Δέσμη μέτρων που αποσκοπεί στη διεύρυνση του θεσμού των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ) προωθεί το υπουργείο Εργασίας, στο πλαίσιο του νέου μίνι ασφαλιστικού νομοσχεδίου το οποίο σχεδιάζεται να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση το φθινόπωρο. Στόχος του υπουργείου είναι να ενισχυθεί η παρουσία του δεύτερου πυλώνα ασφάλισης στη χώρα, μέσω παροχής φορολογικών και θεσμικών κινήτρων, αλλά και με την άρση στρεβλώσεων που τα τελευταία χρόνια λειτουργούν αποτρεπτικά για την ανάπτυξή του.
Οι αλλαγές θα επικεντρωθούν κυρίως σε δύο άξονες: αφενός, στο ύψος των εισφορών που μπορούν να κατευθυνθούν σε ένα ΤΕΑ ως επενδυτικό συνταξιοδοτικό κεφάλαιο, και αφετέρου, στη βελτίωση του φορολογικού καθεστώτος. Το δεύτερο ζήτημα θεωρείται και το πλέον κρίσιμο, καθώς σύμφωνα με τους εκπροσώπους του κλάδου, τα ΤΕΑ αντιμετωπίζουν διαχρονικά άνιση μεταχείριση σε σχέση με τα Ομαδικά Ασφαλιστήρια Συνταξιοδοτικά Συμβόλαια (ΟΑΣ), γεγονός που περιορίζει την ελκυστικότητα και τον ρυθμό ανάπτυξης του θεσμού.
Στο τραπέζι των διαβουλεύσεων έχουν τεθεί τρία βασικά σημεία:
- Η διευκόλυνση της φορητότητας ασφαλιστικών δικαιωμάτων μεταξύ φορέων του δεύτερου πυλώνα, προκειμένου οι εργαζόμενοι να έχουν μεγαλύτερη ευελιξία στην εναλλαγή μεταξύ ΤΕΑ και ΟΑΣ.
- Η μείωση του κόστους λειτουργίας και διαχείρισης των Ταμείων μέσω στοχευμένων φοροαπαλλαγών, ώστε να ενισχυθεί η αποδοτικότητα και να καταστούν πιο προσιτά τόσο για εργαζόμενους όσο και για εργοδότες.
- Η δημιουργία ενιαίας πλατφόρμας πληροφόρησης, η οποία θα παρέχει στους ασφαλισμένους πρόσβαση σε αναλυτικά στοιχεία για τις παροχές, επιτρέποντας συγκρίσεις και ενισχύοντας τη διαφάνεια.
Οι προηγούμενες παρεμβάσεις
Ήδη από τον περασμένο Φεβρουάριο είχαν θεσπιστεί μικρές βελτιωτικές αλλαγές που έθεσαν τις βάσεις για την ενίσχυση του θεσμού. Μεταξύ αυτών, η αύξηση του ανώτατου ορίου των ετήσιων εισφορών εργαζομένων και εργοδοτών προς τα ΤΕΑ, αλλά και η επέκταση των φοροαπαλλαγών ώστε να καλύπτονται οι δαπάνες για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη μελών της οικογένειας του εργαζόμενου. Ανάλογη φορολογική μεταχείριση προβλέπεται πλέον και για αντίστοιχη κάλυψη μέσω ομαδικών ασφαλιστηρίων.
Σύμφωνα με το υφιστάμενο καθεστώς, τα ασφάλιστρα που καταβάλλονται ετησίως δεν μπορούν να υπερβαίνουν:
- Για τους μισθωτούς, το 20% των μικτών αποδοχών και των παροχών σε είδος.
- Για τους μη μισθωτούς, το όριο των 20.000 ευρώ, αναπροσαρμοζόμενο με τον δείκτη τιμών καταναλωτή.
Η φορολόγηση των παροχών διαμορφώνεται ανάλογα με τη διάρκεια ασφάλισης: έως 20% για εφάπαξ καταβολές και έως 10% για συντάξεις, ενώ για πρόωρες ρευστοποιήσεις εφαρμόζεται προσαύξηση 50%. Ειδική ρύθμιση αφορά τους ασφαλισμένους άνω των 55 ετών, για τους οποίους προβλέπεται επιπλέον προσαύξηση 5% για κάθε έτος που υπολείπεται της πενταετίας ασφάλισης. Το συγκεκριμένο «πέναλτι» εκτιμάται ότι θα αποτελέσει αντικείμενο αναθεώρησης στο νέο πλαίσιο.
Ενεργητικό και επενδυτική δραστηριότητα
Παράλληλα, θετική δυναμική εμφανίζουν τα οικονομικά μεγέθη των Ταμείων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το ενεργητικό των ΤΕΑ ανήλθε στο τέλος του α’ τριμήνου του 2025 στα 2,54 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 30 εκατ. ευρώ σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο.
Οι συνολικές καταθέσεις των Ταμείων αυξήθηκαν κατά 5 εκατ. ευρώ και διαμορφώθηκαν στα 78 εκατ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 3,1% του συνολικού ενεργητικού (έναντι 2,9% το προηγούμενο τρίμηνο). Οι τοποθετήσεις σε χρεωστικούς τίτλους ανήλθαν σε 1,148 δισ. ευρώ, ενισχυμένες από καθαρές αγορές ελληνικών και ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων. Αντίστοιχα, η αξία των επενδύσεων σε μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων ανήλθε σε 843 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση έναντι του προηγούμενου τριμήνου.
Αντίθετα, οι τοποθετήσεις σε μετοχές και λοιπά μέσα κυριότητας υποχώρησαν στα 423 εκατ. ευρώ, εξέλιξη που αποδίδεται σε καθαρές πωλήσεις μετοχών εξωτερικού. Η μείωση αυτή, ωστόσο, αντισταθμίστηκε εν μέρει από θετικές ανατιμήσεις στην εγχώρια αλλά και σε διεθνείς αγορές.
Η κυβέρνηση φιλοδοξεί με τις νέες ρυθμίσεις να επιτύχει διπλό στόχο: αφενός, να προσφέρει περισσότερα κίνητρα για συμμετοχή εργαζομένων και εργοδοτών στον δεύτερο πυλώνα ασφάλισης, και αφετέρου, να ενισχύσει το συνολικό απόθεμα μακροπρόθεσμων αποταμιεύσεων στη χώρα, το οποίο μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός ανάπτυξης για την οικονομία μέσω των επενδύσεων.