Την άποψή τους για την συγχώνευση του Εθνικού Κέντρου Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας (ΕΚΟΜΕ) και του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου (ΕΚΚ), με νομοσχέδιο του υπουργείου Πολιτισμού, δημιουργώντας έναν νέο ενιαίο φορέα στη θέση τους, κατέθεσαν πέντε άνδρες που υπηρετούν από διαφορετικό μετερίζι ο καθένας τις οπτικοακουστικές παραγωγές, στο πλαίσιο του 9oυ Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών.

«Τα τελευταία χρόνια υπήρξε άνθιση των οπτικοακουστικών παραγωγών στη χώρα μας. Πρέπει να δούμε ποιο θα είναι το επόμενο βήμα για να τη εκμεταλλευτούμε» ανέφερε ο Λεωνίδας Χριστόπουλος, President & CEO της EKOME, κάνοντας λόγο για την αναγκαιότητα απαγκίστρωσης από παθογένειες του παρελθόντος, όπως οι διάσπαρτες δομές και οι επικαλυπτόμενες αρμοδιότητες, για να πάμε ένα βήμα παραπέρα. «Πλέον η χώρα χρειάζεται ένα νέο σύστημα διακυβέρνησης που θα προωθεί την ελληνική κινηματογραφική τέχνη και θα διαχειρίζεται με ενιαία πολιτική όλα τα χρηματοδοτικά εργαλεία, επιλεκτικά και αυτόματα, θα προωθεί ενιαία την ελληνική κινηματογραφία προς το εξωτερικό και το οποίο θα εντάξει στην αποστολή του κάτι που έρχεται με πολλές ευκαιρίες και απειλές, την τεχνολογία» επισήμανε.

«Ενιαίος φορέας ισούται με καλύτερη πρόσβαση στην χρηματοδότηση», πρόσθεσε ο κος Χριστόπουλος, σημειώνοντας ότι το νομοσχέδιο του ΥΠΟ προβλέπει πως το 50% των τελών που θα εισπράττονται από τη (συνδρομητική) τηλεόραση θα πηγαίνει για την ενίσχυση της κινηματογραφικής τέχνης. Η δημιουργία ενός τέτοιου φορέα όμως σημαίνει και κάτι άλλο, γιατί δίνει σήμα στο εξωτερικό ότι εδώ κάτι συμβαίνει, συμπλήρωσε. «Με αυτή την έννοια, είναι ένα νομοσχέδιο φυγής προς το μέλλον» κατέληξε.

«Το σινεμά είναι η πολιτιστική μας κληρονομιά. Αλλά για να κάνει πολιτιστική διπλωματία το κράτος, πρέπει να παρέχει ένα πλαίσιο επενδυτικής σταθερότητας» ανέφερε η Αμάντα Λιβανού, Vice President SAPOE, CEO-Producer Neda Film, Greece. Το ΕΚΚ σήμερα είναι το πιο υπεχρηματοδοτούμενο στην Ευρώπη. Χαρακτηριστικά, το 2022 ήταν λίγο πάνω από την Αλβανία και πλέον έχει κατρακυλήσει στα επίπεδα του 2012, ανέφερε σχετικά. Το ίδιο, όπως είπε, συμβαίνει με την τηλεόραση, κάνοντας λόγο για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. «Δεν μπορούμε να μείνουμε μόνο στο ανεξάρτητο χρηματοδοτικό εργαλείο του ΕΚΟΜΕ, δεν φτάνει» υπογράμμισε η κα Λιβανού, τονίζοντας όμως πως θα πρέπει να υπάρχει ισορροπία μεταξύ των δύο πηγών χρηματοδότησης.

«Μετά τον εγκλεισμό της πανδημίας ο κόσμος ζητάει περισσότερα, αλλά η γραμμική τηλεόραση δεν μπορεί να ανταποκριθεί κι έτσι ο κόσμος στρέφεται στις πλατφόρμες» ανέφερε ο Γιάννης Καραγιάννης, CEO, J. K. Productions S.A, Kapa Studios, Greece. Η φθίνουσα αυτή πορεία, όπως εξήγησε, είναι πιέζει κοστολογικά τους παραγωγούς αλλά και την τηλεόραση που δεν αναλαμβάνει ρίσκο να κάνει κάτι μεγάλο. «Μόνο ανάχωμα είναι ο ελληνικός λόγος και η ελληνική γλώσσα» σημείωσε, αλλά αυτό δεν ενδιαφέρει τους νέους. «Ζητάμε από το κράτος να μας προστατεύσει και να φτιάξει ένα δίκαιο σύστημα» τόνισε ο κος Καραγιάννης, επισημαίνοντας τον κίνδυνο εξαφάνισης του κλάδου του. Είναι ανάγκη να συνασπιστούμε για να δημιουργήσουμε production value και έσοδα, συμπλήρωσε, υπογραμμίζοντας πως θα πρέπει ο χώρος να ορίσει μία στρατηγική για τα επόμενα 5-10 χρόνια.

