Πριν από μερικούς μήνες, ο Κιμ πέτυχε μια φαινομενικά αδύνατη απόδραση από τη Βόρεια Κορέα. Έφυγε δια θαλάσσης με ολόκληρη την οικογένειά του – την έγκυο σύζυγό του, τη μητέρα του, την οικογένεια του αδερφού του και μια νεκρική λάρνακα με τη στάχτη του πατέρα του.

Είναι οι πρώτοι άνθρωποι που κατάφεραν να φύγουν από τη Βόρεια Κορέα φέτος και να φτάσουν στο Νότο. Ο Κιμ, μιλώντας στο BBC, αποκάλυψε νέες λεπτομέρειες για τη ζωή στη χώρα, αναφέρθηκε σε ανθρώπους που λιμοκτονούν και σε μια διαρκώς αυξανόμενη καταστολή που φτάνει μέχρι και τις δημόσιες εκτελέσεις.

Ζήτησε από το βρετανικό μέσο να μη χρησιμοποιήσει το πραγματικό όνομά του ώστε να μη κινδυνεύσουν οι συγγενείς του που ταξίδεψαν μαζί του στη Σεούλ, αλλά και αυτοί που έμειναν πίσω, στη Βόρεια Κορέα. Οι ισχυρισμοί του Κιμ, όπως γράφει το BBC, δεν μπορούν να επαληθευτούν από κάποια ανεξάρτητη πηγή, ωστόσο συμπίπτουν με όσα έχουν αναφέρει άλλες πηγές.

Η απόδραση

Ο Κιμ και οι συγγενείς του απέδρασαν εκμεταλλευόμενοι την κακοκαιρία. Χάρη σε αυτήν οι κινήσεις των πλοίων επιτήρησης ήταν περιορισμένες. Σχεδίαζε για μήνες την έξοδο, αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν μετρίαζε τον φόβο του. Οι περισσότεροι που «αυτομολούσαν» ακολουθούσαν στο παρελθόν τη χερσαία διαδρομή. Όμως μετά την πανδημία του Covid-19 τα σύνορα είναι ερμητικά κλειστά. Έτσι αποφάσισαν να διαφύγουν δια θαλάσσης.

Αρχικά χρειάστηκαν μια άδεια για να αποκτήσουν πρόσβαση στη θάλασσα. Ο αδελφός του Κιμ εγγράφηκε σε ένα στρατιωτικό πρόγραμμα, που χρησιμοποιεί πολίτες για να ψαρεύουν, ώστε τα ψάρια να πουλούνται και να συγκεντρώνονται χρήματα για τον στρατό. Από την πλευρά του, ο Κίμ άρχισε να προσεγγίζει φιλικά λιμενικούς και φρουρούς ασφαλείας στην περιοχή, ώστε να αποσπάσει και να συγκεντρώσει πληροφορίες σχετικά με τις κινήσεις τους, τα πρωτόκολλα και τις βάρδιές τους. Στόχος ήταν να διασφαλιστεί πως θα μπορούσαν να βγάλουν το σκάφος στη θάλασσα το βράδυ, χωρίς να τους πιάσουν.

Το επόμενο δύσκολο στάδιο ήταν να βρουν ένα σχέδιο ώστε να διασχίσουν το ναρκοπέδιο που βρίσκεται στο δρόμο προς τη θάλασσα. Για καιρό προσποιούνταν πως μάζευαν φαρμακευτικά βότανα στην περιοχή, ενώ στην πραγματικότητα  χαρτογραφούσαν μια διαδρομή μέσα από αυτό. Το ναρκοπέδιο στην ακτογραμμή είχε στηθεί πρόσφατα, όμως οι φρουροί δεν ήταν πολλοί και αυτό τους προσέφερε μια ασφαλέστερη έξοδο.

Αφού είχαν σχεδιάσει τα πάντα έπρεπε απλώς να περιμένουν τη βοήθεια του καιρού. Η στιγμή έφτασε το βράδυ της 6ης Μαΐου. Στα παιδιά δόθηκαν υπνωτικά χάπια, ώστε να κοιμούνται κατά τη διάρκεια της απόδρασης. Διέσχισαν το ναρκοπέδιο μέσα στο σκοτάδι και έφτασαν στο αγκυροβολημένο σκάφος τους. Κινήθηκαν με προσοχή ώστε να αποφύγουν τους προβολείς των φρουρών.

