Στο Γουδί, στις 4 Οκτωβρίου του 1962, η 54χρονη Αθανασία Αγγελινού στάθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Οι ριπές των όπλων και ο υπόκωφος ήχος του άψυχου σώματος της γυναίκας, που έπεσε στο έδαφος, έγραψαν την τελευταία πράξη του οικογενειακού δράματος, το οποίο παίχτηκε στο σπίτι της οικογένειας στην Μαγκουφάνα, τη σημερινή Πεύκη.

Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου

Οι μνήμες γύρισαν στο μοιραίο βράδυ της 25ης Ιουνίου του 1960, όταν η γυναίκα αποφάσισε να δώσει τέλος στη σχέση που την βασάνιζε χρόνια. Η ζωή με τον σύζυγό και ξάδελφο της Νίκο είχε γίνει μαρτύριο και εκείνη, όπως θα έλεγε αργότερα, δεν άντεχε πια τις απιστίες, το ξύλο, τη σεξουαλική παρενόχληση, τις προσβολές και τον χλευασμό του για την πίστη της στο Θεό.

Λίγο πριν το τέλος η Αθανασία Αγγελινού, έγραψε σε μια σύντομη επιστολή, τι ήταν αυτό που όπλισε το χέρι της. «Όλα θα του τα συγχωρούσα, αν δεν με τυραννούσε τόσο πολύ τις νύχτες και δεν με βασάνιζε με εκείνες τις άσεμνες φωτογραφίες γυναικών που μου έδειχνε. Με βασάνιζε και με έδερνε, γι’ αυτό αναγκάστηκα να κάνω ό,τι έκανα», έγραψε πιστεύοντας πως, την επόμενη μέρα, η ίδια δεν θα ήταν στη ζωή για να δώσει εξηγήσεις.

Το άγριο φονικό

Ο Νίκος, ήταν οδηγός λεωφορείου και τα περισσότερα βράδια κοιμόταν νωρίς. Το ίδιο πρόγραμμα τήρησε και το ζεστό βράδυ του Ιουνίου του 1960. Όταν εκείνος πήγε για ύπνο η  Αθανασία ακολούθησε τη δική της ρουτίνα. Ετοίμασε, πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, το πρωινό του συζύγου της και στη συνέχεια τον ακολούθησε στο κρεβάτι.

Ο Νίκος κοιμόταν και εκείνη ξάπλωσε δίπλα του και έκλεισε τα μάτια της. Ο ύπνος, όμως, δεν ερχόταν και μια ώρα αργότερα, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την ντουλάπα όπου είχε κρύψει μια αξίνα. Η γυναίκα με ψυχραιμία πλησίασε τον κοιμισμένο σύζυγο της σήκωσε την αξίνα, που κρατούσε στα χέρια της και τον χτύπησε στο κεφάλι. Ο Νίκος, αιφνιδιασμένος, άνοιξε τα μάτια του και προσπάθησε να αμυνθεί σηκώνοντας τα χέρια.

Η Αθανασία, όμως, απάντησε με νέο δυνατότερο χτύπημα πολτοποιώντας το κεφάλι του. Όταν ο 51χρονος άνδρας έσβησε, η Αθανασία  άφησε στο πάτωμα την αξίνα και μοιάζοντας να ακολουθεί ένα είδος τελετουργίας, κάλυψε το πτώμα με πετσέτες για να μην λερώσει το στρώμα του κρεβατιού.

agg1

Λίγα λεπτά αργότερα βγήκε από το υπνοδωμάτιο κλείνοντας πίσω της την πόρτα και πήγε στην κουζίνα του σπιτιού. Έβαλε σε ένα ποτήρι νερό ασπιρίνες και κινίνα και το ήπιε. Πίστευε πως με αυτό τον τρόπο δεν θα ξαναξυπνούσε. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, όμως, ξύπνησε και έκανε εμετό, κάτι που της έσωσε τη ζωή. Όταν στις 10 το πρωί ξύπνησε βγήκε στον δρόμο, σαν χαμένη, και ζήτησε τη βοήθεια από μια γειτόνισσα για να πάει στο νοσοκομείο, γιατί δεν ένιωθε καλά. Την ώρα, όμως, που βρισκόταν στο ταξί, σαν να ξύπνησε από τη νάρκη της, πέρασαν μπροστά από τα μάτια της, μια προς μια, όλες οι σκηνές του εγκλήματος αλλά και το αίμα που πλημμύρισε την κρεβατοκάμαρα της.

