Το τηλέφωνο στο πρακτορείο Κρατικών Λαχείων, στο κέντρο της Αθήνας, χτύπησε, νωρίς το πρωί, στα μέσα του Νοεμβρίου 1975.

Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου

Στην τηλεφωνική γραμμή ήταν ένας τακτικός πελάτης ο οποίος ενημέρωσε τη σύζυγο του ιδιοκτήτη ότι ήταν άρρωστος και δεν θα μπορούσε να περάσει από το μαγαζί για να ανανεώσει την πεντάδα με τον «τυχερό» του αριθμό στο Εθνικό λαχείο.

Έτσι, ζήτησε από την Μ.Κ. να του κρατήσει τα λαχεία κι εκείνος, με τη σειρά του, θα της έστελνε με έναν φίλο του τις 250 δρχ. που ήταν το αντίτιμο.

Πράγματι, έναν εικοσιτετράωρο αργότερα, ο ηλικιωμένος άνδρας έστειλε, με ένα γνωστό του, τα χρήματα και διαμήνυσε στο λαχειοπώλη πως θα έπαιρνε ο ίδιος το λαχείο του αργότερα. Έτσι, λίγες ημέρες αργότερα, ο Α.Ν. πήγε στο πρακτορείο και ζήτησε από τους ιδιοκτήτες του το λαχείο που είχε αγοράσει.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ζητούσε εξυπηρέτηση από το ζευγάρι καθώς γνωρίζονταν χρόνια και είχαν σχέση εμπιστοσύνης. Ήταν, όμως, η πρώτη φορά, όπως διαπίστωσε, που εκείνοι δεν είχαν κάνει αυτό που τους είχε ζητήσει. Το ζευγάρι των λαχειοπωλών ενημέρωσαν τον ηλικιωμένο άνδρα πως είχε γίνει κάποιο μπέρδεμα και δεν είχαν στα χέρια τους το λαχνό. Και αυτό γιατί από λάθος τον είχαν πουλήσει σε έναν άλλο πελάτη τους. Του ζήτησαν συγγνώμη, είπαν πως λυπούνται για το λάθος και προσφέρθηκαν να του αντικαταστήσουν το λαχείο με καινούργια σειρά.

Ο Α.Ν. εκνευρίστηκε χαρακτήρισε απαράδεκτη τη συμπεριφορά τους και δεν δέχτηκε τη λύση που του πρότειναν. Άλλωστε, γνώριζαν πως για πολλά χρόνια έπαιζε τον ίδιο αριθμό τον οποίο θεωρούσε γούρικο.

Ο άνδρας, ζήτησε πίσω τις 250 δρχ., που τους είχε στείλει με τον φίλο του για να αγοράσει το λαχείο και έφυγε νευριασμένος από το πρακτορείο. Επιστρέφοντας στο σπίτι του, όμως, ο Α.Ν. έκανε δεύτερες σκέψεις και τον παραξένεψε το γεγονός πως οι λαχειοπώλες παραδέχτηκαν με τόση ειλικρίνεια το λάθος τους. Οι υποψίες ότι κάτι  περίεργο είχε συμβεί φούντωσαν και αποφάσισε να ερευνήσει όλα τα ενδεχόμενα.

Ο Α.Ν. δεν άργησε να διαπιστώσει πως το λαχείο με τον αγαπημένο του αριθμό είχε κερδίσει 1.500.000 δρχ. Στη συνέχεια, απευθύνθηκε στον Οργανισμό Κρατικών Λαχείων και προς μεγάλη του έκπληξη διαπίστωσε πως τον κερδισμένο λαχνό είχε εισπράξει, για λογαριασμό της, η σύζυγος του πράκτορα.

Για τον Α.Ν. ήταν μονόδρομος να διεκδικήσει το δίκιο του στα δικαστήρια και κατέθεσε μήνυση σε βάρος του ζευγαριού ζητώντας να του δοθούν τα χρήματα που είχε κερδίσει ο «τυχερός» αριθμός του.

Εναντίον του Δ.Κ. και της συζύγου του ασκήθηκε ποινική δίωξη από τον εισαγγελέα για απάτη, υπεξαίρεση μεγάλου ποσού σε βαθμό κακουργήματος και για κατάχρηση ιδιαιτέρας εμπιστοσύνης.

Δύο χρόνια αργότερα, το ζευγάρι των λαχειοπωλών κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου της Αθήνας. Στο μεταξύ, ο Α.Ν. είχε πεθάνει και στο δικαστήριο προσήλθαν οι κληρονόμοι του διεκδικώντας τα κέρδη από το τυχερό λαχείο.

Το Δικαστήριο αφού ενημέρωσε τους κατηγορούμενους για τα αδικήματα που αντιμετώπιζαν, προχώρησε σε διακοπή της διαδικασίας καθώς διαπίστωσε, από τα λεγόμενα των συνηγόρων υπεράσπισης και πολιτικής αγωγής, πως ήταν σε εξέλιξη διαδικασία συμβιβασμού.

Χρειάστηκαν τρεις ώρες για να τα… βρουν οι κληρονόμοι και οι κατηγορούμενοι. Ωστόσο, αν και έγινε γνωστό στους δικαστές πως είχε βρεθεί λύση μεταξύ των αντιδίκων, η διαδικασία συνεχίστηκε, καθώς τα αδικήματα που αντιμετώπιζαν οι κατηγορούμενοι ήταν αυτεπαγγέλτως διωκόμενα.

Στις απολογίες τους οι κατηγορούμενοι έκαναν λόγο για παρεξήγηση και υποστήριξαν πως δεν λειτούργησαν με δόλο. Τον ισχυρισμό των κατηγορουμένων στήριξε και η πολιτική αγωγή η οποία, λόγω του συμβιβασμού που είχε προηγηθεί, υποστήριξε πως οι κατηγορούμενοι δεν είχαν δόλο κατά την πράξη τους.

Τελικά, το δικαστήριο αποφάσισε την απαλλαγή των δύο κατηγορούμενων.