Ως διπλωματικό ελιγμό του Βλαντιμίρ Πούτιν ερμηνεύει τη σύνοδο της Αλάσκας, ο πρώην σύμβουλος του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΠΑ, Νέιτ Ρέινολντς.
Ο αμερικανός πρώην αξιωματούχος, με άρθρο του στην ιστοσελίδα του ινστιτούτου Carnegie για την παγκόσμια ειρήνη και τη διεθνή συνεργασία, επισημαίνει ότι ο στόχος του ρώσου προέδρου στη συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ, δεν είναι τόσο ένα κείμενο συμφωνίας αλλά η δημιουργία ρήγματος μεταξύ ΗΠΑ, Ουκρανίας και Ευρώπης.
Προβάλλοντας μια νέα πρόταση, σύμφωνα με την οποία η Ουκρανία θα πρέπει να παραχωρήσει το Ντονμπάς στη Ρωσία ως προϋπόθεση για κατάπαυση του πυρός, ο Πούτιν εξασφάλισε την πολυπόθητη κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Τραμπ και αναζωπύρωσε τους φόβους για παρασκηνιακή συμφωνία στην Ουκρανία και την Ευρώπη, λέει ο Ρέινολντς.
Τώρα, θα φτάσει στην Αλάσκα με την ελπίδα να πετύχει ό,τι η Ρωσία μέχρι στιγμής δεν έχει καταφέρει: να πείσει τον Τραμπ να αποδεχθεί απαιτήσεις που θα απομονώσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες από την Ουκρανία και την Ευρώπη.
Ακόμη και μόνο η επίτευξη της συνόδου αποτελεί διπλωματική νίκη για τον Πούτιν, αποτέλεσμα τεσσάρων μηνών διπλωματικών κινήσεων που ανέδειξαν την αδιαλλαξία του, επισημαίνει ο αμερικανός αναλυτής.

Με τη βοήθεια της Ευρώπης, η Ουκρανία αποδέχθηκε κατάπαυση πυρός, την οποία ο Πούτιν αρνήθηκε. Η δημόσια κριτική του Τραμπ προς τον Ρώσο πρόεδρο, που στο παρελθόν ήταν σποραδική, έγινε σταθερή και έντονη, ειδικά όσο η Ρωσία συνέχιζε να πλήττει την Ουκρανία με πυραύλους και drones. Οι ρωσικές «ειρηνευτικές» προτάσεις δεν βοήθησαν, καθώς περιείχαν τόσο μαξιμαλιστικούς όρους που ο Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, JD Vance, τις συνόψισε λέγοντας ότι «η Ρωσία ζητάει πάρα πολλά».
Οι εκκλήσεις για μεγαλύτερη πίεση προς τη Μόσχα αυξήθηκαν, και ο Τραμπ αποφάσισε να πουλήσει όπλα στην Ουκρανία, απειλώντας παράλληλα δημοσίως να τιμωρήσει όσους αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο.
Τώρα, με τη σύνοδο να επισκιάζει τις απειλές για κυρώσεις, ο Πούτιν βλέπει μια ευκαιρία να αλλάξει το αφήγημα και να χωρίσει τις ΗΠΑ από τους συμμάχους τους. Δεν χρειάζεται απαραίτητα μια συμφωνία, ούτε μάλλον την περιμένει, δεδομένου του τεράστιου χάσματος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας. Αντίθετα, η σύνοδος είναι μια ευκαιρία να ενισχύσει τη στρατηγική θέση της Ρωσίας στον πόλεμο. Αν καταφέρει να βάλει τις ΗΠΑ απέναντι στην Ουκρανία και την Ευρώπη, θα κερδίσει πλεονεκτήματα σε πολλά μέτωπα: η Μόσχα θα δεχθεί μικρότερη εξωτερική πίεση και το ηθικό των Ουκρανών θα πληγεί. Ακόμη καλύτερα για τον ίδιο, ο Τραμπ ενδέχεται να κατηγορήσει την Ουκρανία αν οι συνομιλίες αποτύχουν και αποσυρθεί από τη σύγκρουση.
Για να πετύχει αυτό το ρήγμα, ο Πούτιν πρέπει να πείσει τον Τραμπ ότι η Ουκρανία ή η Ευρώπη πρέπει να κάνει μια επώδυνη -ή ακόμη και αδύνατη- παραχώρηση εξαρχής. Η απαίτηση να αποσυρθεί η Ουκρανία από το Ντονμπάς είναι ακριβώς μια τέτοια παραχώρηση.
Οι λεπτομέρειες παραμένουν ασαφείς και επικρατεί σύγχυση για το τι ακριβώς περιλαμβάνει η ρωσική πρόταση. Ο Ουκρανός πρόεδρος, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, και οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν ήδη αντιδράσει έντονα, υποστηρίζοντας ότι ζητήματα εδαφών μπορούν να συζητηθούν μόνο αφού επιτευχθεί κατάπαυση του πυρός. Αυτό, φυσικά, είναι το ζητούμενο για τον Πούτιν: θέλει οι ΗΠΑ να «αγκαλιάσουν» την πρότασή του, ώστε να απομακρυνθούν από τους συμμάχους τους.
