Οι Κριστίν και Λέα Παπίν ήταν δύο Γαλλίδες αδερφές, που εργάζονταν ως εσωτερικές καμαριέρες. Το 1933, αφού εργάζονταν και ζούσαν με την οικογένεια Λάνσελιν για επτά χρόνια, δολοφόνησαν την κυρία Λάνσελιν και την κόρη της, Ζενεβιέβ, ξυλοκοπώντας και μαχαιρώνοντας και τις δύο σε σημείο όπου τα πτώματα ήταν πρακτικά μη αναγνωρίσιμα, με τα μάτια τους, επίσης, να είναι βγαλμένα. Η αστυνομία ανακάλυψε τις αδερφές Παπίν στο δωμάτιό τους, γυμνές στο κρεβάτι μαζί με το όπλο δολοφονίας.

Υπήρχαν συνολικά τρεις αδελφές Παπίν, και όλες τους είχαν μια τραγική ζωή. Η μεγαλύτερη αδελφή ήταν η Εμίλια, με την Κριστίν να είναι η μεσαία και μικρότερη όλων η Λέα. Οι τρεις αδελφές υπέστησαν τρομερή κακοποίηση καθ ‘όλη τη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας και παρόλο που τα κορίτσια είχαν αρκετές ηλικιακές διαφορές, η Κριστίν και η Λέα ήταν πολύ κοντά.

Οι γονείς τους ήταν τόσο κακοί με την μητέρα τους να φροντίζει ελάχιστα τα παιδιά της και τον πατέρα τους να τις κακομεταχειρίζεται από κάθε άποψη. Η Εμίλια δέχτηκε σεξουαλική επίθεση από τον πατέρα της και εγκατέλειψε την οικογένεια λίγο αργότερα για να γίνει καλόγρια σε ένα μοναστήρι. Μάλιστα, αηδία προκαλεί το γεγονός ότι οι γονείς τους αργότερα χώρισαν, με την μητέρα να ζηλεύει τον πατέρα τους ισχυριζόμενη ότι η Εμίλια ήταν εκείνη που του ζήτησε να της κάνει αυτά τα ανείπωτα πράγματα.

Λίγο μετά το διαζύγιο των γονιών τους και τα δύο κορίτσια πέρασαν χρόνο σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι αδερφές Παπίν ήταν πολύ ήσυχες και σπάνια μιλούσαν, αλλά ήταν πάντα μαζί. Οι άνθρωποι που δούλευαν σε αυτό ανέφεραν ότι πίστευαν ότι τα κορίτσια ήταν τηλεπαθητικά λόγω της σιωπής τους και της περίεργης κατανόησης μεταξύ τους. Μετά την «απελευθέρωσή» τους από το ίδρυμα, κατάφεραν να βρουν δουλειά στο αρχοντικό της οικογένειας Λάνσελιν, στην περιοχή Le Mans.

Οι συνθήκες εργασίας ήταν αρκετές φορές φρικτές, με τα κορίτσια να δουλεύουν 14 ώρες την ημέρα, έξι ημέρες την εβδομάδα και την κυρία του σπιτιού να τις κακομεταχειρίζεται όταν δεν έκαναν τα πράγματα έτσι όπως εκείνη είχε υποδείξει. Τα κορίτσια συνέχισαν να διατηρούν το χαμηλό προφίλ τους και μακριά από τους άλλους, αλλά βρίσκονταν πάντα μαζί.

Πέρασαν χρόνια, λοιπόν, πριν συμβεί το αποτρόπαιο και ανατριχιαστικό έγκλημα το 1933 που συγκλόνισε όχι μόνο την μικρή κοινωνία του Le Mans αλλά και ολόκληρη τη Γαλλία, στοιχειώνοντάς τη μέχρι σήμερα.

Το 1933, ένας άντρας ήρθε στο αρχοντικό και διαπίστωσε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ανέφερε ότι το αρχοντικό είχε σβηστά όλα τα φώτα, παρόλο που ήταν σκοτεινά έξω, και όλες οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν κλειδωμένα. Ο άνδρας πήγε κατευθείαν στην αστυνομία και η αστυνομία επέστρεψε στο αρχοντικό λίγο μετά. Αυτό που αντίκρισε η αστυνομία θα μείνει αξέχαστο σε όλη τη Γαλλία για δεκαετίες.

Η σκηνή του εγκλήματος που είχαν αφήσει οι δύο υπηρέτριες έμοιαζε να μοιάζει με «όργιο αίματος», όπως την χαρακτήρισε ένας από τους αναλυτές της σκηνής του εγκλήματος. Η σύζυγος και η κόρη του Λάνσελιν δολοφονήθηκαν με τον πιο βίαιο τρόπο, ενώ βασανίστηκαν για αρκετά λεπτά πριν πεθάνουν. Οι γυναίκες βρέθηκαν με τα μάτια τους βγαλμένα, τα πρόσωπά τους ήταν τόσο κακοποιημένα που η αναγνώρισή τους ήταν ανέφικτη, τα πόδια τους ήταν κομμένα με μαχαίρια και τα σώματά τους παρατημένα γυμνά. Η Κριστίν και η Λέα χρησιμοποίησαν το αίμα που είχαν χάσει οι γυναίκες τρίβοντάς το σε όλο το σώμα τους. Στη συνέχεια, οι αδελφές καθάρισαν το υπόλοιπο σπίτι και πήγαν για ύπνο σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Όταν έφτασε η αστυνομία, οι αδελφές ομολόγησαν τα πάντα.

Οι Παπίν χωρίστηκαν και στάλθηκαν σε διαφορετικές φυλακές, με τον χωρισμό τους να είναι ιδιαιτέρως ενοχλητικός και για τις δύο και την Κριστίν να υπέστη σοβαρή ψυχική βλάβη και να προσπαθεί να βγάλει ακόμη και τα ίδια της τα μάτια. Μετά τη δίκη και οι δύο αδελφές κρίθηκαν ένοχες. Αποφασίστηκε ότι η Κριστίν ήταν ο εγκέφαλος πίσω από τις δολοφονίες και ότι η Λέα δεν είχε δική της προσωπικότητα, αλλά έγινε επέκταση της μεγαλύτερης αδελφής της.

Η Κριστίν αρχικά καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά στη συνέχεια άλλαξε η ποινή της σε ισόβια κάθειρξη. Πέθανε το 1937 επειδή δεν φρόντιζε καθόλου τον εαυτό της, φτάνοντας στο σημείο να μην τρώει τίποτα. Η Λέα είχε πολύ μικρότερη ποινή φυλάκισης και απελευθερώθηκε το 1941. Σύμφωνα με πληροφορίες, βρήκε δουλειά και είχε κάπως φυσιολογική ζωή με ψεύτικη ταυτότητα. Δεν είναι σαφές το πότε η Λέα πέθανε, καθώς κάποιοι ισχυρίζονται ότι πέθανε το 1981, ενώ άλλοι ότι πέθανε το 2001 μετά από ένα ντοκιμαντέρ το 2000 που ανέφερε ότι ήταν ακόμα ζωντανή.