Κενό ρευστότητας ύψους 33 δισ. ευρώ που δημιούργησε η πανδημία κατάφεραν να καλύψουν μέσα σε λίγους μήνες οι επιχειρήσεις. Τούτο υποστηρίζει η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, μετά από ανάλυση ενός περιεκτικού δείγματος 30.000 επιχειρήσεων, που αντιστοιχούν στα ⅔ τον πωλήσεων της οικονομίας και στο μισό περίπου ΑΕΠ.

Πώς λοιπόν καλύφθηκε αυτό το κενό; Σύμφωνα με την Εθνική Τράπεζα, η έγκαιρη υιοθέτηση μέτρων από την κυβέρνηση, σε συνδυασμό με την άμεση αντίδραση των τραπεζών να «παγώσουν» την πληρωμή χρεολυσίων, περιόρισε το παραπάνω κενό κατά περίπου 12 δισ. ευρώ.

Υποθέτοντας ότι οι επιχειρήσεις θα χρησιμοποιήσουν το μισό του «ταμειακού μαξιλαριού» που έχουν (περίπου 6 δισ. ευρώ), το εναπομείναν κενό ρευστότητας περιορίζεται στα 15,5 δισ. ευρώ.

Αυτό εκτιμά η Εθνική ότι μπορεί να καλυφθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του από την αξιοποίηση των εγγυοδοτικών προγραμμάτων και των ΤΕΠΙΧ (9 δισ ευρώ), και την παροχή νέων δανείων και αναχρηματοδοτήσεων, καθώς και την πληρέστερη χρήση των πιστωτικών γραμμών.

Σύμφωνα με την Εθνική Τράπεζα με την ταυτόχρονη αντίδραση (α) των επιχειρήσεων (περιορισμός κόστους), (β) της κυβέρνησης (μέτρα ελάφρυνσης και στήριξης τραπεζικού δανεισμού) και (γ) των τραπεζών (πάγωμα χρεολυσίων, αναχρηματοδοτήσεις και νέος δανεισμός), το κενό ρευστότητας που δημιούργησε η πτώση της ζήτησης λόγω πανδημίας σχεδόν καλύπτεται.

Έτσι, φαίνεται ότι λειτουργεί ένα επιτυχές «φρένο» στις δευτερογενείς επιδράσεις της υγειονομικής κρίσης στην ελληνική οικονομία (που θα πρόκυπταν από τη χρηματοοικονομική ασφυξία ενός σημαντικού ποσοστού επιχειρήσεων), υπό την προϋπόθεση ότι η υγειονομική κρίση παραμένει υπό έλεγχο στο υπόλοιπο του έτους.

Οι αναλυτές της τράπεζας εκτιμούν ότι η πτώση του επιχειρηματικού ΑΕΠ (εκτιμώμενου βάσει των εισοδημάτων των παραγωγικών συντελεστών στον επιχειρηματικό τομέα) θα είναι της τάξης του 12% το 2020 (περίπου 10 δις. ευρώ), αντανακλώντας συρρίκνωση των λειτουργικών κερδών κατά 15% (περίπου 7 δισ. ευρώ ) και πτώση του εισοδήματος εργασίας κατά 3 δισ. ευρώ (-8% σε ετήσια βάση συμπεριλαμβανομένων των μέτρων στήριξης).

Η μείωση των συγκεκριμενών μεγεθών (κερδών και αμοιβής εργασίας) σε επίπεδο οικονομίας θα είναι σημαντικά ηπιότερη 10% και 5,8% ετησίως αντίστοιχα λόγω, κυρίως, της ανθεκτικότητας της δραστηριότητας του δημόσιου τομέα (συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων επενδύσεων και του τομέα υγείας) και του πρωτογενούς τομέα. Οι ανωτέρω εκτιμήσεις είναι συμβατές με ετήσια συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 7,5% το 2020.

Στο σκέλος της αγοράς εργασίας, σύμφωνα με την ΕτΕ η μείωση της απασχόλησης στο σύνολο της οικονομίας αναμένεται να κορυφωθεί το 3ο τρίμηνο, με άνω του 90% από την απώλεια θέσεων εργασίας να προέρχεται από τον επιχειρηματικό τομέα.

Αντίστοιχα, το ποσοστό ανεργίας θα κορυφωθεί το 3ο τρίμηνο, αλλά θα επανέλθει άμεσα σε πτωτική τάση και σε επίπεδα αισθητά χαμηλότερα του 20% το 4ο τρίμηνο του 2020. Οι ανωτέρω εκτιμήσεις υποθέτουν ότι η υγειονομική κρίση παραμένει υπό έλεγχο στο υπόλοιπο του έτους -με χρήση στοχευμένων μόνο παρεμβάσεων-, χωρίς την ανάγκη λήψης εκτεταμένων περιοριστικών μέτρων σε εθνικό επίπεδο και χωρίς σημαντική αύξηση της αβεβαιότητας στο υπόλοιπο του έτους.