Μια νέα επιστημονική μελέτη, δημοσιευμένη στις 9 Απριλίου στο έγκριτο περιοδικό npj Mental Health Research, έρχεται να ρίξει φως σε έναν τομέα της έρευνας που τα τελευταία χρόνια αποκτά όλο και περισσότερη σημασία: τη σύνδεση μεταξύ εντέρου και εγκεφάλου.
Συγκεκριμένα, η μελέτη εξέτασε αν η λήψη προβιοτικών συμπληρωμάτων μπορεί να επηρεάσει θετικά τη διάθεση, αποκαλύπτοντας πως οι συμμετέχοντες παρουσίασαν αξιοσημείωτη μείωση της αρνητικής διάθεσης μόλις δύο εβδομάδες μετά την έναρξη της χορήγησης.
Η μελέτη: Τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή και με χρήση εικονικού φαρμάκου
Η έρευνα διενεργήθηκε με βάση την επιστημονική αυστηρότητα που απαιτείται σε τέτοιου είδους παρεμβάσεις. Πραγματοποιήθηκε ως τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο δοκιμή και περιέλαβε 88 υγιείς ενήλικες εθελοντές με μέσο όρο ηλικίας τα 22 έτη. Όλοι οι συμμετέχοντες ήταν σωματικά υγιείς, δεν παρουσίαζαν υπερβολικό βάρος (βάσει ΔΜΣ), ενώ είχαν αποκλειστεί άτομα με υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ή χρήση ναρκωτικών ουσιών.
Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες: η πρώτη έλαβε ένα συγκεκριμένο προβιοτικό μείγμα που περιλάμβανε εννέα διαφορετικά βακτηριακά στελέχη (Bifidobacterium, Lactobacillus και Lactococcus), ενώ η δεύτερη έλαβε εικονικό φάρμακο (placebo). Η αγωγή διήρκεσε 28 ημέρες, κατά τις οποίες οι συμμετέχοντες κατανάλωναν καθημερινά ένα φακελάκι των 2 γραμμαρίων διαλυμένο σε χλιαρό νερό.
Βελτίωση χωρίς αντικατάσταση της θετικής διάθεσης
Ένα από τα πλέον εντυπωσιακά ευρήματα της μελέτης ήταν ότι η αρνητική διάθεση των συμμετεχόντων που έλαβαν προβιοτικά παρουσίασε μείωση από τη δεύτερη κιόλας εβδομάδα, χωρίς όμως να παρατηρηθεί μεταβολή στην ήδη θετική τους διάθεση. Αυτή η διαφοροποίηση θεωρείται σημαντική από τους ερευνητές, καθώς δείχνει πως η παρέμβαση δεν προκάλεσε συναισθηματική «αμβλύτητα», ένα σύνηθες παράπονο μεταξύ ατόμων που λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά.
Η δρ Katerina Johnson, ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και πρώτη συγγραφέας της μελέτης, σχολίασε ότι η καθημερινή καταγραφή της διάθεσης των συμμετεχόντων αποτέλεσε βασικό στοιχείο στην επιτυχία της παρατήρησης των ψυχολογικών αλλαγών: «Αυτή είναι η πρώτη μελέτη που εφαρμόζει καθημερινή παρακολούθηση της διάθεσης για την αξιολόγηση των επιδράσεων των προβιοτικών και, στην πραγματικότητα, μέχρι το τέλος της μελέτης, η αρνητική τους διάθεση φαίνεται να βελτιώνεται», ανέφερε στο Healthline.
Η ίδια τόνισε ότι οι κλασικές ψυχολογικές αξιολογήσεις, όπως τα ερωτηματολόγια άγχους (STAI), ανησυχίας (PSWQ), κατάθλιψης (CES-D) και αρνητικής επίδρασης (PANAS), δεν κατόρθωσαν να ανιχνεύσουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων. Αντιθέτως, η καθημερινή αναφορά των συναισθηματικών καταστάσεων επέτρεψε την πιο λεπτομερή και ολιστική ανάλυση της συναισθηματικής εξέλιξης των συμμετεχόντων.
