Τα ναζιστικά κολαστήρια, αυτές οι φάμπρικες του θανάτου, λειτούργησαν από το 1941-1945 στέλνοντας εκατομμύρια ανθρώπους σε φριχτό τέλος.

Στις εβδομάδες και τους μήνες που ακολούθησαν όμως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου, χιλιάδες τέτοιοι ναζί εγκληματίες κατάφεραν να διαφύγουν. Και κάποιοι παντρεύτηκαν και απέκτησαν οικογένειες, πιστεύοντας πως ό,τι φριχτό έκαναν στον πόλεμο θα ξεχαστεί.

Μόνο που υπολογίζουν χωρίς τον Dr Efraim Zuroff, τον άνθρωπο που κυνηγά τους Ναζί εδώ και 4 δεκαετίες. Και παρά την ηλικία του, δεν σκοπεύει να σταματήσει αν δεν λογοδοτήσει και ο τελευταίος ναζί φονιάς.

Ούτε η ζωή του ούτε η δουλειά του δεν είναι όμως εύκολες. «Δέχομαι αρκετές απειλές στο ίντερνετ, αν ζούσα στην Ευρώπη θα χρειαζόμουν σίγουρα προστασία», λέει χαρακτηριστικά ο 71χρονος, «υπήρξε και μια ιστορία με κάτι κροάτες εμιγκρέδες στην Αυστραλία που με επικήρυξαν».

Ποιος είναι όμως ο Efraim Zuroff; Γεννημένος στη Νέα Υόρκη το 1948 και λιθουανικής καταγωγής, σπούδασε ιστορία και μετακόμισε στο Ισραήλ για να εργαστεί στο μουσείο του Ολοκαυτώματος.

Το 1978 επέστρεψε στις ΗΠΑ για να πιάσει δουλειά στο περίφημο Simon Wiesenthal Centre, την οργάνωση που έστησε ο αυστριακός όμηρος των στρατοπέδων συγκέντρωσης και κατάφερε να στείλει στη δικαιοσύνη περισσότερους από 1.000 ναζί εγκληματίες ως τον θάνατό του το 2005.

Ο Zuroff επέστρεψε το 1980 στο Ισραήλ για να συνεχίσει τις έρευνές του, ως υπάλληλος ειδικής υπηρεσίας του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ. Το 1986 μετακινήθηκε ξανά στο Simon Wiesenthal Center, όπου και έγινε ο βασικός κυνηγός Ναζί.

«Οι άνθρωποι με ρωτούν πάντα τι δουλειά κάνω. Λέω λοιπόν πως είμαι 1/3 ντετέκτιβ, 1/3 ιστορικός και 1/3 λομπίστας. Σε πολλές χώρες δεν υπάρχει η πολιτική βούληση να κυνηγήσουν ναζί εγκληματίες και χωρίς αυτή, δεν υπάρχει και δίωξη».

Κυνηγά κυρίως Ναζί και συνεργάτες των Ναζί από την Ανατολική Ευρώπη, οι οποίοι «λέγοντας απλώς ψέματα στις αιτήσεις μετανάστευσης, κατάφεραν να ξεγελάσουν τις μεταναστευτικές υπηρεσίες».

Ο εντοπισμός τους δεν είναι βέβαια εύκολος, ειδικά όσο περνούν τα χρόνια. Ακόμα λιγότεροι καταλήγουν στα δικαστήρια και η προσπάθεια είναι εξοντωτική.

«Είναι πολύ επώδυνο το θέμα, έχω ασχοληθεί με περισσότερες από 40 υποθέσεις. Σε κάποιες πάρθηκαν νομικά μέτρα, είτε αποκαλύφθηκαν δημοσίως είτε έφτασαν στο δικαστήριο. Πολύ λίγοι ωστόσο. Είναι πολύ οδυνηρό όταν αυτοί οι άνθρωποι γλιτώνουν από τη δικαιοσύνη».

Όσο για τη δύναμη που βρίσκει να συνεχίζει: «Αυτό που με κρατά στη δουλειά είναι η αίσθηση της υποχρέωσης απέναντι στα θύματα. Να προσπαθείς να μεγιστοποιήσεις τη δικαιοσύνη»…