Για έναν κατακερματισμό όσον αφορά την χρηματοδότηση των ελληνικών κινηματογραφιών παραγωγών, έκανε λόγο ο Κωνσταντίνος Κοντοβράκης, Film Producer, Greece, σχολιάζοντας το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο. Όπως εξήγησε, η νομοθεσία ορίζει ότι η τηλεόραση οφείλει να επιστρέφει το 1,5% των ακαθάριστων εσόδων της στις κινηματογραφικές παραγωγές, αλλά αυτό το κάνει μόνο η ΕΡΤ και οι ελληνικές συνδρομητικές. Ορίζει επίσης ότι ένα άλλο 1,5% πρέπει να επιστρέφει από τις ξένες πλατφόρμες, αλλά αυτό δεν εφαρμόστηκε ποτέ. «Συγχωνεύοντας τους δύο οργανισμούς, το ΥΠΟ δημιουργεί νέα χρηματοδοτικά εργαλεία, με τα τέλη που βάζει στην συνδρομητική τηλεόραση. Ωστόσο αφήνει απ’ έξω τον πιο βασικό παίχτη, τις ξένες πλατφόρμες» τόνισε ο κος Κοντοβράκης, επισημαίνοντας τον κίνδυνο η νομοθετική πρωτοβουλία να ανοίξει άλλα μέτωπα.

Στην εμπειρία του από το cash rebate της ταινίας «Ευτυχία», αναφέρθηκε ο Διονύσης Σαμιώτης, Vice President, Tanweer Group, Greece. Όπως εξήγησε, έλαβαν 300 χιλ. ευρώ, μοχλεύοντας άλλες 850 χιλ. από ιδιωτικές επενδύσεις. «Πριν δώσει την επένδυση το κράτος δημιούργησε μια διεύρυνση της φορολογητέας βάσης, με 800 χιλ. ΦΠΑ από τα εισιτήρια, με 190 χιλ. ΦΠΑ μόνο από τα κυλικεία των αιθουσών», ενώ οι εργοδοτικές εισφορές ξεπέρασαν όπως είπε, τις 100 χιλ. ευρώ, χαρακτηρίζοντας premium κίνητρο το cash rebate». Αντίστοιχα, στην ταινία «Φόνισσα» το rebate ξεπέρασε το 40% ενώ υπήρξε και 1 εκ. από ιδιωτικές επενδύσεις, κάνοντας leverage στην διεύρυνση της φορολογητέας βάσης και στο ΦΠΑ των εισιτηρίων. «Το cost – benefit είναι σοβαρό case study προς οποιαδήποτε κυβέρνηση αλλά πρέπει να δει κανείς και το impact με ό,τι φέρνει αυτό σε τουρισμό, ανάπτυξη οικονομίας, κλπ.» κατέληξε.

«Σωστά ενισχύεται από το ΕΚΟΜΕ και η τηλεόραση, ίσως όμως αυτή η ενίσχυση δεν θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει δεύτερους και τρίτους κύκλους σειρών, οι οποίοι στον πρώτο τους κύκλο – που δεν είχαν ενισχυθεί οικονομικά – δεν έφεραν καμία προοπτική και δεν εμπεριείχαν καμία προσδοκία πολιτιστικού αποτελέσματος» ανέφερε παίρνοντας τον λόγο ο Λάκης Λαζόπουλος, Actor, Writer, Director, Producer. Ο ίδιος τόνισε ωστόσο πως στήριξη της τηλεόρασης δεν σημαίνει υποκατάσταση της υποχρέωσης των καναλαρχών να μην πληρώνουν. Ο κος Λαζόπουλος έκανε εκτενή αναφορά στο διεθνές κινηματογραφικό γίγνεσθαι, εκτιμώντας πως η απομόνωσή μας από αυτό σχετίζεται με το ιδιαίτερο της γλώσσας μας. «Η γλώσσα των εικόνων θα μπορούσε να γίνει η γλώσσα με την οποία συνεννοείται η χώρα μας με τον υπόλοιπο κόσμο» τόνισε, φέρνοντας το παράδειγμα του Γιώργου Λάνθιμου. «Οι ταινίες του είναι στα αγγλικά όμως οι εικόνες των ταινιών του παράγονται από έναν ελληνικό νου», εξήγησε, καλώντας το ΥΠΟ και το ΕΚΟΜΕ να αντιληφθούν τη σημασία της γλώσσας των εικόνων ανεξαρτήτως της γλώσσας αυτής καθαυτής.