«Καλωσήρθατε στο fight club. Ο πρώτος κανόνας του fight club είναι: Δεν μιλάμε για το fight club. Ο δεύτερος κανόνας του fight club είναι: ΔΕΝ ΜΙΛΑΜΕ για το fight club».

Όταν κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1999, μετά από μια χλιαρή πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας, το Fight Club του Ντέιβιντ Φίντσερ απέσπασε εξαιρετικά αρνητικά σχόλια. Πολλοί κριτικοί το χαρακτήρισαν ως ένα ακραίο κινηματογραφικό σκουπίδι που εξυμνεί τον μηδενισμό και την αντικοινωνική βία, ένα άθλιο «Κουρδιστό Πορτοκάλι», μια «ηλίθια» ταινία που οδηγεί τη βία και την ηθική μικροπρέπεια σε πορνογραφικά άκρα. Κάποιοι το συνέδεσαν ακόμη και με το χώρο της ακροδεξιάς.

Επιχειρηματικά ήταν το μεγάλο στοίχημα της 20th Century Fox, όπως υπενθυμίζει σε άρθρο της η El Pais. Ο Ντέιβιντ Φίντσερ είχε στο ενεργητικό του ήδη τις μεγάλες επιτυχίες των Alien 3, Seven και The Game. Η ταινία κόστισε συνολικά 65 εκατομμύρια δολάρια και η εταιρεία φιλοδοξούσε σε εισπράξεις τουλάχιστον τριπλάσιου ποσού. Επιχειρηματικά αποδείχθηκε ένα μεγάλο φιάσκο. Παρά την αρχική καλή εκκίνηση στις αίθουσες, τα εισιτήρια κατέρρευσαν με φόντο τις αρνητικές κριτικές.  Ούτε ο Μπραντ Πιτ, ούτε ο ανερχόμενος τότε Έντουαρντ Νόρτον, κατάφεραν να σώσουν τη «μάχη».

Tα έσοδα του Fight Club περιορίστηκαν σε μόλις 37 εκατομμύρια δολάρια και λόγω της αποτυχίας επήλθε η ρήξη μεταξύ του Μπιλ Μεκάνικ, επικεφαλής του στούντιο, και του μεγιστάνα Ρούπερτ Μέρντοχ, ιδιοκτήτη της εταιρείας Fox, που είχε εξαρχής αντιρρήσεις για την ταινία.

Εικοσιτέσσερα χρόνια μετά, το Fight Club βρίσκεται στο νούμερο 12 του IMDb με τις κορυφαίες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου. Η ταινία με μερικά χρόνια καθυστέρηση απέκτησε μια δεύτερη λαμπρή ζωή. Στους μερικές εκατοντάδες χιλιάδες θεατές που το παρακολούθησαν στις κινηματογραφικές αίθουσες, προστέθηκαν εκατομμύρια άνθρωποι που το ανακάλυψαν από στόμα σε στόμα μέσω DVD. Το κινηματογραφικό Empire αναγνώρισε τον Τάιλερ Ντάρντεν, τον χαρακτήρα του Μπραντ Πιτ, ως έναν από τους κορυφαίους χαρακτήρες στην ιστορία του κινηματογράφου.

Οι καταβολές του Fight Club υπήρξαν εξ αρχής πολύ ταπεινές. Η ταινία βασίστηκε στο μυθιστόρημα του Τσακ Παλάνιουκ, το οποίο έγραψε στον ελεύθερο χρόνο του κατά τη διάρκεια της περιόδου που εργαζόταν ως μηχανικός σε συνεργείο επισκευής φορτηγών στο Πορτλάντ. Είχε την ιστορία στο μυαλό του και κάθε φορά που έκανε ένα διάλειμμα, σημείωνε βιαστικά κάποιες παραγράφους του κειμένου στο σημειωματάριό του. Εξ ου και το ακατέργαστο και δυναμικό ύφος με το οποίο ξεκινάει το διήγημα μόλις 30 σελίδων, το οποίο δημοσιεύθηκε αρχικά στην ανθολογία του 1995 «Pursuit of Happiness», πριν μετατραπεί σε μυθιστόρημα ένα χρόνο αργότερα.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, όπως αναφέρει η El Pais, αυτή η «σκοτεινή σάτιρα» άρχισε να διαμορφώνεται στο μυαλό του ένα ανοιξιάτικο σαββατοκύριακο, όταν βρέθηκε μπλεγμένος σε έναν παράλογο καυγά, σε ένα λιβάδι του Όρεγκον, δίπλα σε μια λίμνη με μερικούς κατασκηνωτές, από τους οποίους είχε ζητήσει να χαμηλώσουν την ένταση της μουσικής τους. Τη Δευτέρα, μόλις επέστρεψε στη δουλειά του, ο Τσακ Παλάνιουκ διαπίστωσε πως οι συνάδελφοί του απέφευγαν να τον ρωτήσουν για τις εμφανείς μελανιές στο πρόσωπό του.

