Ήταν ένας τόπος που ενσάρκωνε τον αποτρόπαιο τρόμο του ναζιστικού καθεστώτος.
Μεταξύ 1939 και 1945, περισσότεροι από 130.000 κρατούμενοι υπέστησαν απάνθρωπη καταναγκαστική εργασία, λιμοκτονία, βασανιστήρια, εκτελέσεις και φρικιαστικά ιατρικά πειράματα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ράβενσμπρουκ.
Πλέον, η ιστορία του μοναδικού στρατοπέδου συγκέντρωσης που προοριζόταν αποκλειστικά για γυναίκες επαναπροσδιορίζεται μέσα από τη νέα ταινία Each of Us, με πρωταγωνίστρια την Diane Kruger.
Στις πρώτες εικόνες από την ταινία, που κυκλοφόρησαν αυτόν τον μήνα, η 48χρονη σταρ, η οποία εντυπωσίασε πρόσφατα στις Κάννες, εμφανίζεται ντυμένη με τη ριγέ στολή των κρατουμένων του Ράβενσμπρουκ, δείχνοντας καταβεβλημένη καθώς περπατά δίπλα σε μια νεαρότερη συμπρωταγωνίστριά της.
Η Kruger ενσαρκώνει την Γκέρτρουντ, μια Γερμανίδα μικροεγκληματία που ορίζεται ως «Καπό», δηλαδή κρατούμενη με εξουσία επί άλλων κρατουμένων, με αντάλλαγμα ορισμένα προνόμια. Καθώς προσπαθεί να επιβιώσει και να προστατέψει την υιοθετημένη κόρη της στο στρατόπεδο, βυθίζεται όλο και περισσότερο στην αγριότητα.
Η ηθοποιός δήλωσε στον ραδιοφωνικό σταθμό Radio Wroclaw: «Στην αρχή της καριέρας μου, είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι δεν θα παίξω ποτέ σε ταινία για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε ήταν το μόνο που μου πρότειναν. Αυτή η ταινία είναι διαφορετική. Υπάρχουν τέσσερις γυναίκες σκηνοθέτιδες, η ιστορία είναι λίγο γνωστή και ο χαρακτήρας μου είναι μια μητέρα που μάχεται για ένα παιδί που γνώρισε στο στρατόπεδο. Το θέμα είναι δύσκολο, αλλά με τράβηξε η γυναικεία οπτική. Έχουν δημιουργηθεί πολλές ταινίες για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ανδροκρατούμενες και βίαιες. Αυτή η ταινία δεν στερείται βίας, καθώς πολλοί άνθρωποι πέθαναν στο Ράβενσμπρουκ. Όμως είναι μια ταινία για γυναίκες και ένα στρατόπεδο γυναικών και αυτό αλλάζει την αλληλεπίδραση των χαρακτήρων».
Η συμπαραγωγός της ταινίας, Anna Jadowska, ανέφερε: «Η ταινία αφηγείται την ιστορία τεσσάρων γυναικών, λίγο πριν από την απελευθέρωση του στρατοπέδου Ράβενσμπρουκ. Η ιστορία που εκτυλίχθηκε εκεί και οι εμπειρίες αυτών των γυναικών δείχνουν πόσο σκληρό είναι το ανθρώπινο είδος και πόση ζημιά μπορούμε να κάνουμε ο ένας στον άλλον».
Όπως αναφέρει η Daily Mail, το Ράβενσμπρουκ, που βρισκόταν λιγότερο από 100 χιλιόμετρα από το Βερολίνο, ήταν το σκηνικό φρικαλεοτήτων: Ναζί γιατροί μόλυναν σκόπιμα τα πόδια κρατουμένων, κυρίως Πολωνών γυναικών, γνωστών ως «Κουνελάκια» με γάγγραινα, έσπαγαν τα κόκαλά τους για να δοκιμάσουν φάρμακα και πραγματοποιούσαν ανατριχιαστικές επεμβάσεις στείρωσης χωρίς αναισθησία. Όσες επέζησαν έμειναν συχνά με μόνιμες αναπηρίες.
Το στρατόπεδο επίσης τροφοδοτούσε με γυναίκες τα ναζιστικά πορνεία. Οι περισσότερες πέθαναν από σεξουαλική κακοποίηση και αφροδίσια νοσήματα.
Η επιζήσασα Μαρία Μπροέλ-Πλάτερ θυμάται: «Ήθελαν να καταστρέψουν τα σώματά μας, αλλά κάναμε τα πάντα για να διατηρήσουμε την αξιοπρέπειά μας».
Η Αγγλίδα πράκτορας Έλσι Μαρεσά από το Acton του Λονδίνου οδηγήθηκε στο στρατόπεδο μετά τη σύλληψή της για συνεργασία με την αντίσταση στο Βέλγιο. Όπως αφηγήθηκε: «Το πρώτο που είδα ήταν ένα καρότσι γεμάτο πτώματα. Τα χέρια και τα πόδια κρέμονταν και στόματα και μάτια ήταν ορθάνοιχτα. Αισθανόμασταν ότι δεν είχαμε καν την αξία των ζώων. Δούλευες και πέθαινες».
