της μπάντας που δημιούργησε το πρώην μέλος των Buffalo Springfield, Στέφαν Στιλς μαζί με τον Ντέιβιντ Κρόσμπυ και Γκράχαμ Νας. Έπειτα όμως από μια επιτυχημένη περιοδεία και μια εμφάνιση στο εμβληματικό φεστιβάλ του Γούντστοκ ο χαρακτήρας του, τον ωθεί να αποχωρήσει για άλλη μια φορά.

Κατά την δεκαετία του 1970 αν και η πορεία του συνεχίζεται με τους Crazy Horse, ο ήχος, εν μέρει, διαφοροποιείται, αποκτώντας έναν χαρακτήρα πιο σκοτεινό και μυστηριακό. Πολλοί ήταν εκείνοι που θεώρησαν πως ο θάνατος του κιθαρίστα των Crazy Horse το 1972, από υπερβολική δόση ηρωίνης ήταν ο βασικότερος λόγος για την μεταστροφή αυτή. Την χρονιά εκείνη κυκλοφορεί και ο δίσκος Harvest, με το κομμάτι Heart of Gold, το καλύτερο κατά πολλούς τραγούδι που έχει γράψει και ερμηνεύσει ο Νηλ Γιανγκ.

Η δημιουργικότητά του βέβαια συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Πειραματίζεται με την κιθάρα και προσθέτει ηλεκτρικό ήχο στις συνθέσεις.

Η επόμενη επιτυχία, κυκλοφορεί το 1979, με τον τίτλο Rust Never Sleeps. Σε αυτόν τον δίσκο η ακουστική παντρεύεται με την ηλεκτρονική μουσική με αρκετές πανκ ροκ επιρροές.

Η δεκαετία που ακολουθεί, είναι ίσως από τις αμφιλεγόμενες ως προς την μουσική καριέρα του καλλιτέχνη αφού ο Νηλ σε έναν συνεχή πειραματισμό μεταπηδά από το ένα μουσικό είδος στο άλλο. Η τρανς παρεισφρέει στους ήχους και πολλοί είναι εκείνοι που κάνουν λόγο για τον κάντρι ροκ αστέρα που έχασε τον δρόμο του… Ορισμένα demo αποτυγχάνουν παταγωδώς και οι κακές γλώσσες αναφέρουν πως ήρθε το τέλος μιας λαμπρής καριέρας.

Η απάντηση του καλλιτέχνη αποστομωτική «Είμαι αφοσιωμένος στην μούσα της μουσικής. Δεν είμαι εδώ για να πουλήσω πράγματα. Αυτό το κάνουν άλλοι. Εγώ τα δημιουργώ. Αν δεν πετύχει, λυπάμαι, θα συνεχίσω να κάνω αυτό που κάνω. Με προσλάβατε να κάνω αυτό που ξέρω, όχι αυτό που θέλετε. Όσο ο κόσμος δεν θα μου λέει τι να κάνω, δεν θα έχω κανένα πρόβλημα»

Όταν το 1989 κυκλοφορεί το κομμάτι Rockin in the Free World, στον δίσκο Freedom, είναι που το κοινό, του χαρίζει το παρατσούκλι ο «Νονός της γκραντζ» , αφού θέτει τις βάσεις για ένα εναλλακτικό είδος πανκ ροκ με βασικά όργανα την ηλεκτρική κιθάρα, το μπάσο και τα ντραμς.

Η επιστροφή στο είδος όμως που τον έκανε διάσημο δεν αργεί να έρθει. Την δεκαετία του ’90, μαζί με τους Crazy Horse κυκλοφορεί τον δίσκο Harvest Moon, που περιείχε κομμάτια με φολκ και ροκ ήχο ενώ το 1995 πραγματοποιεί περιοδεία με τους Pearl Jam.

Η νέα χιλιετία τον βρίσκει ακούραστο με τα τραγούδια να αποκτούν ένα διαφορετικό περιεχόμενο, πιο πολιτικοποιημένο με κοινωνικές ή και πατριωτικές προεκτάσεις. Για την 11η Σεπτεμβρίου γράφει το τραγούδι Let’s Roll στη μνήμη των θυμάτων.

Μέχρι και σήμερα, πατέρας 2 παιδιών, παραμένει ένθερμος ακτιβιστής και επιχειρηματίας. Πάσχοντας και ο ίδιος και η κόρη του από επιληψία, από το 1980 διευθύνει ένα κέντρο για παιδιά που αντιμετωπίζουν κινητικές και διανοητικές δυσκολίες, το του το Bridge School, που ίδρυσε μαζί με την γυναίκα στο Σαν Φρανσίσκο. Η συντήρηση του κέντρου ενισχύεται με συναυλίες που δίνονται κάθε χρόνο με ηχηρά ονόματα όπως ο Κάρλος Σαντάνα και ο Έντι Βέντερ να έχουν συμμετάσχει παλαιότερα σε αυτές.

Πολλές είναι και οι περιβαλλοντικές του ανησυχίες, στηρίζοντας για χρόνια την οργάνωση Farm Aid, περιβαλλοντικού περιεχομένου. Μια εξ αυτών φαίνεται να είναι και η έκδοση του νέου του δίσκου, στην οποία εκφράζει με πυγμή το corporate μένος του ενάντια στην περιβαλλοντική καταστρατήγηση των σύγχρονων χρόνων.

Πράγμα διόλου απρόσμενο για τον Γιανγκ ο οποίος είχε δηλώσει παλαιότερα σε συνέντευξή του: « Όσο μεγαλώνω, μικραίνω. Βλέπω πράγματα που δεν είχα παρατηρήσει προηγουμένως. Από διαφορετική οπτική γωνία. Βλέπω έξω από τον εαυτό μου συχνότερα»…