«Όσο φτάνεις στη δουλειά στην ώρα σου, κανείς δεν νοιάζεται πώς περνάς τα Σαββατοκύριακά σου, αν συμμετέχεις σε καυγάδες». Τα πάντα είναι ανεκτά αρκεί να μην παρεμβαίνουν στη δουλειά σου. Μια φρικτά υποκριτική κοινωνία. Αυτή η ιδέα δημιούργησε τον ανώνυμο αφηγητή του μυθιστορήματος, έναν τύπο που κατακλύζεται σε τέτοιο βαθμό από την παράλογη και κενή καθημερινότητα του που νιώθει την ανάγκη να τον δέρνουν μόνο και μόνο για να διαπιστώνει εάν είναι ακόμα ικανός να νιώσει οτιδήποτε.

Όπως έχει αναφέρει ο Ντέιβιντ Φίντσερ «προσπάθησε να κάνει ό,τι του έμαθαν να κάνει, προσπάθησε να χωρέσει στον κόσμο που άλλοι δημιούργησαν για αυτόν με το να γίνει κάτι που δεν είναι». Δεν μπορεί να βρει την ευτυχία, απαξιώνει την πληθώρα των υλικών αγαθών, δεν χωράει πουθενά και ξεκινάει μια πορεία καταστροφής ελπίζοντας να τερματίσει τους καθημερινούς εφιάλτες του. Στο Fight Club ξεδιπλώνονται το άγχος και οι εσωτερικές συγκρούσεις μιας γενιάς, της οποίας το αξιακό σύστημα υπαγορεύτηκε σε μεγάλο βαθμό από την κουλτούρα της διαφήμισης και του υπερκαταναλωτισμού.

fight club

Ο χαρακτήρας στο Fight Club περπατάει μέσα στο διαμέρισμά του, στα έπιπλα του οποίου, με οπτικά εφέ, εμφανίζονται τα διαφημιστικά καρτελάκια του ΙΚΕΑ. Η «πνευματική ευτυχία μέσω της επίπλωσης του σπιτιού» με τον Φίντσερ να υπογραμμίζει την «απατηλή ιδέα της ευτυχίας». Όπως έχει πει ο σκηνοθέτης διάβαζε πάντα το κείμενο του Τσακ Παλάνιουκ ως μια προτροπή για να βρούμε κάποιο νόημα στη ζωή μας «πριν μας καταπιεί το κενό». Για τον Φίντσερ, ο Τάιλερ Ντάρντεν, ο ένας εκ των δύο κεντρικών χαρακτήρων του Fight Club, που φτάνει να πουλάει σαπούνι από την λιποαναρρόφηση, και που ενθαρρύνει την άναρχη βία, δεν είναι ένα πρότυπο αλλά μια τρομερή επιρροή από ένα ψυχικό άρρωστο άτομο.

«Το Fight Club είναι μια μεταφορά για την ανάγκη να σπρώξουμε μέσα από τους τοίχους που βάζουμε γύρω από τον εαυτό μας και απλώς να το πετύχουμε, έτσι για πρώτη φορά μπορούμε να βιώσουμε τον πόνο», έχει δηλώσει ο Μπραντ Πιτ που ενσαρκώνει τον Τάιλερ Ντάρντεν.

Ο Τσακ Παλάνιουκ, κατά δήλωσή του, γνώριζε πάντα πως έχει μια σπουδαία ιστορία στα χέρια του, ωστόσο κανείς άλλος δεν φάνηκε να τον πιστεύει στην αρχή. Τα χρήματα που έλαβε για την έκδοση του βιβλίου ήταν μόλις 7.000 δολάρια και η πρώτη έκδοση δεν πούλησε περισσότερα από 5.000 αντίτυπα. Τα καλά νέα ήρθαν το 1997, όταν η Fox αγόρασε τα δικαιώματα για να το προσαρμόσει σε ταινία. Βέβαια και πάλι ο συγγραφέας έλαβε μόλις 10.000 δολάρια για αυτό.

