Έντονη ήταν η αντίδραση του Άκη Τσοχατζόπουλου αναφορικά με τα γερμανικά δημοσιεύματα, που τον «φωτογραφίζουν» ως αποδέκτη δωροδοκίας από την γερμανική εταιρεία Ferrostaal στην υπόθεση της αγοράς υποβρυχίων.

Μάλιστα, ο πρώην υπουργός προειδοποίησε ότι προτίθεται να προσφύγει στην γερμανική δικαιοσύνη.

Πιο συγκεκριμένα, ο Α. Τσοχατζόπουλος σε ανακοίνωσή του επισημαίνει ότι:

«Από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστό το κατηγορητήριο της Εισαγγελίας του Μονάχου, στο οποίο περιέχονταν οι παντελώς αναπόδεικτες, αστήρικτες και αβάσιμες αναφορές του Γερμανού εισαγγελέα, αναζήτησα τρόπους αντίδρασης. Με βάση γνωμοδοτήσεις δύο έγκριτων Γερμανών καθηγητών του Ποινικού Δικαίου:

Α) Δεν υπήρχε καμία δυνατότητα νομικής παρέμβασης κατά της Εισαγγελίας του Μονάχου, όπως δεν υπάρχει και κατά των πρόσφατων προφορικών ισχυρισμών του Γερμανού δικαστή.

Β) Η εισαγγελική πρόταση, -όπως και οι προφορικές αναφορές του Γερμανού δικαστή- δεν έχει ούτε δεσμευτικό, ούτε αποδεικτικό χαρακτήρα. Αποτελεί μια διατύπωση συλλογισμών προς εσωτερική χρήση και μόνο στο πλαίσιο της διεξαγόμενης δικαστικής έρευνας. Για αυτό και δεν επιτρέπεται η χρησιμοποίηση της για άλλους σκοπούς. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα μέσο πίεσης προς ενίσχυση της βαρύτητας των κατηγοριών για τους κατηγορούμενους, ώστε να καταλογιστεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο πρόστιμο και να εξασφαλιστεί ο επωφελέστερος για το γερμανικό δημόσιο συμβιβασμός. Ο πρωταρχικός στόχος του εισαγγελέα ήταν να ανεβάσει όσο γίνεται το πρόστιμο κατά της εταιρείας, που αρχικά ανήλθε στα 277 εκατομμύρια ευρώ, ώστε μετά από διαπραγματεύσεις να καταλήξει στο ποσό των 140 εκατ. ευρώ».

Όπως επίσης τονίζει: «Οι παντελώς αυθαίρετες και αστήρικτες αναφορές σε βάρος μου που περιέχονταν στην εισαγγελική πρόταση δεν προκύπτουν από πουθενά, δεν βασίζονται σε κανένα απολύτως στοιχείο, ούτε καν στις καταθέσεις των δύο καταδικασθέντων πρώην διευθυντικών στελεχών της εταιρείας Ferrostaal» υπογράμμισε ο Άκης Τσοχατζόπουλος και συνέχισε «στις έξι-επτά καταθέσεις που έδωσαν αρχικά με την προσδοκία της αποφυλάκισής τους και στη συνέχεια για την όσο το δυνατόν ηπιότερη ποινική αντιμετώπισή τους στο πλαίσιο της πρόσφατης δίκης, ουδέποτε ανέφεραν ότι είχαν την οποιαδήποτε έκνομη συναλλαγή μαζί μου. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν κλήθηκα, ούτε κατέθεσα στην έρευνα της Γερμανικής Δικαιοσύνης, κατά την οποία δεν υπήρξαν ούτε καν ενδείξεις σε βάρος μου».