Στην είσοδο του πρώην βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Βασίλη Μουλόπουλου, στα διοικητικά του ΔΟΛ αναφέρεται και ο Γιώργος Παπαχρήστος, με το σημερινό του άρθρο στα «Νέα», κάνοντας λόγο για «περίεργη έως και ύποπτη μεθόδευση».

Στο άρθρο με τίτλο «Άλλο το ’77, άλλο το 2017», ο κ. Παπαχρήστος στέκεται στο ρόλο των δημοσιογράφων, υπογραμμίζοντας ότι «μια εφημερίδα όσο βαρύ και να είναι το όνομά της, δεν είναι παρά ένα “αδειανό πουκάμισο”…»

Σαν παράδειγμα φέρνει ένα περιστατικό από το μακρινό 1977: «Σε μια συζήτηση που είχαμε με τον Σταύρο Ψυχάρη προ καιρού στο Da Capo στην σκιά της “ιερής κολόνας”, μου είχε υπενθυμίσει το γεγονός της μεταπήδησης του κορυφαίου χρονογράφου των “ΝΕΩΝ” Δημήτρη Ψαθά από τα “ΝΕΑ” στην “Ελευθεροτυπία” του Κίτσου Τεγόπουλου. Τον σάλο που είχε προκαλέσει και τον φόβο για την επίπτωση που θα είχε στην κυκλοφορία των “ΝΕΩΝ”. Αποδείχθηκε ότι δεν είχε την παρά ελάχιστη. Και έμεινε στην ιστορία του Τύπου ως κορυφαίο παράδειγμα ότι τελικά το “μοναστήρι να ‘ναι καλά, κι από καλόγερους…”»

Να «μην κάνουν το λάθος οι εκ του παρασκηνίου δρώντες», καλεί ο κ. Παπαχρήστος, καθώς «μια εφημερίδα είναι κυρίως και πρωτίστως οι άνθρωποί της. Αυτούς ξέρουν, αυτούς εμπιστεύονται οι αναγνώστες των “ΝΕΩΝ”. Αλλιώς θα αγόραζαν “Αυγή”, να διαβάζουν Καρτερό και Κατσάκο…», σημειώνει ειρωνικά.

Ο ίδιος στέκεται και στα λάθη που όπως παραδέχεται έκαναν τα «ΝΕΑ», με την ανεξαρτησία «να πηγαίνει περίπατο, θύμα κάθε φορά των μικρό- ή μεγαλοσυμφερόντων του εκδότη, που ήθελε να ακκίζεται για ευνόητους λόγους με την εξουσία. Και έτσι οδηγήθηκε αργά αλλά σταθερά στην πλήρη απαξία του…».

Όπως χαρακτηριστικά γράφει: «Και Σαμαρά στηρίξαμε με πάθος και Τσίπρα χειροκροτήσαμε μανιωδώς – πως να ξεχάσω ότι σχεδόν πανηγυρίσαμε την εκλογή του; Μέχρι και το χρώμα του λογότυπου της εφημερίδας αλλάξαμε για πρώτη φορά στα χρονικά – το κάναμε κόκκινο στο χρώμα της φωτιάς. Τέτοια χαρά!»

«Ζαλίσαμε τον κόσμο μας, τους αναγνώστες μας, τους ρίξαμε σε τρομερό vertigo», παραδέχεται ο κ. Παπαχρήστος. «Εκείνοι πάντα πίστευαν ότι είμαστε μια παραδοσιακή εφημερίδα της Κεντροαριστεράς. Ενώ εμείς προσπαθήσαμε να τους εξηγήσουμε ότι αυτό που πίστευαν για μας δεν ήταν και τόσο αλήθεια, ήταν μια μαγική εικόνα – στην πραγματικότητα θέλαμε να γίνουμε η απογευματινή εκδοχή της “Αυγής”, αλλά ντρεπόμασταν να το πούμε…», συμπληρώνει.

«Ερμαφρόδιτοι, ευνουχισμένοι, ακρωτηριασμένοι, χάσαμε την επαφή με τον κόσμο μας και ανίσχυροι όπως μείναμε, γίναμε έρμαιο στις μεθοδεύσεις μιας παρέας που δεν έχει ιερό και όσιο και δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τις πιο αποτρόπαιες εκδοχές του εκβιασμού για να πετύχει τους σκοπούς της. Να μας υποτάξει! Γιατί είναι “ύβρις” με την αρχαιοπρεπή έννοια του όρου να εκμεταλλεύεσαι τη σωματική αδυναμία ενός ανθρώπου, ανεξάρτητα από τις δικές του ευθύνες που σου έδωσαν ισχυρό “πάτημᔨγια να υλοποιήσεις εύκολα και ανεμπόδιστα τους σχεδιασμούς σου…».