Το ναυάγιο του οχηματαγωγού Estonia το 1994 προκλήθηκε από την κατάρρευση του πρωραίου τμήματος του πλοίου και όχι από έκρηξη ή σύγκρουση, σύμφωνα με ορισμένους ισχυρισμούς, συμπεραίνει η επίσημη έκθεση που έχει ως στόχο το οριστικό κλείσιμο του φακέλου της χειρότερης μη στρατιωτικής ναυτικής καταστροφής στην Ευρώπη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

«Το οχηματαγωγό πλοίο Estonia βυθίστηκε λόγω της κατάρρευσης της δομής του πρωραίου τμήματός του», καταλήγουν οι ερευνητές από την Εσθονία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία. «Συνεπώς, δεν υπάρχει λόγος να ξεκινήσει μια νέα εκτεταμένη έρευνα για το δυστύχημα».

Το βράδυ της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, το ro/ro οχηματαγωγό πλοίο βυθίστηκε στη Βαλτική Θάλασσα κατά τη διάρκεια καταιγίδας, προκαλώντας τον θάνατο 852 ανθρώπων.

Επίσημη έρευνα το 1997 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ασπίδα του πρωραίου τμήματος του πλοίου κατέρρευσε, προκαλώντας ταχεία εισροή υδάτων και στέλνοντας το πλοίο στον βυθό.

Ωστόσο, εναλλακτικές θεωρίες συνέχισαν να κυκλοφορούν και, το 2020, βίντεο από τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ έδειξε αόρατες μέχρι τότε τρύπες στο κύτος του πλοίου, οδηγώντας τις αρχές να εξετάσουν ξανά το ναυάγιο.

Η έκθεση, η οποία βασίστηκε σε έξι ξεχωριστές επιθεωρήσεις του χώρου του ναυαγίου, συνεντεύξεις με επιζώντες, προσομοίωση και τεχνική ανάλυση, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ζημιές στο κύτος προκλήθηκαν από βράχους στον βυθό της θάλασσας.

«Οι επιθεωρήσεις δεν ανέδειξαν στοιχεία ότι το Estonia συγκρούστηκε με κάποιο άλλο σκάφος ή αντικείμενο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του», δήλωσαν οι ερευνητές. «Ούτε υπάρχουν ενδείξεις ότι έκρηξη σημειώθηκε στο πλοίο».

Προκαταρκτική έκθεση του 2023 απέδωσε τις οπές στο κύτος σε βράχους. Κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι το πλοίο δεν ήταν αξιόπλοο κατά το τελευταίο του ταξίδι.