Ούτε μία, ούτε δύο, αλλά πέντε είναι οι εταιρείες που παρήγαγαν μοτοσυκλέτες, οι οποίες έκλεισαν από το 2003 έως σήμερα. Το 2wo.gr κάνει μια καταγραφή στους κατασκευαστές που έβαλαν λουκέτο.

Buell 1983-2009

Για το κλείσιμο της Buell ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008. Η Harley-Davidson, ιδιοκτήτρια της Buell, δέχθηκε σημαντικό πλήγμα με την αξία της μετοχής της να μειώνεται κατά 70%. Η αντίδραση της εταιρείας ήταν άμεση. Αποφασίστηκε η περικοπή εξόδων 125 εκατομμυρίων δολαρίων. Η H-D πούλησε την MV Agusta την οποία είχε αγοράσει 16 μήνες νωρίτερα και αποφάσισε να κλείσει την Buell.

H Buell με έδρα το Wisconsin ήταν μια μικρή αλλά δραστήρια εταιρεία που απασχολούσε 180 εργαζόμενους. Στόχος της η δημιουργία της πρώτης αμερικάνικης sport μοτοσυκλέτας.

Οι πωλήσεις του 2008 έφτασαν τις 13.000 μοτοσυκλέτες με έσοδα 123 εκατομμυρίων δολαρίων.

Ιδρυτής της ήταν ο Eric Buell. Μοτοσυκλετιστής, αγωνιζόμενος, μηχανικός και διευθυντής της εταιρείας, με μεγάλη επιρροή στην αμερικάνικη μοτοσυκλετιστική νοοτροπία, ο οποίος μπήκε στο Motorcycle Hall of Fame το 2020. Υλοποίησε πρωτοποριακές μοτοσυκλέτες όπως οι VR1000, S1 Lightning και η XB.

Το 2009 ήρθε και η τελευταία μεγάλη διάκριση για την εταιρεία, αφού κατάφερε να κατακτήσει το αμερικάνικο πρωτάθλημα sportbike με μία 1125R. Ο Buell το «παλεύει» ακόμη, αφού προσπαθεί να μείνει μέσα στα πράγματα με την EBR (Eric Buell Racing).

Husaberg 1988-2013

H Husaberg ήταν μια σουηδική εταιρεία που παρήγαγε κατά κύριο λόγο off road μοτοσυκλέτες.

Το 1988 ο διευθυντής της Cagiva, Claudio Castiglioni, πήρε άδεια από τη σουηδική Electroluc να παράγει off road μοτοσυκλέτες της Husqvarna.

Τότε το Cagiva ήταν πανίσχυρο και κατείχε brand όπως η Cagiva, η Husqvarna, η Moto Morini και η Ducati. Όταν η Husqvarna πωλήθηκε στην Cagiva, κάποιοι από τους μηχανικούς της εταιρείας, με μπροστάρη τον Thomas Gustavsson, δημιούργησα τη Husaberg. Σκοπός τους ήταν να κατασκευάσουν μία off road τετράχρονη μοτοσυκλέτα, υψηλών προδιαγραφών. Το αποτέλεσμα ήταν η πιο ελαφριά off road με βάρος 107 κιλά.

Λίγο καιρό αργότερα η γραμμή παραγωγής της Husaberg «μετακόμισε» στην έδρα της KTM στο Mattighofen της Αυστρίας, όπου και παρέμεινε μέχρι το 2013. Όταν η KTM αποφάσισε να εξαγοράσει και τη Husqvarna από την οικογένεια Castiglioni, αποφάσισε να «σκοτώσει» τη λιγότερη γνωστή Husaberg.

Voxan 1995-2010

H dream team που ίδρυσε τη Voxan ανέβασε από την πρώτη ημέρα των πήχη των προσδοκιών από τη γαλλική εταιρεία. O Alain Chevallier ήταν ο πιο διάσημος Γάλλος κατασκευαστής μοτοσυκλετών GP, o σχεδιαστής Stephane Valdant και το μεγάλο αφεντικό Jacques Gardette.

Ο στόχος τους ήταν να δημιουργήσουνε μια premium μοτοσυκλέτα 100% γαλλική. Η προσπάθεια ήταν αρκετά καλή. Ο V2 υγρόψυκτος κινητήρας με περιεχόμενη γωνία 72ο είχε βάρος μόλις 65 κιλά και είχε ισχύ 100 ίππων, «γεμάτος» σε χαμηλές και μεσαίες στροφές. Για να επιτευχθεί χαμηλό κέντρο βάρος η πίσω ανάρτηση είχε τοποθετηθεί κάτω από τον κινητήρα, ενώ το πλαίσιο λειτουργούσε σε φιλτροκούτι.

Οι μοτοσυκλέτες της Voxan ήταν πολύ όμορφες και πολύ μπροστά από την εποχή τους, αφού λίγες εταιρείες είχαν ασχοληθεί έως τότε με café racer και scrambler. Δυστυχώς, όμως, ο κατασκευαστής με έδρα το Issogne αντιμετώπισε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, που οδήγησαν σε χρεοκοπία και πώληση στην αυτοκινητοβιομηχανία Venturi το 2011.

Ο ιδιοκτήτης της Venturi, Gildo Pastor, γόνος εύπορης οικογένειας ασχολούνταν με το real estate. Ο Μονεγάσκος Pastor, εκτός από επιχειρηματίας, ήταν και οδηγός αγώνων και συνεργάστηκε με τον Leonardo Di Caprio για τη δημιουργία ομάδα στην Formula E.

