Μαζικές στειρώσεις, μυστηριώδεις ενέσεις, αφαίρεση οργάνων και ομαδικοί βιασμοί. Αυτά είναι μόνο μερικά από τα σαδιστικά βασανιστήρια που αντιμετωπίζουν οι κρατούμενοι στην Κίνα, σύμφωνα με ακτιβιστές.
Φρικιαστικές μαρτυρίες για σεξουαλική κακοποίηση, βασανιστήρια, εξαναγκασμένες ομολογίες και πειράματα σε ανθρώπους έχουν οδηγήσει οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων να κατηγορήσουν τη χώρα για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας το 2015 αποκάλυψε τις απάνθρωπες συνθήκες που υπέστησαν κρατούμενοι, περιγράφοντας πως δέχονταν συστηματικά χαστούκια, κλωτσιές και χτυπήματα με παπούτσια ή μπουκάλια γεμάτα νερό.
Σύμφωνα με την Daily Mail κρατούμενοι περιέγραψαν πώς τους έδεναν σε αποκαλούμενες «καρέκλες τίγρης», με τα πόδια δεμένα σε πάγκο, ενώ τούβλα δεμένα στα πέλματά τους ανάγκαζαν τα πόδια τους να γυρίσουν προς τα πίσω, προκαλώντας τους αφόρητο πόνο.
Η Διεθνής Αμνηστία αποκάλυψε επίσης ότι δεκάδες κινεζικές εταιρείες παρήγαγαν «εργαλεία βασανιστηρίων», από ηλεκτρικές καρέκλες μέχρι φονικές μεταλλικές ράβδους με καρφιά.
Μια ξεχωριστή έκθεση του Human Rights Watch το 2015 ανέφερε πως οι Κινέζοι κρατούμενοι ξυλοκοπούνταν και κρεμιόνταν από τους καρπούς τους.
«Η αστυνομία βασανίζει υπόπτους για να τους αναγκάσει να ομολογήσουν εγκλήματα και τα δικαστήρια καταδικάζουν ανθρώπους που ομολόγησαν υπό βασανιστήρια», ανέφερε η έκθεση.
Η οργάνωση επικαλέστηκε πρώην κρατούμενους που είπαν ότι βασανίστηκαν σωματικά και ψυχολογικά κατά τη διάρκεια ανακρίσεων, συμπεριλαμβανομένων χτυπημάτων με ηλεκτρικά γκλομπ, ράντισμα με καυτό λάδι και στέρηση ύπνου.
Την ίδια ώρα, το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ έχει προειδοποιηθεί ότι η Κίνα πωλεί ανθρώπινα όργανα σε βιομηχανική κλίμακα, αφαιρώντας από κρατούμενους ζωτικά όργανα, όπως νεφρά, ήπαρ και πνεύμονες, ενώ είναι ακόμη ζωντανοί.
Παρόλο που το Πεκίνο έχει επανειλημμένα αρνηθεί ότι αφαιρεί βίαια όργανα από κρατούμενους, ένας επιζών από αφαίρεση οργάνων στην Κίνα αποκάλυψε τη φρικτή περιπέτειά του στα χέρια κρατικών χειρουργών.
Μεταξύ 1999 και 2006, ο Cheng Pei Ming υπέστη αδυσώπητους διωγμούς για τις θρησκευτικές και πνευματικές του πεποιθήσεις από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα.
Σε ένα από τα πιο ανατριχιαστικά επεισόδια της αιχμαλωσίας του, ο Cheng μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο όπου γιατροί τον πίεσαν να υπογράψει έγγραφα συγκατάθεσης για χειρουργείο.
Όταν αρνήθηκε, του έκαναν αμέσως ένεση με άγνωστη ουσία που τον αναισθητοποίησε.
Ξύπνησε με μια τεράστια τομή στο αριστερό μέρος του στήθους του, ενώ εξετάσεις επιβεβαίωσαν ότι του είχαν αφαιρεθεί τμήματα από το ήπαρ και τον πνεύμονα.
Φωτογραφίες που ανέβηκαν σε ιστότοπο που ενημερώνει για την πρακτική της αφαίρεσης οργάνων δείχνουν τον Cheng αναίσθητο, τις οποίες ο ίδιος υποψιάζεται ότι τράβηξε κάποια σοκαρισμένη νοσοκόμα ή εργαζόμενος του νοσοκομείου.
