«Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
που έρχεται αργά τ’ αποταχύ και πάρωρα το γιόμα.
Τ’ άκουσ’ ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ’ αηδόνι.
Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
αργά να πάει να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.».

Αυτοί είναι κάποιοι από τους στίχους, ενός από τα γνωστότερα, ωραιότερα και ίσως αρχαιότερα δημοτικά τραγούδια που περιγράφει τον μύθο της Λυγερής, την οποία θυσίασε ο Πρωτομάστορας σύζυγός της, για να χτιστεί το Γιοφύρι της Άρτας. Ένας μύθος που έχει ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας, καθώς τον συναντάμε σε διάφορες παραλλαγές του και σε άλλες χώρες των Βαλκανίων.

Και τα σύνορα της Ελλάδας πέρασε -και μάλιστα με σημαντικές διακρίσεις και επιτυχία – και η παράσταση «Πετριχώρα», σε σκηνοθεσία Χάρη Θώμου, που είναι βασισμένη στο θρυλικό δημοτικό τραγούδι «Το γιοφύρι της Άρτας» και τις βαλκανικές εκδοχές του. Και τώρα, μετά τη μεγάλη επιτυχία που σημείωσε στη Θεσσαλονίκη, με απανωτά sold out, αλλά και τα 2 διεθνή και 2 εγχώρια βραβεία που απέσπασε, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Αθήνα, στο Θέατρο Noūs – Creative space.

Με αφορμή το ανέβασμα της παράστασης στην πρωτεύουσα, μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη Χάρη Θώμο.

– Η παράσταση ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Αθήνα, μετά από τα απανωτά sold out στη Θεσσαλονίκη. Έχετε άγχος; Θεωρείτε πως υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο θεατρόφιλο κοινό των δύο πόλεων;

Κάθε νέα πόλη είναι σαν μια πρώτη συνάντηση. Κουβαλά μέσα της άγχος, συγκίνηση, αλλά κι εκείνη τη γλυκιά ανυπομονησία πριν ξεκινήσει η παράσταση. Μετά από τα συνεχόμενα sold out στη Θεσσαλονίκη, το ταξίδι της Πετριχώρας προς την Αθήνα μοιάζει με μια φυσική συνέχεια, αλλά και με μια νέα αρχή. Η ατμόσφαιρα της πρωτεύουσας έχει τη δική της πυκνότητα, μια ένταση που σε προκαλεί να σταθείς πιο συνειδητά απέναντι στο έργο σου. Ερχόμαστε με σεβασμό στο αθηναϊκό κοινό, γνωρίζοντας ότι κάθε θεατής φέρει τη δική του εμπειρία, τη δική του μνήμη του μύθου, τη δική του ανάγκη για συγκίνηση.

Παρόλα αυτά, έχουμε δει πως η Πετριχώρα επικοινωνεί παντού. Σε διαφορετικές πόλεις, ακόμη και σε άλλες χώρες, οι άνθρωποι αναγνώριζαν κάτι κοινό, κάτι βαθιά ανθρώπινο πίσω από τον μύθο. Ίσως γιατί μιλά για το τίμημα της δημιουργίας και τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στη θυσία και την ελπίδα. Αυτό το νήμα ενώνει τα βλέμματα κάθε φορά. Εύχομαι το αθηναϊκό κοινό να τη συναντήσει σαν μια ιστορία που, χωρίς να το περιμένει, του καθρεφτίζει κάτι από τον ίδιο του τον εαυτό.

Χάρης Θώμος

– Τι πρόκειται να δούμε στην παράσταση;

Στην Πετριχώρα ο θεατής εισέρχεται σε έναν κόσμο όπου το σώμα, ο ήχος και ο λόγος συνυπάρχουν σαν μια ενιαία αναπνοή. Φωνές, ψίθυροι, ρυθμοί και κινήσεις χτίζουν ένα τελετουργικό τοπίο που θυμίζει κάτι αρχαίο, σχεδόν πρωτόγονο. Στο κέντρο βρίσκεται ο μύθος του Γεφυριού της Άρτας, η ιστορία της θυσίας μιας γυναίκας για να σταθεί ένα έργο ανθρώπινο. Όμως εδώ η παράσταση δεν αφηγείται απλώς τον μύθο, αλλά τον ξαναγεννά μέσα από τα σώματα των ηθοποιών, τη μουσική, το σκοτάδι και το φως.

Από αυτό το υλικό ξεκινήσαμε για να μιλήσουμε για τη διαχρονική ανάγκη του ανθρώπου να δημιουργεί, ακόμη κι όταν η δημιουργία απαιτεί απώλεια. Στην πορεία αντλήσαμε στοιχεία και από άλλους λαϊκούς μύθους, ελληνικούς και ξένους, που μοιράζονται την ίδια ρίζα: Την λαϊκή πίστη ότι κάθε οικοδόμημα χρειάζεται μια ψυχή για να σταθεί. Ο θεατής δεν παρακολουθεί απλώς. Γίνεται μέρος αυτής της τελετής, ενός σκοτεινού παραμυθιού για την ομορφιά, την αδικία και το τίμημα της δημιουργίας.

– Γιατί επιλέξατε να αναμετρηθείτε επί σκηνής με τον μύθο του «Γιοφυριού της Άρτας»; Είναι για εσάς αυτή μία πρόκληση σκηνοθετικά;

Ο μύθος του Γιοφυριού της Άρτας είναι για ’μένα κάτι παραπάνω από ένα δημοτικό τραγούδι. Είναι μια αλληγορία για το κόστος της δημιουργίας. Κάθε φορά που ο άνθρωπος επιχειρεί να χτίσει κάτι, ένα σπίτι, μια σχέση, ένα έργο τέχνης, βρίσκεται αντιμέτωπος με την απώλεια. Αυτή η πράξη της οικοδόμησης, που απαιτεί θυσία, έχει μια βαθιά υπαρξιακή διάσταση που πάντα με συγκινούσε.