H Voxan επανήλθε στο προσκήνιο το 2013 με την παρουσίαση της εντυπωσιακής ηλεκτρικής μοτοσυκλέτας Wattman με το οποίο ο Max Biaggi θα προσπαθήσει να καταρρίψει το ρεκόρ ταχύτητας ηλεκτρικής μοτοσυκλέτας, στη Βολιβία το 2020.

Laverda 1949-2003

Υπάρχουν κατασκευαστές που έχουν τις ρίζες τους στην αεροναυπηγική, όπως η MV Agusta και η Piaggio και άλλοι που ξεκίνησαν κατασκευάζοντας ποδήλατα, όπως η Indian και η Aprilia.

H Laverda είναι η μοναδική εταιρεία που ξεκίνησε από τον την κατασκευή γεωργικών μηχανημάτων, κάτι που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα και κρατάει την ιταλική εταιρεία στην «επιφάνεια».

Ιδρύθηκε από την οικογένεια Laverda στην πόλη Breganze, μια περιοχή διάσημη για τους αμπελώνες της. Γρήγορα έγινε μια από τις πιο επιτυχημένες εταιρείες τη δεκαετία του ’70.

Παρότι ο δικύλινδρος εν σειρά κινητήρας της ήταν «κόπια» του Honda CB77 ή Super Hawk, το SF750 έγινε μία από τις πιο ποθητές μοτοσυκλέτες της εποχής του. Ήταν το best seller στην Ιταλία το 1972 με 3.082 πωλήσει, τη στιγμή που το Honda CB750 και το Moto Guzzi V7 πούλαγαν 2.300 αντίτυπα.

Η Laverda ήταν αξιόπιστες και πολύ σταθερές στο δρόμο, όμως είχαν κραδασμούς και σκληρό συμπλέκτη. Ο κινητήρας χρησιμοποιήθηκε στην αγωνιστική SFC που παρήχθη σε 549 αντίτυπα και είχε μεγάλες επιτυχίες σε αγώνες αντοχής (endurance ). Η εμπορική επιτυχία της εταιρεία επεκτεινόταν και στην κατηγορία των 125 κ.εκ. με τη σειρά LZ, με κινητήρες Zundapp. Στη συνέχεια κατασκευάστηκαν τρικύλινδροι κινητήρες με 1000 και 1200 κ.εκ. που εξελίσσονταν συνεχώς ώσπου βγήκε στο RGS (Real Gran Sport), το τελευταίο «αυθεντικό» Laverda που βγήκε από το Braganze.

Η εταιρεία έκλεισε το 1985 ρισκάροντας με κάποια project, όπως το V6 και το τρικύλινδρο, δίχρονο 350 κ.εκ. , που «δεν της βγήκαν». Δέκα χρόνια αργότερα ένας επιχειρηματίας από τον χώρο της μόδας, ο Francesco Tognon, εξαγόρασε τη μάρκα μαζί με το εργοστάσιο το Zane στην περιοχή της Vicenza.

H παραγωγή μιας σειράς μοντέλων με δικύλινδρο εν σειρά κινητήρα 650 κ.εκ. ο οποίος συνδυάστηκε με πλαίσιο κατασκευασμένο από τον φημισμένο Ολλανδό Nico Bakker δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ο κινητήρας εξελίχθηκε φτάνοντας τα 750 κ.εκ. όμως δεν ήταν αξιόπιστος και τελικά η παραγωγή του σταμάτησε το 2000, όταν η Laverda πωλήθηκε στον ιδιοκτήτη της Aprilia, Ivano Beggio.

Τα οικονομικά προβλήματα δεν άφησαν τον Beggio να επενδύσει στη Laverda. To 2002 παρουσιάστηκε το V2 SFC που βασιζόταν στο Tuono. Το 2004 πωλήθηκε στο Piaggio group αλλά από τότε η Laverda είναι ανενεργή.

Victory 1998-2017

H Polaris είναι μια γιγαντιαία αμερικανική εταιρεία που κατασκευάζει κατά κύριο λόγο οχήματα αναψυχής με πωλήσεις 4,7 εκατ. δολαρίων. Το 1998 προχώρησε στην ίδρυση της Victory, η οποία στελεχώθηκε από μια ομάδα παθιασμένων μηχανικών και σχεδιαστών στη Medina της Μινεσότα.

Σε 18 χρόνια παρήχθησαν 60 μοντέλα, από τα οποία τα 25 έχουν κατακτήσει διάφορα βραβεία.

Η Victory παρήγαγε 50.000 μοτοσυκλέτες το 2009, ενώ το 2012 ήταν η καλύτερη χρόνια της. Όμως την ίδια χρονιά η Polaris εξαγόρασε την Indian και τα πράγματα άρχισαν να μπλέκονται.

Τα χρόνια που ακολούθησαν η Victory αντιπροσώπευε το 3% των συνολικών πωλήσεων της Polaris, ενώ κάθε dealer της μάρκας πουλούσε 20 μοτοσυκλέτες ετησίως. Η εταιρεία ήταν ζημιογόνα τα τρία από τα τελευταία πέντε χρόνια.

Το πρώτο μοντέλο της εταιρείας ήταν το V92C ενώ παρουσιάστηκαν και πολλά ακόμη σε συνεργασία με την Arlen Ness. Η γκάμα της εταιρείας επεκτάθηκε σε πολλές κατηγορίες. Από το custom Vegas, μέχρι το power cruiser Hammer και το luxury tourer Visio.

H Polaris αποφάσισε πως το μέλλον της εταιρείας στις μοτοσυκλέτες είναι η Indian, με το ένδοξο παρελθόν, τα θρυλικά μοντέλα και τις διακρίσεις στους αγώνες. Το ιδανικό πακέτο για να ανταγωνιστεί το group το αντίπαλο δέος στην Αμερική, Harley-Davidson.