Μόλις έφτασαν στη βάρκα έκρυψαν τα παιδιά σε παλιά σακιά σιτηρών και η οικογένεια σάλπαρε για τη Νότια Κορέα. Έπλευσαν με προσοχή για να μη γίνουν αντιληπτοί μέχρι να περάσουν τα θαλάσσια σύνορα. Στη συνέχεια ανέπτυξαν ταχύτητα. Ένα σκάφος της Βόρειας Κορέας τους εντόπισε και προσπάθησε να τους ακολουθήσει, αλλά πλέον δεν τους προλάβαινε.

Κάθε λάθος θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Δεν συνέβη. Όλα πήγαν ακριβώς όπως τα σχεδίαζαν. «Ήταν σαν να μας βοήθησαν οι ουρανοί», ανέφερε. Ο Κιμ και η οικογένειά του τα κατάφεραν.

 Η απόδραση του Κιμ είναι εξαιρετική για πολλούς λόγους, δήλωσε ο Σόκελ Παρκ από το Liberty, μια οργάνωση που βοηθά πρόσφυγες από το Βορρά να εγκατασταθούν στο Νότο. Όχι μόνο γιατί οι αποδράσεις από τη θάλασσα ήταν πάντα εξαιρετικά σπάνιες, εξήγησε, αλλά και επειδή από την πανδημία έχει καταστεί σχεδόν αδύνατο για τους ανθρώπους να αυτομολήσουν. «Αυτές οι θαλάσσιες αποδράσεις χρειάζονται σχολαστικό σχεδιασμό, απίστευτη γενναιότητα και να πάνε όλα καλά σαν από θαύμα», είπε. «Πρέπει να υπάρχουν πολλοί περισσότεροι Βορειοκορεάτες που προσπάθησαν αλλά δεν τα κατάφεραν».

«Οι μόνοι άνθρωποι που μπορούν να αυτομολήσουν τώρα είναι οι πλούσιοι και καλά δικτυωμένοι», πρόσθεσε ο πάστορας Στέφεν Κιμ από το JM Missionary, ο οποίος βοηθά Βορειοκορεάτες να αυτομολήσουν μέσω της Κίνας. Περίπου 1.000 περνούσαν τα κινεζικά σύνορα κάθε χρόνο, αλλά από ό,τι γνωρίζει, μόνο 20 είχαν περάσει τα τελευταία τέσσερα χρόνια και μόλις τέσσερις από αυτούς έφτασαν στη Νότια Κορέα. Τον Οκτώβριο, ο ίδιος και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατηγόρησαν την Κίνα ότι έστειλε ορισμένους αποστάτες πίσω στον Βορρά.

«Πεθαίνοντας από την πείνα»

Ο ίδιος διηγείται στο BBC: «Ήταν πολλά τα βάσανα τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Τις πρώτες ημέρες του Covid-19 οι άνθρωποι ήταν εξαιρετικά φοβισμένοι. Το κρατικά μέσα μετέδιδαν εικόνες με ανθρώπους που πέθαιναν σε όλο τον κόσμο και προειδοποιούν ότι εάν δεν τηρηθούν οι κανόνες, ολόκληρη η χώρα θα μπορούσε να αφανιστεί. Μερικοί άνθρωποι στάλθηκαν ακόμη και σε στρατόπεδα εργασίας για παραβίαση των κανόνων».

«Όταν αναφερόταν ένα ύποπτο κρούσμα, οι αρχές έθεταν σε καραντίνα ολόκληρο το χωριό. Όλοι έπρεπε να παραμείνουν κλειδωμένοι μέσα στα σπίτια τους και η περιοχή αποκλειόταν, αφήνοντας τους κατοίκους τους με λίγα ή καθόλου τρόφιμα. Όταν οι άνθρωποι έφταναν κοντά στη λιμοκτονία η κυβέρνηση έστελνε προμήθειες. Ισχυρίζονταν πως έδιναν τα τρόφιμα σε χαμηλές τιμές. Με αυτόν τον τρόπο πίστευαν πως οι άνθρωποι θα τους επαινούσαν. Πεινούσαν τα παιδιά και μετά τους δίναμε λίγη τροφή. Και έπρεπε να τους ευχαριστήσουμε για αυτό;».

