Η διοίκηση του Ντόναλντ Τραμπ αναμένεται σήμερα να συνδέσει τη χρήση του δημοφιλούς φαρμάκου Τυλένολ από έγκυες γυναίκες, γνωστό ως παρακεταμόλη σε άλλες χώρες, με τον κίνδυνο εμφάνισης αυτισμού, σε αντίθεση με τις ιατρικές οδηγίες, σύμφωνα με ρεπορτάζ της Washington Post.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, αξιωματούχοι της διοίκησης Τραμπ αναμένεται επίσης να ανακοινώσουν προσπάθεια διερεύνησης του φαρμάκου λευκοβορίνη ως πιθανής θεραπείας για τον αυτισμό, όπως ανέφεραν τέσσερις ανώνυμες πηγές με γνώση των σχεδίων, επειδή η ανακοίνωση δεν είχε γίνει ακόμη.
Οι ιατρικές οδηγίες αναφέρουν ότι είναι ασφαλές για τις έγκυες γυναίκες να παίρνουν Τυλένολ, το διαθέσιμο χωρίς συνταγή αναλγητικό, του οποίου η δραστική ουσία είναι γνωστή ως ακεταμινοφαίνη στις ΗΠΑ και παρακεταμόλη σε άλλες χώρες.
Ο Τραμπ είχε προαναγγείλει την ανακοίνωση κατά τη διάρκεια του μνημοσύνου του συντηρητικού ακτιβιστή Τσάρλι Κερκ την Κυριακή, λέγοντας στο κοινό: «Νομίζω ότι βρήκαμε μια απάντηση στον αυτισμό». Το Σάββατο, ο πρόεδρος είχε δηλώσει ότι η προγραμματισμένη ανακοίνωση θα είναι «ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που θα κάνουμε».
Νωρίτερα τον Σεπτέμβριο, η Wall Street Journal ανέφερε ότι ο υπουργός Υγείας Ρόμπερτ Φ. Κένεντι Τζούνιορ, σχεδίαζε να ανακοινώσει ότι η χρήση Τυλένολ από έγκυες γυναίκες συνδέεται πιθανώς με τη διαταραχή του φάσματος του αυτισμού, η οποία ορίζεται ως νευροαναπτυξιακή κατάσταση με δυσκολίες στην κοινωνική και επικοινωνιακή λειτουργία και επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές.
Ορισμένες ιατρικές μελέτες που περιλάμβαναν τη χορήγηση λευκοβορίνης σε παιδιά με αυτισμό έχουν δείξει «αυτό που ορισμένοι επιστήμονες περιγράφουν ως αξιοσημείωτες βελτιώσεις στην ικανότητά τους να μιλούν και να κατανοούν τους άλλους», αν και αυτές οι δοκιμές θεωρούνται πρώιμες.
Ο Κένεντι έχει υποστηρίξει ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται υπό την επίδραση μιας «επιδημίας αυτισμού», τροφοδοτούμενης από «περιβαλλοντικές τοξίνες».
Δεκαετίες έρευνας δεν έχουν δώσει σαφείς απαντήσεις για τους παράγοντες που συμβάλλουν στον αυτισμό, αλλά πολλοί επιστήμονες πιστεύουν ότι τα γονίδια, πιθανώς σε συνδυασμό με περιβαλλοντικές επιρροές, παίζουν ρόλο.