Το Πεκίνο έχει αρνηθεί οποιαδήποτε παρανομία, ωστόσο παραδέχτηκε ότι μέχρι το 2015 αφαιρούνταν όργανα από εκτελεσμένους κρατούμενους.
Πολλές οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων επιμένουν πως η Κίνα συνεχίζει να αφαιρεί όργανα από καταπιεσμένες εθνοτικές μειονότητες που κρατούνται στις φυλακές της.
Αλλοδαποί που κρατήθηκαν στην Κίνα έχουν επίσης καταγγείλει τη βίαιη μεταχείριση των κρατουμένων και τις σκληρές μεθόδους ψυχολογικού βασανισμού.
Ένας Καναδός, που κρατήθηκε από τις κινεζικές αρχές για περισσότερες από 1.000 ημέρες, υποστήριξε πως τον έβαλαν σε απομόνωση για μήνες και τον ανέκριναν έως και εννέα ώρες καθημερινά.
Ο Michael Kovrig, πρώην διπλωμάτης, συνελήφθη τον Δεκέμβριο του 2018 στην Κίνα με την κατηγορία της κατασκοπείας.
Σε συνέντευξή του πέρυσι στο Canadian Broadcasting Corp, περιέγραψε ότι δεν υπήρχε καθόλου φυσικό φως στο κελί απομόνωσης, όπου οι λάμπες φθορισμού έμεναν ανοιχτές 24 ώρες το 24ωρο.
Σε κάποια φάση, η διατροφή του περιορίστηκε σε τρία μπολ ρύζι την ημέρα.
«Ήταν ψυχολογικά, απόλυτα, το πιο εξαντλητικό, επώδυνο πράγμα που έχω περάσει ποτέ», είπε.
«Ήταν ένας συνδυασμός απομόνωσης, πλήρους αποκοπής από τον έξω κόσμο και αδιάκοπων ανακρίσεων για έξι έως εννέα ώρες κάθε μέρα», πρόσθεσε.
«Προσπαθούσαν να σε εκφοβίσουν, να σε βασανίσουν και να σε τρομοκρατήσουν για να δεχθείς τη δική τους ψεύτικη εκδοχή της πραγματικότητας», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ένα άλλο παράδειγμα που έχει προκαλέσει διεθνή κατακραυγή είναι τα φρικτά στρατόπεδα κράτησης στην απομακρυσμένη επαρχία Σιντζιάνγκ, στη δυτική Κίνα.
Η κυβέρνηση τα χαρακτηρίζει κέντρα επανεκπαίδευσης, ωστόσο πιστεύεται ότι κρατούν περίπου ένα εκατομμύριο κρατούμενους, οι περισσότεροι Ουιγούροι μουσουλμάνοι για «επαγγελματική κατάρτιση», την οποία το Πεκίνο θεωρεί απαραίτητη για την αντιμετώπιση της φτώχειας και της τρομοκρατίας στην περιοχή.
Η βαρβαρότητα των μυστικών φυλακών του Πεκίνου έχει περιγραφεί από όσους κατάφεραν να διαφύγουν.
Η Sayragul Sauytbay, Ουιγούρα μουσουλμάνα, οδηγήθηκε σε στρατόπεδο το 2017, όπου την ανάγκασαν να διδάσκει κινέζικα σε άλλους κρατούμενους, σε μια προσπάθεια να τους απογυμνώσουν από την ταυτότητά τους και να τους εντάξουν στο κομμουνιστικό καθεστώς.
Μετά την αποφυλάκισή της έναν χρόνο αργότερα, διέφυγε από την Κίνα και περιέγραψε γενναία τη φρίκη που είδε σε συνέντευξη στην ισραηλινή εφημερίδα Haaretz το 2019.
Περιέγραψε έναν κόσμο όπου οι κρατούμενοι ήταν αλυσοδεμένοι, στερημένοι από ύπνο και υπόκειντο σε εξευτελιστικές τιμωρίες μέσα στα απάνθρωπα γκούλαγκ του Πεκίνου.
Στην κατάθεσή της, συνέκρινε μάλιστα την προσπάθεια της Κίνας να συντρίψει τις παραδοσιακές κουλτούρες στην περιοχή Σιντζιάνγκ με τις ναζιστικές προσπάθειες εξόντωσης των Εβραίων.
Κατά τη διάρκεια της κράτησής της, ισχυρίστηκε ότι είδε μαζική παρακολούθηση από τις αρχές, εξαναγκαστικούς γάμους, μυστικές ιατρικές διαδικασίες, στειρώσεις και βασανιστήρια.