Όπως αναφέρει η El Pais, ο Φίντσερ προσέγγισε τον Μπραντ Πιτ, με το σενάριο στο χέρι, ένα βράδυ του 1997, καθώς ο ηθοποιός επέστρεφε στο Μανχάταν μετά από μια μέρα γυρισμάτων για την ταινία «Meet Joe Black». Ο σταρ του Χόλιγουντ φαίνεται ήδη να ανησυχούσε πως είχε εγκλωβιστεί σε «όμορφους, καρδιοκατακτητές» ρόλους. Ο Φίντσερ του προσέφερε κάτι τελείως διαφορετικό. Ένα διαταραγμένο άτομο με λίγους ενδοιασμούς. Φαινόταν σαν να είχαν εισακουστεί οι προσευχές του.

Την ίδια περίοδο ο ανερχόμενος Έντουαρντ Νόρτον αναζητούσε ταινίες όσο το δυνατόν πιο ακραίες. Είχε ήδη πρωταγωνιστήσει στο «Rounders» και το εκπληκτικό «American History X».

Ο Φίντσερ τους διαβεβαίωσε πως σχεδίαζε να εμποτίσει το κείμενο με σαρκασμό και μαύρο χιούμορ, μια άγρια σάτιρα που κανείς δεν μπορούσε να εκλάβει κυριολεκτικά ως πρότυπο. Σε μεγάλο βαθμό κράτησε τον λόγο του, όμως o Φίντσερ, από το 1999, κλήθηκε πολλές φορές να υπερασπιστεί τη δουλειά του ενάντια στις επικρίσεις για εξύμνηση της βίας και την οικειοποίησή της από διάφορους ακραίους χώρους. «Δεν είμαι υπεύθυνος για το πώς οι άνθρωποι ερμηνεύουν τα πράγματα. Η γλώσσα εξελίσσεται. Τα σύμβολα εξελίσσονται», υπογράμμισε σε συνέντευξή του στον Guardian ο σκηνοθέτης.

«Δεν το φτιάξαμε για αυτούς αλλά οι άνθρωποι θα δουν αυτό που θέλουν να δουν σε έναν πίνακα του Νόρμαν Ρόκγουελ ή στη Γκερνίκα του Πικάσο», ανεξάρτητα από τις προθέσεις των δημιουργών, τόνισε. Το Fight Club αναμφισβήτητα υπήρξε εξ αρχής ανατρεπτικό και αυτό είναι που το ανέδειξε σε ένα από τα κορυφαία δημιουργήματα της παγκόσμιου κινηματογράφου. Όμως ακριβώς αυτός ο ριζοσπαστισμός και η απήχησή του είναι και ο λόγος που μπορεί να παρερμηνευτεί από όσους επιθυμούν να το αξιοποιήσουν κατά το δοκούν.

Είναι χαρακτηριστικό πως μια κινέζικη πλατφόρμα ταινιών αγόρασε το Fight Club για να το κυκλοφορήσει με ένα εναλλακτικό τέλος που αλλάζει εντελώς το νόημα της ταινίας.

(ΠΡΟΣΟΧΗ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΜΕΓΑΛΟ SPOILER). Στο τέλος του Φίντσερ, ο αφηγητής (Έντουαρντ Νόρτον), ξεφορτώνεται το alter ego του Τάιλερ Ντάρντεν, λίγο πριν συναντήσει την αγαπημένη του Μάρλα για να δουν μαζί από το παράθυρο του ουρανοξύστες του Μανχάταν να εκρήγνυται και να καταρρέουν καθώς παίζει το «Where Is My Mind» των Pixies. «Συναντηθήκαμε σε μια πολύ περίεργη στιγμή στη ζωή μου», της λέει, σε μια σκηνή που έχει αναγνωριστεί ως μια από τις πιο σπουδαίες στον σύγχρονο κινηματογράφο.

Όμως οι Κινέζοι τηλεθεατές δεν είδαν αυτό το τέλος. Μετά το τέλος του Τάιλερ Ντάρντεν η οθόνη θολώνει και ένα κείμενο εμφανίζεται στην οθόνη. Σε αυτό αναφέρεται πως οι αρχές κατάφεραν τελικά να ματαιώσουν το χαοτικό και φονικό Project Mayhem, με την ανατίναξη τα κτιρίων.  

Για τον Φίντσερ, η επιθετικότητα των λογοκριτών είναι τόσο κατακριτέα όσο και περιττή: «Δεν θα καταλάβω ποτέ αυτούς που λένε: “Λατρεύω την ταινία σου, τη θέλω στην πλατφόρμα μου. Αλλά, φυσικά, θα κάνω μια σειρά από αυθαίρετες αλλαγές για να το μετατρέψω σε κάτι διαφορετικό”. Με το πλήθος των οπτικοακουστικών μυθοπλασιών που υπάρχουν εκεί έξω, τι ανάγκη έχουν να διαστρεβλώσουν ένα που κυκλοφόρησε πριν από περισσότερα από 20 χρόνια;».