Το BMW i3 (μικτή κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας: 13,1 kWh/100 χλμ, μηδενικές εκπομπές CO2) έχει αποδειχτεί ένα άκρως επιτυχημένο μοντέλο και σύμβολο της ηλεκτροκίνησης.

Από τότε που κυκλοφόρησε στην αγορά είναι το πιο δημοφιλές ηλεκτροκίνητο μοντέλο στην πολυτελή compact κατηγορία, με περισσότερες από 165.000 πωλήσεις.

Το i3 διαθέτει αποδεδειγμένες ικανότητες για καθημερινή χρήση, προσφέρει οδηγική ευχαρίστηση και δεν περιορίζεται στην κάλυψη μικρών αποστάσεων σε μεγάλα αστικά κέντρα. Αυτό επιβεβαιώνεται από την εμπειρία που έχουν αποκτήσει και είναι πρόθυμοι να μοιραστούν πρωτοπόροι της ηλεκτροκίνησης που διανύουν τακτικά μεγαλύτερες αποστάσεις με το i3 τους και έχουν καλύψει πάνω από 200.000 χιλιόμετρα με μηδενικές εκπομπές ρύπων.

Το i3 έχει αναδειχθεί σε icon από το 2013 που έφτασε στην αγορά, ενώ η μάρκα θα συνεχίσει την εξέλιξη του και σχεδιάζει να επεκτείνει την παραγωγή μέχρι το 2024.

Από την πλευρά τους οι πελάτες τονίζουν κυρίως την αξιοπιστία, αντοχή και ωφέλιμη αυτονομία του, είτε στις υψηλές θερμοκρασίες της Ν. Αφρικής, είτε στο ψύχος της Σουηδίας, όπως επίσης και το ότι, είναι ένα οικονομικό μέσο μεταφοράς, απόλυτα κατάλληλο για καθημερινή χρήση. Πρόκειται για πελάτες που έχουν δοκιμάσει την αντοχή του οχήματος και της αρχικής μπαταρίας του σε πραγματικές συνθήκες, και το χρησιμοποιούν όχι μόνο για τις συνήθεις καθημερινές διαδρομές, αλλά και για μεγαλύτερες αποστάσεις, ακόμα και στις διακοπές.

Πάνω από 277.000 χλμ με τα ίδια τακάκια

Χρήστης του i3 από το 2014, που έχει οδηγήσει το i3 (60 Ah) για πολλά αστικά και περιαστικά χιλιόμετρα, δηλώνει: «Το i3 είναι απλά ένα πολύ οικονομικό αυτοκίνητο, τόσο για την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, όσο και για το κόστος συντήρησης. Με μέση κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας 13 kWh ανά 100 χλμ σε όλη τη διάρκεια ζωής του, το κόστος ενέργειας διατηρείται στο απόλυτο ελάχιστο, με μόλις 3,90 ευρώ / 100 χλμ.».

Επιπλέον, ανάλυση της Γερμανικής Λέσχης Αυτοκινήτου ADAC έχει ήδη δείξει ότι εκτός από περιβαλλοντικά υπάρχουν και οικονομικά οφέλη που συγκλίνουν υπέρ της χρήσης του ηλεκτρικού αυτοκινήτου. Συγκριτικά με το συνολικό κόστος, το i3 ήταν περίπου 20% καλύτερο από απόψεως διατάσεων και επιδόσεων από ένα εφάμιλλο μοντέλο της ίδιας μάρκας με κινητήρα εσωτερικής καύσης. Πέρα από το χαμηλότερο κόστος ενέργειας και την υψηλή αξία μεταπώλησης, οι μειωμένες δαπάνες για συντήρηση και φθορές συμβάλλουν επίσης στην καλή σχέση κόστους – απόδοσης.

Για τον οδηγό ενός i3, οι αλλαγές λαδιών ή τα ελαττωματικά συστήματα εξάτμισης είναι κατάλοιπα του παρελθόντος. Κατά την επιβράδυνση, χάρη στο φρένο αναγεννητικής πέδησης μέσω ηλεκτροκινητήρα, το ηλεκτρικό όχημα μπορεί να επιβραδύνει χωρίς χρήση των φρένων. Ως αποτέλεσμα, μετά από περισσότερα από 277.000 χλμ, ο παραπάνω χρήστης δεν έχει χρειαστεί να αντικαταστήσει τα τακάκια φρένων και τους δίσκους στο i3 του ούτε μία φορά.

Ο ίδιος είναι ένας από τους πελάτες που συμμετείχαν στο πρόγραμμα retrofit και αντάλλαξαν τη μπαταρία 60 Ah του i3 με ακαθάριστο ενεργειακό περιεχόμενο 22 kWh με μία μπαταρία υψηλής τάσης 94 Ah με υψηλότερο ενεργειακό περιεχόμενο 33 kWh, που προσφέρει αισθητά περισσότερα ενεργειακά αποθέματα.

Επίσης, σύμφωνα με τα σχόλια πελατών που χρησιμοποιούν το i3 από τα πρώτα χρόνια παραγωγής του, ακόμα και με την αρχική μπαταρία, η αυτονομία του οχήματος μειώνεται ελάχιστα μετά από υψηλή χιλιομετρική κάλυψη. Ούτε μία μπαταρία υψηλής τάσης του i3 δεν χρειάστηκε να αντικατασταθεί λόγω πρόωρης γήρανσης μέχρι σήμερα. Καθώς οι δυνατότητες της μπαταρίας κάθε άλλο παρά μειώνονται πριν το προηγούμενο όριο των 100.000 χλμ, η BMW επεκτείνει τώρα ακόμα περισσότερο την Ευρωπαϊκή του εγγύηση για τη μπαταρία των νέων i3, με μέγιστη κάλυψη για μία περίοδο εγγύησης 8 ετών και 160.000 χλμ.

Τέλος, με την εγκατάσταση μιας μπαταρίας τελευταίας γενιάς στο i3 (120 Ah), με αυξημένη ακαθάριστη ενεργειακή πυκνότητα τώρα στα 42,2 kWh, έγινε εφικτή η αύξηση της αυτονομίας του οχήματος από 285 μέχρι 310 χλμ στο κύκλο δοκιμών WLTP και μέχρι 260 χλμ σε καθημερινή χρήση, επίδοση που ισοδυναμεί με αύξηση περίπου 50% έναντι του i3 με μπαταρία υψηλής τάσης πρώτης γενιάς.

Νίκος Τσάδαρης