Ο Τραμπ συζητά ανοικτά ανταλλαγές εδαφών
Η χρήση του εδαφικού ζητήματος ως διχαστικού παράγοντα είναι έξυπνη κίνηση του Κρεμλίνου. Η κυβέρνηση Τραμπ έχει ήδη δείξει σημαντική ανοχή σε θέματα εδαφών, φέρεται μάλιστα να εξέτασε την επίσημη αναγνώριση της ρωσικής κυριαρχίας στην Κριμαία. Τώρα, ο Τραμπ και άλλοι αξιωματούχοι συζητούν ανοιχτά ανταλλαγές εδαφών, αν και παραμένει ασαφές τι — αν κάτι — θα παραχωρούσε η Ρωσία. Το χάσμα στην αξία που δίνουν οι ΗΠΑ και η Ουκρανία στην εδαφική ακεραιότητα είναι προφανές και προσφέρεται για εκμετάλλευση από τον Πούτιν.
Παρόλα αυτά, η πρόταση για το Ντονμπάς αποτελεί μια ξεκάθαρη προσπάθεια να φέρει σε αντιπαράθεση ΗΠΑ και Ουκρανία. Αρχικά, ο Πούτιν προσπάθησε να πείσει τον Τραμπ ότι ο Ζελένσκι είναι παράνομος πρόεδρος, ισχυριζόμενος ότι διαπραγματεύσεις είναι δυνατές μόνο αν η Ουκρανία άρει τον στρατιωτικό νόμο και προχωρήσει σε εκλογές — κάτι αδύνατο όσο η χώρα βρίσκεται σε πόλεμο και ο ίδιος αρνείται να συμφωνήσει σε κατάπαυση του πυρός. Τον Μάρτιο, μάλιστα, είχε προτείνει η Ουκρανία να τεθεί υπό έλεγχο του ΟΗΕ. Η Ουάσινγκτον απέρριψε την ιδέα, τονίζοντας σωστά ότι η κυβέρνηση της Ουκρανίας πρέπει να καθορίζεται από τους πολίτες της και το σύνταγμά της.
Το προαπαιτούμενο της Ρωσίας για την κατάπαυση του πυρός
Στη συνέχεια, ο Πούτιν επιχείρησε να πείσει τον Τραμπ ότι κατάπαυση πυρός είναι δυνατή μόνο αν η Δύση σταματήσει κάθε στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία. Προφανώς, ήλπιζε ότι οι ΗΠΑ -βιαστικές να πετύχουν ειρήνη με κάθε κόστος- θα έκοβαν τη βοήθεια, προκαλώντας ρήγμα με την Ευρώπη. Και πάλι, οι ΗΠΑ δεν υπέκυψαν, προς απογοήτευση της Ρωσίας. Αντιθέτως, διατήρησαν σταθερά τη θέση ότι η Ουκρανία μπορεί να έχει στενούς στρατιωτικούς και πληροφοριακούς δεσμούς με τη Δύση, αγνοώντας ουσιαστικά τις ρωσικές απαιτήσεις για «αποστρατιωτικοποίηση» της χώρας.
Παραμένουν, ωστόσο, κρίσιμα ερωτήματα για το τι ακριβώς προτείνει η Μόσχα. Είναι διατεθειμένη να παραχωρήσει εδάφη που ελέγχει στο νότιο μέτωπο με αντάλλαγμα το Ντονμπάς; Εγκαταλείπει τις προηγούμενες απαιτήσεις για αποστρατιωτικοποίηση και εκλογές, που εξυπηρετούν τον στόχο της υποταγής της Ουκρανίας; Δεν θα πρέπει να υπάρξουν αποκλίσεις ή παρερμηνείες μεταξύ ΗΠΑ, Ουκρανίας και Ευρώπης όταν ο Τραμπ καθίσει στο τραπέζι με τον Πούτιν.
Μόνος δρόμος η συνέχιση της πίεσης στη Μόσχα
Ο Τραμπ έχει ήδη αναγνωρίσει τη δολιότητα του Πούτιν στο ουκρανικό ζήτημα, αλλά ο Λευκός Οίκος ελπίζει ακόμη ότι ο Ρώσος πρόεδρος θα αλλάξει στάση. Στη συνάντηση της Αλάσκας, μόνο ένα ερώτημα πρέπει να μετρά: θα δεσμευθεί ο Πούτιν σε οποιαδήποτε αξιόπιστα βήματα προς την ειρήνη πριν απαιτήσει επώδυνες, σχεδόν αδύνατες, μονομερείς παραχωρήσεις από την Ουκρανία ή την Ευρώπη;
Αν η απάντηση είναι «όχι», τότε -όπως έχει πει ο ίδιος ο Τραμπ- «τον σέρνει από τη μύτη». Σε αυτή την περίπτωση, η επίτευξη καλόπιστων διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία θα απαιτήσει τη συσπείρωση της Ουκρανίας και της Ευρώπης γύρω από ένα σχέδιο: σταθεροποίηση των γραμμών, εξασφάλιση του απαραίτητου οπλισμού για το παρόν και το μέλλον, και ακόμη μεγαλύτερη πίεση στην ρωσική οικονομία. Αυτό δεν θα είναι εύκολο ή γρήγορο, και το φως στο τέλος του τούνελ παραμένει αμυδρό. Ωστόσο, είναι ο μόνος δρόμος προς μια πραγματική ειρήνη – σίγουρα καλύτερος από το να παίζονται ατελείωτα παιχνίδια με έναν Ρώσο ηγέτη που ενδιαφέρεται περισσότερο να διχάσει τη Δύση παρά να κλείσει μια συμφωνία.