«Στην αστυνομία να πάμε! Πρέπει να πάμε στην αστυνομία», φώναξε και ο οδηγός άλλαξε κατεύθυνση και μετά από λίγο βρέθηκε έξω από το αστυνομικό τμήμα του Αμαρουσίου. Η γυναίκα μπήκε φουριόζα μέσα στο αστυνομικό τμήμα και οι αστυνομικοί την άκουσαν, άφωνοι, να ομολογεί ότι δολοφόνησε το σύζυγο της: «Σκότωσα τον άντρα μου. Πηγαίνετε σπίτι μου στην Άνω Μαγκουφάνα.  Θα τον βρείτε νεκρό, στο κρεβάτι του».

Αρχικά οι αστυνομικοί πίστεψαν πως  η γυναίκα έχει χάσει τα λογικά της, αλλά για να είναι βέβαιοι πως λέει ψέματα, έστειλαν έναν άνδρα στο σπίτι που τους υπέδειξε.

Ο αστυνομικός ακολουθώντας τις οδηγίες βρέθηκε στην κρεβατοκάμαρα του σπιτιού όπου πάνω στο κρεβάτι βρήκε σκεπασμένο, μέσα στα αίματα, το πτώμα του άνδρα.

Οι ερωμένες, οι άσεμνες φωτογραφίες και τα λιβάνια

Ο Νίκος Αγγελινός ήταν ο δεύτερος σύζυγος της Αθανασίας. Ο Νίκος ήταν ευκατάστατος και μετά το θάνατο του άνδρα της, με τον οποίο είχε αποκτήσει μια κόρη, της ζήτησε να τον  παντρευτεί και εκείνη δέχτηκε. Η πρώτη περίοδος του γάμου τους ήταν αρμονική, όμως, η Αθανασία, όπως εξομολογήθηκε μετά το έγκλημα, ανακάλυψε στην πορεία ότι ο άντρας της είχε πάθος με τις γυναίκες. Την απατούσε συστηματικά και όταν εκείνη διαμαρτυρόταν για τις ερωμένες του την έδερνε.

Η Αθανασία  άρχισε να λιβανίζει τα ρούχα του, για να διώξει, όπως πίστευε, τον σατανά που υποτίθεται ότι έκρυβε μέσα του, ενώ αντιμετώπισε  ψυχολογικά προβλήματα. Η γυναίκα ήταν  φανατικά θρησκόληπτη, κάτι  που την εμπόδιζε να ικανοποιήσει τις ερωτικές επιθυμίες του άντρα της, ο οποίος την πίεζε δείχνοντας της φωτογραφίες γυμνών γυναικών.

Η κατάσταση είχε γίνει αφόρητη και το ζευγάρι αποφάσισε να πάρει διαζύγιο, αλλά οι διαδικασίες καθυστερούσαν, γιατί η Αθανασία ζητούσε μεγάλη διατροφή.

Ο Αγγελινός είχε φύγει από το σπίτι για να επιστρέψει λίγο καιρό αργότερα, προκειμένου να κάνουν ακόμη μια προσπάθεια και να συνεχίσουν την κοινή τους ζωή.  Πολύ γρήγορα, όμως, ο άνδρας επέστρεψε στις παλιές του συνήθειες. Και η Αθανασία αποφάσισε να βάλει αιματηρό τέλος στην ιστορία τους.

Η δίκη και η καταδίκη σε θάνατο

Τα ξημερώματα της 17ης Ιανουαρίου του 1961, το Κακουργιοδικείο του Πειραιά καταδίκασε σε θάνατο την Αθανασία Αγγελινού.

Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής,  μάρτυρες που κατέθεσαν στο δικαστήριο, απέδωσαν το έγκλημα σε οικονομικούς λόγους γιατί, όπως είπαν, η κατηγορούμενη είχε πληροφορηθεί πως το θύμα σκόπευε να άρει την υιοθεσία της κόρης της Μαρίας, την οποία είχε αποκτήσει από τον πρώτο της γάμο.

Η γυναίκα στην απολογία της ισχυρίστηκε πως το θύμα της φερόταν άσχημα, την χλεύαζε για την θρησκευτική της πίστη και πολλές φορές δεν της έδινε τη διατροφή. Οι δικαστές επικαλούμενοι την  επιστολή της, με την οποία η Αθανασία εξηγούσε πως αυτό που την ώθησε στο έγκλημα ήταν πως άντρας της την βασάνιζε και την έδερνε, αποφάνθηκε πως η γυναίκα είχε προμελετήσει τη δολοφονία.

Τον Οκτώβριο του 1962 η Αθανασία Αγγελινού εκτελέστηκε. Ήταν  μία από τις τέσσερις γυναίκες που εκτελέστηκαν στην Ελλάδα.