Στις 11 Ιανουαρίου 1801, 18 γυναίκες οδηγήθηκαν στον πάτο των παγωμένων νερών της λίμνης Παμβώτιδας στα Ιωάννινα. Ανάμεσά τους, η κυρά Φροσύνη -μια Γιαννιώτισσα αριστοκράτισσα, γνωστή για την ομορφιά και την κοινωνική της επιρροή. Η διαταγή για τον πνιγμό τους ήρθε απευθείας από τον Αλή Πασά, τον άνδρα που διαδραμάτισε για περισσότερα από 40 χρόνια σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ηπείρου, από το 1788 όταν και διορίστηκε πασάς των Ιωαννίνων μέχρι τις αρχές της Ελληνικής Επανάστασης.
Δύο αιώνες αργότερα, το ερώτημα παραμένει: Ήταν η εκτέλεση αποτέλεσμα προσωπικής εκδίκησης, πολιτικής σκοπιμότητας ή κοινωνικού παραδειγματισμού; Ποιος ήταν τελικά ο ρόλος της Φροσύνης στη διαμόρφωση των γεγονότων;
Η ζωή της κυρά Φροσύνης
Η κυρά Φροσύνη, γνωστή και ως Ευφροσύνη Βασιλείου, γεννήθηκε περίπου το 1773 στα Ιωάννινα. Ήταν ανιψιά του μητροπολίτη Γαβριήλ Γκάγκα, γεγονός που της έδινε μια σύνδεση με τον θρησκευτικό και κοινωνικό κύκλο της εποχής.
Η Φροσύνη φημιζόταν για την ομορφιά, το «γένος» της και πιθανότατα τη μόρφωσή της. Στα Ιωάννινα διατηρούσε ένα ιδιότυπο «σπίτι-σαλόνι», όπου δεχόταν επισκέπτες -Έλληνες και ξένους- και γινόταν πηγή θαυμασμού και σχολιασμού.
Ο Τζορτζ Φίνλεϊ -Βρετανός ιστορικός του 19ου αιώνα, σκωτικής καταγωγής και φιλέλληνας- στο έργο του «History of the Greek Revolution» αναφέρει ότι η «Ευφροσύνη ήταν συγγενής ιερέα, αλλά παραμελούσε τις βιογραφίες των αγίων και προτιμούσε να διαβάζει τους “άτακτους” αρχαίους Έλληνες συγγραφείς», ενώ ο Παναγιώτης Αραβαντινός -Έλληνας λόγιος, ιστοριοδίφης και συγγραφέας του 19ου αιώνα- στη «Χρονογραφία της Ηπείρου» αναφέρει τη Φροσύνη ως μια Ελληνίδα με τη συνηθισμένη, δηλαδή ανύπαρκτη, παιδεία των γυναικών της εποχής της.
Παντρεύτηκε τον Δημήτριο Βασιλείου, πλούσιο έμπορο και πρόκριτο των Ιωαννίνων και απέκτησαν μαζί δύο παιδιά. Ο σύζυγός της φέρεται να απουσίαζε εκείνη την εποχή στη Βενετία, είτε για επαγγελματικά ταξίδια είτε για να αποφεύγει τις οικονομικές απαιτήσεις του Αλή Πασά.
Η σχέση της κυρά Φροσύνης με τον Μουχτάρ, τον πρωτότοκο γιο του Αλή Πασά, παραμένει μέχρι σήμερα μια από τις πιο αμφιλεγόμενες πτυχές της ιστορίας της. Η ίδια η φύση της σχέσης τους -αν ήταν πράγματι ερωτική ή αποτέλεσε απλώς αφορμή για μια πιο σύνθετη πολιτική και κοινωνική εξόντωση- έχει διχάσει ιστορικούς και λαϊκές αφηγήσεις.
Κατά την απουσία του συζύγου της, η Φροσύνη φέρεται να συναντιόταν ερωτικά με τον φιλήδονο, γλεντζέ και ανέμελο -όπως περιγράφεται- γιο του Αλή Πασά. Οι περισσότεροι παρουσιάζουν αυτή τη σχέση ως τη βασική και μοναδική αιτία της καταδίκης της. Άλλοι, ωστόσο, θεωρούν ότι η εύπορη και κοινωνικά δραστήρια Φροσύνη διατηρούσε ένα «ανοιχτό» σπίτι, όπου δεχόταν συχνά επισκέψεις ανδρών και την παρουσιάζουν σχεδόν ως μια «εταίρα» με πολλαπλούς δεσμούς.

Αναφορικά με την απουσία του συζύγου της, Βασιλείου, ορισμένοι μελετητές προσθέτουν ότι δεν ήταν τυχαία. Ενδέχεται να έλειπε σκοπίμως από τα Ιωάννινα, προκειμένου να αποφύγει κάθε εμπλοκή ή τοποθέτηση γύρω από το ζήτημα της σχέσης της συζύγου του με τον Μουχτάρ. Η υποψία μιας τέτοιας σχέσης, ακόμη και χωρίς αποδείξεις, θεωρούνταν εξαιρετικά ατιμωτική για έναν άνδρα την εποχή εκείνη και μπορούσε να πλήξει την προσωπική του υπόληψη, την κοινωνική του θέση, αλλά και την οικονομική του κατάσταση.
Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι όλα αυτά διατυπώνονται μέσα σε ένα πλαίσιο βαθιάς πατριαρχίας. Μια εποχή στην οποία η κοινωνική θέση των γυναικών ήταν εξαιρετικά υποβαθμισμένη. Αρκούσε μια γυναίκα να βγει μόνη της από το σπίτι χωρίς την παρουσία του συζύγου της ή να συνομιλήσει με άντρες εκτός οικογενειακού κύκλου, για να θεωρηθεί «ύποπτη» ή «ανήθικη». Σε αυτό το κλίμα, κάθε κίνηση γινόταν εύκολα αντικείμενο καταδίκης -ιδιαίτερα όταν ενοχλούσε την κοινωνική ή πολιτική ισορροπία.
Σε κάθε περίπτωση, η παρουσία της Φροσύνης στο επίκεντρο της τοπικής κοινωνίας και η φημολογούμενη επιρροή της φαίνεται πως αποτέλεσαν ενοχλητικό στοιχείο για ένα αυστηρά ανδροκρατούμενο καθεστώς. Και ίσως, για τον Αλή Πασά, αυτή να ήταν η πραγματική απειλή που έπρεπε να «εξουδετερωθεί».
Ο Μουχτάρ, ήδη παντρεμένος και πατέρας, φέρεται να είχε χαρίσει στη Φροσύνη ένα πολύτιμο δαχτυλίδι. Το κόσμημα αυτό, σύμφωνα με αρκετές εκδοχές, έγινε η αφορμή για σύγκρουση: η νόμιμη σύζυγος του Μουχτάρ το αναγνώρισε -είτε το είδε να το φορά η Φροσύνη στα λουτρά είτε το εντόπισε σε κοσμηματοπωλείο όπου είχε επιχειρήσει να το πουλήσει. Η σύζυγος, με την υποστήριξη της αδελφής της (η οποία ήταν παντρεμένη με τον δεύτερο γιο του Αλή Πασά), φέρεται να απευθύνθηκε στον Αλή ζητώντας παραδειγματική τιμωρία.
Λίγες ημέρες αργότερα ξεκινά μια συντονισμένη επιχείρηση συλλήψεων. Γυναίκες που θεωρούνταν κατά τους ίδιους «ελευθέρων ηθών» ή απλώς ανήκαν στον κύκλο της Φροσύνης συνελήφθησαν σε διάφορες συνοικίες των Ιωαννίνων. Όλες μεταφέρθηκαν αρχικά στην οικία του Νικόλαου Γιάγκα, προκρίτου της περιοχής και στη συνέχεια κρατήθηκαν σε φυλακή μέχρι να εκτελεστεί η απόφαση.
Ο θείος της Φροσύνης φέρεται να προσπάθησε να μεσολαβήσει για τη σωτηρία της, απευθύνοντας προσωπική έκκληση στον Αλή Πασά. Ωστόσο, οι προσπάθειές του δεν είχαν αποτέλεσμα. Το μόνο που του επιτράπηκε τελικά ήταν να πάρει υπό την προστασία του τα δύο μικρά παιδιά της, μετά τον πνιγμό.
Το ξημέρωμα της 11ης Ιανουαρίου 1801 (ή 1800, κατά άλλες πηγές), οι δεκαοχτώ γυναίκες -ανάμεσά τους η Φροσύνη- μεταφέρθηκαν δεμένες και τοποθετημένες μέσα σε σακιά. Με βάρκες οδηγήθηκαν στα βαθιά της λίμνης Παμβώτιδας και ρίχτηκαν στο νερό. Μόνο μία λέγεται ότι γλίτωσε. Οι σοροί των υπολοίπων ξεβράστηκαν αργότερα στις όχθες και θάφτηκαν με χριστιανικά έθιμα στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων.
Σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, ανάμεσα στις εκτελεσμένες βρισκόταν και η Βάγια Χρύσα, πιστή συνοδός της Φροσύνης, η οποία φέρεται να πνίγηκε είτε μαζί με την κυρά της είτε αμέσως μετά, ανίκανη να αντέξει τον αποχωρισμό.

Ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που διατάχθηκε η εκτέλεσή της;
Όπως συμβαίνει με πολλές ιστορίες της εποχής, δεν υπάρχει ομόφωνη απάντηση -αλλά διάφορες εκδοχές.
Η «ερωτική εκδοχή»: Η πιο διαδεδομένη αφήγηση είναι ότι η σχέση της Φροσύνης με τον Μουχτάρ ήταν το άμεσο κίνητρο της εκτέλεσής της. Το δαχτυλίδι, ως σύμβολο αυτής της σχέσης, μετατράπηκε σε «αποδεικτικό στοιχείο», και η σύζυγος του Μουχτάρ, μαζί με άλλες οικογένειες, ζητούσαν «ηθική αποκατάσταση» από τον Αλή.