Η εντερική σεροτονίνη και ο άξονας εντέρου-εγκεφάλου
Η μελέτη βασίστηκε σε ένα ευρύτερο ερευνητικό υπόβαθρο που αφορά τον άξονα εντέρου-εγκεφάλου, το δίκτυο δηλαδή που συνδέει τη λειτουργία του γαστρεντερικού συστήματος με την ψυχική υγεία. Το έντερο παράγει περίπου 95% της συνολικής σεροτονίνης του σώματος, μιας νευροδιαβιβαστικής ουσίας κρίσιμης για τη ρύθμιση της διάθεσης, της όρεξης και της συναισθηματικής κατάστασης. Συνεπώς, η ενίσχυση της υγείας του εντέρου μέσω της μικροβιακής ισορροπίας θα μπορούσε να επηρεάσει ουσιαστικά τη συναισθηματική ευεξία.
Ποιοι επωφελούνται περισσότερο από τα προβιοτικά;
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη μελέτη, άτομα με υψηλότερη αρχική αποστροφή προς τον κίνδυνο, δηλαδή άτομα που χαρακτηρίζονται από αυξημένο άγχος ή προδιάθεση για συναισθηματική επιβάρυνση, φάνηκε να επωφελούνται περισσότερο από τη λήψη των προβιοτικών. Αυτό ανοίγει τον δρόμο για εξατομικευμένες προσεγγίσεις, όπου η χρήση προβιοτικών ενδέχεται να προσαρμόζεται ανάλογα με τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου.
Προειδοποιήσεις: Τα προβιοτικά δεν υποκαθιστούν την ιατρική αγωγή
Παρά τις ενθαρρυντικές ενδείξεις, η επιστημονική κοινότητα παραμένει επιφυλακτική απέναντι στην υπεραπλούστευση των ευρημάτων. Οι ερευνητές και ανεξάρτητοι ειδικοί επισημαίνουν πως τα προβιοτικά δεν υποκαθιστούν την ψυχιατρική φαρμακευτική αγωγή ή την ψυχοθεραπεία.
«Τα προβιοτικά σίγουρα δεν επαρκούν ως αυτόνομη λύση στην πρόληψη και θεραπεία ψυχικών ασθενειών», δήλωσε ο καθηγητής Christoph Thaiss, επίκουρος καθηγητής παθολογίας στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη. Ο ίδιος επεσήμανε πως τα προβιοτικά διατίθενται ως διατροφικά συμπληρώματα και όχι ως φαρμακευτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα να μην υπόκεινται στους ίδιους αυστηρούς ελέγχους αποτελεσματικότητας.
Ανάλογη στάση κράτησε και η δρ Lisa Durette, πρόεδρος ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή Kirk Kerkorian του Πανεπιστημίου της Νεβάδα στο Λας Βέγκας. Όπως δήλωσε: «Το άνοιγμα της συζήτησης γύρω από άλλους τρόπους για να βοηθήσουμε τους ασθενείς μας και η υιοθέτηση μιας πιο ολιστικής προσέγγισης είναι πολύ καλό… Μπορεί να είναι χρήσιμο να συμπληρώσετε αυτό που κάνετε με ένα πρεβιοτικό ή ένα προβιοτικό ή να είστε πιο προσεκτικοί στο να τρώτε περισσότερες ολόκληρες τροφές που ενισχύουν το μικροβίωμα του εντέρου».
Ωστόσο, κατέληξε λέγοντας πως η υπάρχουσα έρευνα δεν αρκεί ακόμα για να προτείνει την αντικατάσταση των καθιερωμένων θεραπειών.
Ποιες είναι οι προοπτικές
Η μελέτη της ομάδας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης αποτελεί ένα σημαντικό βήμα στην εξερεύνηση του ρόλου των προβιοτικών στην ψυχική ευεξία. Παρά τις σαφείς ενδείξεις βελτίωσης της αρνητικής διάθεσης, τα αποτελέσματα πρέπει να ερμηνευτούν με προσοχή και όχι ως πανάκεια. Η σύνδεση εντέρου-εγκεφάλου φαίνεται πως είναι υπαρκτή και ισχυρή, αλλά η επιστημονική κατανόησή της βρίσκεται ακόμα σε πρώιμο στάδιο.
Στο μέλλον, περαιτέρω μελέτες σε μεγαλύτερους και διαφοροποιημένους πληθυσμούς, καθώς και μακροχρόνιες παρατηρήσεις, θα είναι απαραίτητες για να προσδιοριστεί με ακρίβεια ποιοι ωφελούνται περισσότερο, ποιοι κινδυνεύουν και πώς ακριβώς η μικροβιακή ισορροπία του εντέρου επηρεάζει τη συναισθηματική κατάσταση.