Ενώ οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Λονδίνου γοήτευαν την παγκόσμια κοινή γνώμη και τα αεροπλάνα και τα τανκς του Μπασάρ Αλ-Ασαντ διατάρασσαν, χωρίς αμφιβολία, τον ύπνο των πιο ευαίσθητων ψυχών, η παραίτηση του Κόφι Άναν περνούσε απαρατήρητη. Όταν όμως τα βροντάει ο μεσολαβητής του ΟΗΕ στη Συρία, κλείνει ουσιαστικά μια εποχή. Ή μάλλον μετατρέπεται σε ένα επονείδιστο φιάσκο.

Την εποχή της γενοκτονίας των Τούτσι από τους Χούτου, στη Ρουάντα, ο Άναν ήταν δεύτερος στην ιεραρχία του ΟΗΕ. Ήταν το 1994 και 800.000 άμαχοι δολοφονήθηκαν μέσα σε τρεις μήνες. Ο Άναν αρνήθηκε να στείλει στον στρατηγό Νταλέρ 5.000 κυανόκρανους για να σταματήσει το μακελειό. Στη συνέχεια εξέφρασε τη λύπη του. Ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του, έγινε γενικός γραμματέας του ΟΗΕ (1997-2006). Και δεν είπε λέξη όταν ο Βλαντίμιρ Πούτιν βάλθηκε να εξοντώσει έναν στους πέντε Τσετσένους. Μα ποιος μπορούσε να πιστέψει ότι ο μικρός αυτός λαός του ενός εκατομμυρίου περιλάμβανε 200.000 τρομοκράτες;

Ανάλογη σιωπή τήρησε ο Άναν μπροστά στον τελευταίο πολιτικό λιμό του 20ού αιώνα (1998-2000). Στην κομμουνιστική Βόρεια Κορέα, ένα ως δύο εκατομμύρια άνθρωποι έπεσαν θύματα της οργανωμένης πείνας, χωρίς να λείψουν σκηνές ανθρωποφαγίας. Ο Κόφι Άναν, υποστηριζόμενος από δημοκρατικές και μη δημοκρατικές χώρες, οχυρώθηκε πίσω από τον σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας. Έδειξε να εξοργίζεται μόνο με την κυβέρνηση του Σουδάν, λέγοντας ότι «το Νταρφούρ είναι κόλαση». Αλλά φυσικά δεν άλλαξε τίποτα. Η παραίτησή του, στις 2 Αυγούστου, ήταν μια δοξολογία των δεσμεύσεων που δεν ανέλαβε σε όλη του τη ζωή.

Ενώ ο Κόφι Άναν συσσώρευε αποτυχίες, γράφει ο γάλλος φιλόσοφος Αντρέ Γκλικσμάν στην εφημερίδα Μοντ, ο Βλαντίμιρ Πούτιν περνούσε από τη μια επιτυχία στην άλλη. Ο ρώσος πρόεδρος φροντίζει όλο και λιγότερο να συγκαλύπτει τον δολοφονικό κυνισμό του. Επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία ότι οποιαδήποτε δημοκρατική αντιπολίτευση στη χώρα του αποτελείται από συνωμότες που πληρώνονται από ξένες υπηρεσίες, κατά προτίμηση αμερικανικές. Τις τελευταίες ημέρες, ομολόγησε ότι εξόπλιζε και προετοίμαζε από το 2006 τις πολιτοφυλακές της Νότιας Οσετίας για να επιτεθούν στη Γεωργία. Αυτό λέει πολλά για τις ευθύνες του ρωσογεωργιανού πολέμου του 2008, καθώς και για τα εγκλήματα που διέπραξαν αυτές οι υποτιθέμενες ανεξάρτητες πολιτοφυλακές. Τουλάχιστον δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς τον Πούτιν για υποκρισία.

Λίγη σημασία έχει αν η Ρωσία δεν λάμπει για τον εκσυγχρονισμό της και την οικονομική της ανάπτυξη, λίγο μετρά η εκτόξευση της διαφθοράς στα ύψη (στα επίπεδα της Ζιμπάμπουε), λίγη σημασία έχει ο δικαστικός και γραφειοκρατικός μηδενισμός του καθεστώτος! Ο Πούτιν δεν προσποιείται, κατά τα μαρξιστικά-λενινιστικά πρότυπα, ότι θα κτίσει ένα καλύτερο μέλλον. Του αρκεί να επισείει τους μηχανισμούς μαζικής καταστροφής που διαθέτει.

Οι μηχανισμοί αυτοί δεν περιλαμβάνουν μόνο τα πυρηνικά όπλα ή την τεράστια πανοπλία συμβατικών όπλων που χρησιμοποιούνται κατά βούληση. Ούτε τους ενεργειακούς εκβιασμούς που χρησιμοποιούνται κατά κόρον. Σύμφωνα με ένα φαινόμενο συγκοινωνούντων δοχείων, γράφει ο Γκλικσμάν, η πτώση της κατά Άναν «παγκόσμιας συνείδησης» αντιστοιχεί στην άνοδο της πουτινικής ισχύος. Όσο περισσότερο αποτυγχάνει ο ΟΗΕ να προστατεύσει τους αμάχους, τόσο περισσότερο εκτείνεται η γκρίζα ζώνη όπου οι άμαχοι παραδίδονται στην αγριότητα των αεροπλάνων και των τανκς. Ο Πούτιν έχει γίνει το έσχατο καταφύγιο των δεσποτών, που μπορεί να αποτελούν μειοψηφία αλλά είναι υπέρμετρα οπλισμένοι. Ο ρώσος πρόεδρος τους προστατεύει από τις εξωτερικές επεμβάσεις με το βέτο του στο Συμβούλιο Ασφαλείας και μετατρέπεται στο νονό των νονών.

Ο λόγος που ο Πούτιν προστατεύει τον Άσαντ είναι ότι μια ενδεχόμενη νίκη του Άσαντ προστατεύει τον Πούτιν. Η συντριβή της συριακής εξέγερσης θα χρησιμεύσει ως παράδειγμα και προειδοποίηση για τον ρωσικό λαό και τους γείτονές του. Η αποτυχία του Κόφι Άναν είναι και αποτυχία της διεθνούς κοινότητας, που έχει εγκαταλείψει την τύχη της στα χέρια του Αγίου Βλαδίμηρου, αφεντικού των μυστικών υπηρεσιών.