Η «πολιτική / συμβολική εκδοχή»: Κάποιοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η Φροσύνη ήταν συμβολικό θύμα μιας επέμβασης της εξουσίας της εποχής: ότι η παρουσία της, ως γυναίκα μορφωμένη, με κοινωνικό κύκλο και με ένα σπίτι στο οποίο δεχόταν καθημερινά επισκέψεις από άτομα της τοπικής κοινωνίας, απειλούσε τον πασά και την κοινωνική τάξη της εποχής. Αυτή η εκδοχή, θεωρεί ότι η κατηγορία της «ανηθικότητας» ήταν πρόσχημα για να επιβληθεί μια ένδειξη εξουσίας και φίμωσης ατόμων που μπορεί να έφερναν την αλλαγή στα Ιωάννινα, που δεν ήθελε ο Αλή Πασάς.
Η «προσωπική εκδοχή»: Μια λιγότερο τεκμηριωμένη θεωρία υποστηρίζει ότι ο ίδιος ο Αλή Πασάς ήταν ερωτευμένος με τη Φροσύνη και ζήλευε τον γιο του. Η εκτέλεση άλλων γυναικών λειτουργεί ως «κάλυψη» για να μη φαίνεται ότι η εκδίκησή του αφορούσε αποκλειστικά την ίδια.
Η εκδοχή της «κοινωνικής κάθαρσης»: Ο Αλή Πασάς, ως ηγεμόνας με ισχυρό παιχνίδι ισχύος, ίσως θέλησε να επιδείξει αυστηρότητα απέναντι στην ηθική διάβρωση, να στείλει μήνυμα στην κοινωνία ότι θα τιμωρείται η «ανηθικότητα», ειδικά αν αφορούσε γυναίκες.
Συνδυαστικές εκδοχές: Πολλοί μελετητές συμφωνούν ότι ο πνιγμός της κυρά Φροσύνης δεν ήταν απλώς η «τιμωρία» μιας ερωτικής σχέσης, αλλά αποτέλεσμα ενός σύνθετου πλέγματος προσωπικών, κοινωνικών και πολιτικών παραγόντων. Το σκάνδαλο της σχέσης με τον Μουχτάρ, η πίεση των συζύγων των Πασάδων, αλλά και η ανάγκη του Αλή Πασά να διατηρήσει τον έλεγχο στην πόλη και να επιβάλει δημόσια και παραδειγματικά την εξουσία του, φαίνεται πως συνέκλιναν στη βίαιη απόφαση.
Άλλωστε, το γεγονός ότι εκτελέστηκαν συνολικά 18 γυναίκες -πολλές από τις οποίες δεν φαίνεται να είχαν καμία άμεση εμπλοκή με την υπόθεση- ενισχύει την άποψη ότι η εκτέλεση ήταν περισσότερο μια πράξη παραδειγματισμού και εκφοβισμού του γυναικείου πληθυσμού, παρά απονομή «δικαιοσύνης». Δεν πρόκειται για ένα προσωπικό δράμα, αλλά για μια σκληρή, δημόσια δήλωση ισχύος.
Η κυρά Φροσύνη δύο αιώνες μετά
Η υπόθεση της κυρά Φροσύνης δεν είναι απλώς ένα κεφάλαιο της τοπικής ιστορίας των Ιωαννίνων. Είναι μια ιστορία που συγκεντρώνει στοιχεία έρωτα, εξουσίας, πολιτικής σκοπιμότητας και κοινωνικού ελέγχου και συνεχίζει να προκαλεί ερωτήματα.
Παρότι οι ιστορικοί διαφωνούν για τα ακριβή κίνητρα πίσω από την εκτέλεση, το γεγονός παραμένει: 18 γυναίκες δολοφονήθηκαν.
Η Φροσύνη δεν ήταν η μόνη, ούτε ίσως η πιο «ένοχη». Όμως το όνομά της επιβίωσε, ακριβώς γιατί συγκέντρωσε πάνω της τις αντιφάσεις μιας ολόκληρης εποχής: την ελευθερία απέναντι στον έλεγχο, τη φήμη απέναντι στην καταστολή, τη γυναικεία παρουσία σε έναν κόσμο που την ήθελε σκοπίμως αόρατη.
Και ίσως αυτό εξηγεί γιατί, δύο αιώνες μετά, το όνομά της παραμένει ζωντανό στη συλλογική μνήμη, τα δημοτικά τραγούδια, τη λογοτεχνία, τον θρύλο, αλλά και τη δημόσια συζήτηση γύρω από τη θέση των γυναικών, τη βία της εξουσίας και τις ιστορικές αδικίες.
Το πρόσωπό της λειτουργεί σαν καθρέφτης για ερωτήματα που παραμένουν πιο επίκαιρα από ποτέ: Τι σημαίνει «ηθική»; Ποιος έχει την εξουσία να ορίζει τη ζωή και τον θάνατο; Και πόσο εύκολα μπορεί ένας άνθρωπος να γίνει αποδιοπομπαίος τράγος;