«Πολλοί άνθρωποι άρχισαν να αναρωτιούνται εάν αυτό ήταν μέρος μιας στρατηγικής του κράτους να επωφεληθεί από την πανδημία. Και ενώ όλο και περισσότεροι άνθρωποι κολλούσαν Covid και επιβίωναν, αυξάνονταν αυτοί που πίστευαν πως το κράτος είχε μεγαλοποιήσει τους κινδύνους. Τώρα πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι ήταν απλώς μια δικαιολογία για να ενισχύσουν τα μέτρα καταπίεσης».

«Αυτό που προκάλεσε το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν το κλείσιμο των συνόρων. Οι προμήθειες των τροφίμων στη Βόρεια Κορέα ήταν εδώ και καιρό επισφαλείς, αλλά με το κλείσιμο των συνόρων, οι τιμές εκτοξεύτηκαν στα ύψη και η ζωή γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Την άνοιξη του 2022 (σ.σ. λίγο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία) η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω. Για επτά ή οκτώ χρόνια δεν γινόταν πολύς λόγος για ασιτία, αλλά στη συνέχεια αρχίσαμε να ακούμε συχνά για τέτοιες περιπτώσεις. Ξυπνούσες ένα πρωί και άκουγες: “Ω, κάποιος σε αυτή την περιοχή πέθανε από την πείνα”. Και το επόμενο πρωί άκουγες ένα ακόμη περιστατικό».  

Συνεχίζοντας την μαρτυρία του, ο Κίμ ανέφερε: «Μια ημέρα τον περασμένο Φεβρουάριο, ένας πελάτης από μια γειτονική κομητεία εμφανίστηκε καθυστερημένος σε μια συνάντηση που είχαμε. Μου είπε ότι η αστυνομία είχε συλλάβει σχεδόν όλο το χωριό ως ύποπτους για δολοφονία ενός ηλικιωμένου ζευγαριού. Ωστόσο μετά την αυτοψία, ανακοινώθηκε πως το ζευγάρι είχε πεθάνει από την πείνα και οι αρουραίοι τους είχαν φάει τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών τους. Η φρικιαστική εικόνα είχε κάνει τους ερευνητές να υποψιαστούν αρχικά πως ήταν δολοφονία».

Στη συνέχεια, τον Απρίλιο, δύο αγρότες, τους οποίους γνώριζε προσωπικά, όπως λέει, πέθαναν επίσης από την πείνα. Οι αγρότες ήταν από τις επαγγελματικές κατηγορίες που επλήγη περισσότερο, καθώς εάν η σοδειά ήταν κακή, το κράτος τους ανάγκαζε να αναπληρώσουν τις απώλειες παραδίδοντας περισσότερα από τα προσωπικά τους τρόφιμα». 

Όπως γράφει το BBC, αυτοί οι θάνατοι δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν από ανεξάρτητες πηγές. Ωστόσο η Παγκόσμια Έκθεση του 2023 για τις επισιτιστικές κρίσεις ανέφερε ότι από τότε που έκλεισαν τα σύνορα της Βόρειας Κορέας υπήρξαν «ενδείξεις για επιδείνωση της κατάστασης». Τον Μάρτιο του 2023 η Βόρεια Κορέα ζήτησε βοήθεια από το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα.

Ο ειδικός της Διεθνούς Αμνηστίας για τη Βόρεια Κορέα, Τσόι Τζαε-Χουν, είπε ότι είχε ακούσει για περιπτώσεις λιμοκτονίας, από ανθρώπους που σήμερα βρίσκονται στη Σεούλ και κατάφεραν να μιλήσουν με τους συγγενείς τους στη Βόρεια Κορέα. «Μαθαίνουμε ότι τα επίπεδα των τροφίμων επιδεινώθηκαν κατά την περίοδο του Covid και ότι σε ορισμένες περιοχές οι αγρότες υπέφεραν  περισσότερο», είπε.

Ωστόσο, ο κ. Τσόι σημείωσε ότι η κατάσταση δεν ήταν τόσο καταστροφική όσο κατά τη διάρκεια του λιμού της δεκαετίας του 1990: «Ακούμε ότι οι άνθρωποι έχουν βρει τρόπους να επιβιώσουν με τις δυνατότητές τους». Το ίδιο έκανε και ο Κίμ.