Το Ράβενσμπρουκ ιδρύθηκε τον Μάιο του 1939. Μέχρι την απελευθέρωσή του τον Απρίλιο του 1945, εκτιμάται ότι 132.000 γυναίκες είχαν περάσει από εκεί. Ανάμεσά τους ήταν περίπου 48.500 από την Πολωνία, 28.000 από τη Σοβιετική Ένωση, σχεδόν 24.000 από τη Γερμανία και την Αυστρία, και περίπου 8.000 από τη Γαλλία. Άλλες 2.000 προέρχονταν από το Βέλγιο και χιλιάδες ακόμη από χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ.
Από αυτές, περίπου 50.000 πέθαναν από ασθένειες, λιμό, εξάντληση και απελπισία, ενώ 2.200 εκτελέστηκαν στους θαλάμους αερίων του στρατοπέδου.
Οι έγκυες γυναίκες και οι μητέρες δεν εξαιρούνταν. Στα πρώτα χρόνια, οι έγκυες υποχρεώνονταν σε αμβλώσεις ή έβλεπαν τα νεογνά τους να αφαιρούνται και να σκοτώνονται. Αργότερα, ορισμένες επιτράπηκε να γεννήσουν, αλλά χωρίς ιατρική περίθαλψη, με αποτέλεσμα τα περισσότερα βρέφη να πεθαίνουν μέσα σε λίγες εβδομάδες.
Στο «απόγειό» του, το Ράβενσμπρουκ είχε περισσότερες από 150 γυναίκες φύλακες. Ανάμεσά τους η διαβόητη Ντοροθέα Μπιντς, η οποία έγινε υποδιοικήτρια του στρατοπέδου. Η κυριαρχία της χαρακτηριζόταν από σκληρότητα και σαδισμό, ξυλοδαρμούς με ραβδί και επιλογές κρατουμένων για εκτέλεση. Πιστεύεται ότι δολοφόνησε κρατούμενη με τσεκούρι. Μετά τον πόλεμο, συνελήφθη από τους Βρετανούς και εκτελέστηκε από τον δήμιο Άλμπερτ Πιερπόιντ.

Μια άλλη γυναίκα γιατρός, η Χέρτα Ομπερχόιζερ, εργαζόταν υπό τις εντολές του προσωπικού γιατρού του Χίμλερ, Καρλ Γκέμπχαρντ. Μεταξύ 1942 και 1945, έκανε ενέσεις με βενζίνη και βαρβιτουρικά σε γυναίκες και παιδιά για να αδειάσει κρεβάτια για νέα πειράματα. Σκότωνε επίσης κορίτσια που αρρώσταιναν και έκανε εγχειρήσεις χωρίς αναισθησία.
Στις Δίκες της Νυρεμβέργης κρίθηκε ένοχη για θάνατο, μόνιμες βλάβες και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Καταδικάστηκε σε 20 χρόνια κάθειρξη, αποφυλακίστηκε μετά από πέντε και άνοιξε ιατρείο. Αφού την αναγνώρισε μια επιζήσασα, της αφαιρέθηκε η άδεια άσκησης ιατρικού επαγγέλματος. Πέθανε αμετανόητη το 1978.
Τα εγκλήματα του Ράβενσμπρουκ αποκαλύφθηκαν όταν τέσσερις κρατούμενες, η Κριστίνα Τσιζ, η Γουάντα Βιτζάσικ και οι αδελφές Γιανίνα και Κριστίνα Ιβάσκα, περιέγραψαν φρικαλεότητες σε γράμματα προς τις οικογένειές τους.
Γνωρίζοντας πως τα γράμματα ελέγχονταν από τις Αρχές του στρατοπέδου, οι γυναίκες χρησιμοποίησαν ούρα ως μελάνι για να προσθέσουν μυστικά μηνύματα, ορατά μόνο όταν θερμαίνονταν. Ανάμεσα στο 1943 και 1944 έστειλαν 27 τέτοια γράμματα, ελπίζοντας να αποκαλύψουν την κακοποίηση.
Η επιτυχία του σχεδίου βασίστηκε στην ικανότητα των οικογενειών να καταλάβουν ότι τα φαινομενικά αδιάφορα γράμματα έκρυβαν μηνύματα. Και κατάφεραν το ακατόρθωτο.
Τον Μάιο του 1944, πάνω από έναν χρόνο μετά την αποστολή του πρώτου κρυπτογραφημένου γράμματος, τα περιεχόμενα των μηνυμάτων μεταδόθηκαν παγκοσμίως.
Θάλαμος αερίων εγκαταστάθηκε στο στρατόπεδο το 1945 και οι εκτελέσεις συνεχίστηκαν μέχρι τη λήξη του πολέμου.
Μετά την απελευθέρωση του Ράβενσμπρουκ, πολλές κρατούμενες ήρθαν αντιμέτωπες με νέο εφιάλτη: τον κίνδυνο βιασμού από Σοβιετικούς στρατιώτες.