Η Sauytbay περιέγραψε πως οι κρατούμενοι απογυμνώνονταν από όλα τα υπάρχοντά τους κατά την άφιξη και τους έδιναν στρατιωτικές στολές.
Ισχυρίστηκε επίσης ότι οι τιμωρίες γίνονταν σε ένα αποκαλούμενο «μαύρο δωμάτιο», όπως το αποκαλούσαν οι κρατούμενοι επειδή απαγορευόταν να μιλούν γι’ αυτό.
Τα βασανιστήρια περιλάμβαναν εξαναγκασμό σε καθιστή θέση πάνω σε καρέκλες γεμάτες καρφιά, ξυλοδαρμούς με ηλεκτρικά κλομπ και αφαίρεση νυχιών.
Σε μια ιδιαίτερα σκληρή περίπτωση, είδε μια ηλικιωμένη γυναίκα να της ξεφλουδίζουν το δέρμα και να της ξεριζώνουν τα νύχια για μια μικρή πράξη ανυπακοής.
Περιγράφοντας τα καταλύματα, είπε ότι περίπου 20 κρατούμενοι στοιβάζονταν σε ένα δωμάτιο 15 μέτρων επί 15 μέτρων, με έναν κουβά για τουαλέτα.
Τόνισε επίσης πως υπήρχαν κάμερες στους κοιτώνες και στους διαδρόμους που παρακολουθούσαν διαρκώς τους κρατούμενους.
Οι γυναίκες βιάζονταν συστηματικά, υποστήριξε, ενώ είπε ότι αναγκάστηκε να παρακολουθήσει τον επανειλημμένο βιασμό μιας γυναίκας.
«Ενώ τη βίαζαν, κοίταζαν να δουν πώς αντιδρούσαμε. Όσοι γύριζαν το κεφάλι ή έκλειναν τα μάτια τους και όσοι έδειχναν θυμό ή σοκ, τους έπαιρναν και δεν τους ξαναβλέπαμε», ανέφερε συμπληρώνοντας ότι: «Ήταν φρικτό. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το αίσθημα αδυναμίας, το ότι δεν μπορούσες να τη βοηθήσεις».
Η Sauytbay ισχυρίστηκε ακόμα ότι οι κρατούμενοι λιμοκτονούσαν συστηματικά, αλλά τις Παρασκευές οι μουσουλμάνοι αναγκάζονταν να τρώνε χοιρινό και περνούσαν ώρες μαθαίνοντας πολιτικά συνθήματα όπως «Αγαπώ τον Σι Τζινπίνγκ».
Μυστηριώδη ιατρικά πειράματα ήταν επίσης συχνά, με τη Sauytbay να βλέπει κρατούμενους να λαμβάνουν χάπια ή ενέσεις.
«Μερικοί κρατούμενοι εξασθενούσαν πνευματικά. Οι γυναίκες σταματούσαν να έχουν περίοδο και οι άντρες στειρώνονταν», είπε.
Μια άλλη Ουιγούρα που διέφυγε από στρατόπεδο κράτησης περιέγραψε τα βασανιστήρια και τις κακοποιήσεις που υπέστη από τις κινεζικές αρχές.
Η Mihrigul Tursun είπε σε συνέντευξη Τύπου το 2018 στην Ουάσιγκτον πως ανακρίθηκε για τέσσερις συνεχόμενες ημέρες χωρίς ύπνο, της ξύρισαν το κεφάλι και υπέστη επεμβατική ιατρική εξέταση μετά τη σύλληψή της τον προηγούμενο χρόνο.
Ο κινεζικός νόμος προβλέπει ότι τα βασανιστήρια και η χρήση βίας για την απόσπαση ομολογιών τιμωρούνται με έως και τρία χρόνια φυλάκιση, ενώ προβλέπονται αυστηρότερες ποινές εάν το βασανιστήριο προκαλέσει τραυματισμούς ή τον θάνατο του θύματος.
Παρά τις συνεχείς διαψεύσεις του Πεκίνου στις κατηγορίες που του προσάπτουν τα Ηνωμένα Έθνη και διεθνείς οργανώσεις για βασανιστήρια, ιδίως σε πολιτικούς αντιφρονούντες και μειονότητες, οι περιπτώσεις κακομεταχείρισης υπόπτων έχουν προκαλέσει δημόσια κατακραυγή στην Κίνα, ακόμη και μέσα στο αυστηρά ελεγχόμενο από το κράτος περιβάλλον των ΜΜΕ.