Απέχθεια για το καθεστώς

Όπως πολλοί άλλοι άνθρωποι στη Βόρεια Κορέα πριν από τον Covid, ο Κιμ έβγαζε τα χρήματά του πουλώντας αντικείμενα ακόμα και στη μαύρη αγορά – στην περίπτωσή του μοτοσικλέτες και τηλεοράσεις που έφταναν λαθραία από την Κίνα. Αλλά όταν τα σύνορα έκλεισαν, καταπνίγοντας σχεδόν όλο το εμπόριο, μεταπήδησε στην αγορά και την πώληση λαχανικών. Κατάλαβε ότι όλοι θα έπρεπε να φάνε.

Πουλούσε τα τρόφιμά του κρυφά στο σπίτι ή στα σοκάκια της περιοχής του. «Αν κάποιος μας ανέφερε στις αρχές, παίρναμε τα τρόφιμα και τρέχαμε, σαν ακρίδες», είπε στο BBC. Για αυτό και οι εν λόγω πλανόδιοι έμποροι συχνά αναφέρονται ως «πωλητές ακρίδες». Και συνέχισε: «Ο κόσμος ερχόταν σε εμένα, παρακαλώντας με να τους πουλήσω τρόφιμα. Θα μπορούσα να ζητήσω ό,τι τιμή ήθελε». Συγκέντρωνε πολλά χρήματα. Για την ακρίβεια, όπως αναφέρει το BBC, ήταν πιο πλούσιος από ποτέ.

Η ζωή που περιγράφει ο Κιμ απεικονίζει έναν εξαιρετικά έξυπνο και, μερικές φορές, αδίστακτο επιχειρηματία, σχολιάζει το βρετανικό μέσο. Στα 30 του κατάφερε να συγκεντρώσει αποταμιεύσεις πάνω από δέκα χρόνων, βρίσκοντας τρόπους να ξεπεράσει το σύστημα της Βόρειας Κορέας. Εξ άλλου από μικρός είχε απογοητευτεί από το καθεστώς. Από τότε που θυμάται τον εαυτό του, αυτός και ο πατέρας του κάθονταν κρυφά βλέποντας τηλεόραση της Νότιας Κορέας. Ζούσαν κοντά στα σύνορα και μπορούσαν να συντονιστούν με τα κανάλια της γειτονικής χώρας. Ο Κιμ είχε ενθουσιαστεί με μια χώρα όπου οι άνθρωποι ήταν ελεύθεροι.

Καθώς μεγάλωνε, η διαφθορά και η αδικία που βίωσε στον Βορρά ενίσχυσαν τα αρνητικά συναισθήματά του. Θυμήθηκε ένα περιστατικό όπου αξιωματούχοι ασφαλείας εισέβαλαν στο σπίτι του. «Ό,τι έχεις ανήκει στο κράτος», του είπαν. «Πιστεύεις ότι αυτό το οξυγόνο είναι δικό σου;» τον χλεύασε ένας αξιωματικός για να συνεχίσει: «Λοιπόν, δεν είναι, κάθαρμα!».

Τα «κουνούπια» και οι δημόσιες εκτελέσεις

Στη συνέχεια, το 2021, ο Κιμ είπε ότι συγκροτήθηκαν ισχυρές ομάδες καταστολής για να αντιμετωπίσουν αυτό που το καθεστώς θεωρούσε «αντικοινωνική συμπεριφορά». Σταματούσαν αυθαίρετα κόσμο στο δρόμο και τον εκφοβίζανε. «Οι άνθρωποι άρχισαν να αποκαλούν αυτούς τους αξιωματούχους “κουνούπια”, σαν βρικόλακες που ρουφούσαν το αίμα μας».  

Το πιο σοβαρό παράπτωμα ήταν η αναπαραγωγή και η ανταλλαγή εξωτερικών πληροφοριών, ιδιαίτερα της νοτιοκορεατικής κουλτούρας. Η καταστολή σε αυτό, είπε ο Κιμ, είχε γίνει «πολύ πιο έντονη. Μόλις σε πιάσουν, θα σε πυροβολήσουν, θα σε σκοτώσουν ή θα σε στείλουν σε στρατόπεδο εργασίας».

Τον Απρίλιο του περασμένου έτους, ο Κιμ είπε ότι αναγκάστηκε να παρακολουθήσει τη δημόσια εκτέλεση ενός 22χρονου άνδρα που γνώριζε. «Τον εκτέλεσαν επειδή άκουγε τραγούδια της Νότιας Κορέας και παρακολούθησε τρεις ταινίες και τις μοιράστηκε με τους φίλους του», ανέφερε. Οι αρχές είπαν στους θεατές ότι ήθελαν να τιμωρήσουν τον άνδρα σκληρά, για να στείλουν ένα μήνυμα. «Είναι αδίστακτοι», είπε ο Κιμ, «όλοι είναι φοβισμένοι».  

Όπως αναφέρει το BBC, τον Δεκέμβριο του 2020 η Βόρεια Κορέα ψήφισε έναν νέο νόμο , ο οποίος προβλέπει ότι όσοι μοιράζονταν περιεχόμενο της Νότιας Κορέας θα μπορούσαν να οδηγηθούν ακόμη και σε εκτέλεση. Η Τζοάνα Χοσάνιακ, από τη Συμμαχία Πολιτών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα της Βόρειας Κορέας, υπογράμμισε πως το βορειοκορεατικό καθεστώς «χρησιμοποιούσε πάντα τις δημόσιες εκτελέσεις ως μέσο για τον έλεγχο του πληθυσμού». «Όποτε εφαρμόζει νέους νόμους, ξεκινάει και ένα κύμα εκτελέσεων». 

Η αυτοκτονία ενός φίλου

Αφηγούμενος τη ζωή και τις αναμνήσεις του στο BBC, ο Κιμ επισημαίνει  πως η στιγμή που τελικά τον λύγισε και τον κινητοποίησε για να αποδράσει από τη Βόρεια Κορέα, ήταν η αυτοκτονία ενός φίλου του. Ήθελε απλώς να χωρίσει τη σύζυγό του, την οποία δεν αγαπούσε πλέον, και να παντρευτεί κάποια άλλη, ωστόσο ενημερώθηκε από τους κρατικούς αξιωματούχος πως ο μόνος τρόπος για πάρει διαζύγιο ήταν να περάσει κάποιο χρόνο σε ένα στρατόπεδο εργασίας. «Καταστράφηκε οικονομικά αναζητώντας μια άλλη διέξοδο, πριν τελικά αποφασίσει να βάλει τέλος στη ζωή του βυθισμένος στα χρέη», αναφέρει ο Κιμ. Μετά το θάνατό του επισκέφτηκε την κρεβατοκάμαράτου. Το μακελειό που είχε συντελεστεί μαρτυρούσε ένα αργό και οδυνηρό τέλος.

Η ζωή του Κιμ και των συγγενών του είχε γίνει πλέον τόσο απελπιστική, που πήραν την απόφαση να τολμήσουν την απόδρασή τους.

Μια νέα ζωή με εκπλήξεις και προκλήσεις

Ο Κιμ δηλώνει στο BBC πως η προσαρμογή στη νέα ζωή στη Σεούλ είναι ευκολότερη για αυτόν σε σχέση με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε σε ένα διαμέρισμα, ταυτόχρονα με τη γέννηση του παιδιού του.

Η σύζυγος του είναι υγιής, αλλά δυσκολεύεται να προσαρμοστεί, αν και η μητέρα του φαίνεται να περνάει τις πιο δύσκολες στιγμές, αναφέρει. Κανένας τους δεν έχει ξαναμπεί σε μετρό και η μητέρα του χάνεται συνέχεια. Κάθε φορά που αυτό συμβαίνει πληγώνεται περισσότερο η αυτοπεποίθησή της. «Κατά κάποιο τρόπο λυπάται τώρα που ήρθε εδώ», παραδέχεται.

Αντίθετα ο Κιμ, ο οποίος ήταν ήδη εξοικειωμένος με την νοτιοκορεατική κουλτούρα, ανέφερε πως προσαρμόζεται εύκολα. «Ο κόσμος που φανταζόμουν και ο κόσμος στον οποίο σήμερα ζω αισθάνομαι πως είναι πολύ παρόμοιοι», τονίζει στο BBC. Προφανώς και θα υπάρξουν πολλές ακόμη εκπλήξεις και προκλήσεις για την οικογένεια του Κιμ. Αυτή είναι μόνο η αρχή του ταξιδιού τους.