Η πρόκληση, σκηνοθετικά, δεν ήταν μόνο να «πει» τον μύθο αλλιώς, αλλά να τον αφαιρέσει από τη λογική της αφήγησης και να τον μετατρέψει σε εμπειρία. Πώς μπορείς να μεταφράσεις το βάρος μιας ανθρώπινης ψυχής σε κίνηση, σε ήχο, σε βλέμμα; Πώς μπορείς να μιλήσεις για τη θυσία χωρίς να την εξιδανικεύσεις; Πώς μπορείς να κάνεις συμμέτοχο τον θεατή; Εκεί κρύβεται το ρίσκο, αλλά και η ομορφιά της διαδικασίας που μας παρέσυρε όλους που λάβαμε μέρος στη δημιουργία της Πετριχώρας.

– Τι είναι η «Πετριχώρα» και πώς συνδέεται με την παράσταση;

Η λέξη Πετριχώρα είναι η ιδιαίτερη μυρωδιά της γης μετά τη βροχή. Εκείνη τη μοναδική στιγμή που το χώμα ξαναβρίσκει την ανάσα του. Είναι μια λέξη σχεδόν ανείπωτη, που κουβαλά μέσα της κάτι από τη μνήμη και την αναγέννηση, αυτό που μένει όταν μια καταιγίδα έχει περάσει.

Στην παράσταση, η Πετριχώρα λειτουργεί ως σύμβολο. Είναι η αίσθηση που αφήνει η θυσία, η ζωή που συνεχίζει μετά το τέλος, ο κύκλος που ξαναρχίζει. Όπως η φύση ξαναβλασταίνει πάνω από το χώμα που ποτίστηκε, έτσι και οι άνθρωποι της ιστορίας κουβαλούν μέσα τους κάτι από αυτή την αναγέννηση, τη δυνατότητα να σταθούν ξανά, να δημιουργήσουν ξανά. Τι γίνεται όμως όταν το χώμα δεν ποτίζεται με νερό αλλά με αίμα;

Χάρης Θώμος

– Η παράσταση χαρακτηρίζεται ως μία «μυσταγωγική σκηνική εμπειρία». Τι σημαίνει αυτό;

Όταν χαρακτηρίζουμε την Πετριχώρα ως «μυσταγωγική σκηνική εμπειρία», αναφερόμαστε σε έναν τρόπο θέασης που ξεπερνά την απλή παρακολούθηση. Υπάρχει αφήγηση, με αρχή, μέση και τέλος, όμως δεν ξεδιπλώνεται γραμμικά. Το έργο λειτουργεί σαν ένας κύκλος, σαν μια τελετή που επιστρέφει διαρκώς στον εαυτό της. Ο θεατής δεν ακολουθεί την ιστορία σαν θεατής κινηματογράφου· τη ζει μέσα από εικόνες, σώματα, ρυθμούς, βλέμματα και ήχους που λειτουργούν σχεδόν υπνωτικά.

Η μυσταγωγία εδώ δεν έχει τίποτα το απόμακρο ή το δυσνόητο. Είναι μια εμπειρία που σε προσκαλεί να αφεθείς, να επιτρέψεις στα ερεθίσματα να σε αγγίξουν χωρίς να τα ερμηνεύεις. Ο φωτισμός, η μουσική, οι παύσεις και η σωματικότητα των ηθοποιών χτίζουν ένα περιβάλλον όπου ο χρόνος επιβραδύνεται, κι εκεί ακριβώς είναι που γεννιέται η συγκίνηση.

Η Πετριχώρα δεν ζητά από το κοινό να κατανοήσει, αλλά να συμμετάσχει, να εισέλθει σε μια κοινή αναπνοή, σε μια εμπειρία που μοιάζει περισσότερο με τελετουργία παρά με παράσταση. Εκεί, μέσα στη σιωπή και την επανάληψη, κάτι βαθιά ανθρώπινο ξυπνά: Η ανάγκη να θυμηθούμε τι σημαίνει να είμαστε παρόντες.

– Η μεγάλη επιτυχία που γνωρίζει η παράσταση, πιστεύετε ότι οφείλεται και στην ανάγκη του κόσμου για μια επιστροφή στις παραδόσεις; Στις ρίζες μας;

Πιστεύω πως η επιτυχία της Πετριχώρας δεν οφείλεται σε μια ανάγκη επιστροφής στο παρελθόν, αλλά σε μια βαθύτερη αναζήτηση: Πώς μπορούμε σήμερα να σταθούμε απέναντι στις ρίζες μας χωρίς να τις εγκλωβίζουμε στη νοσταλγία. Η παράδοση δεν είναι κάτι που κοιτάζουμε πίσω, αλλά κάτι που κουβαλάμε μέσα μας. Τμήμα του πολιτιστικού μας DNA. Μια μνήμη του σώματος, του τρόπου που αναπνέουμε, που στεκόμαστε, που αφουγκραζόμαστε τον κόσμο.

Σε μια εποχή που ο ρυθμός της ζωής αποσυνδέει τον άνθρωπο από το συλλογικό και το τελετουργικό, ο κόσμος φαίνεται να διψά για κάτι αυθεντικό, για εμπειρίες που τον επαναφέρουν σε μια αίσθηση κοινότητας. Η Πετριχώρα δεν αναπαριστά την παράδοση, την επαναφέρει στο παρόν, μέσα από το σώμα, τη φωνή, τη σιωπή. Ίσως γιατί εκεί, ανάμεσα στο παλιό και στο νέο, γεννιέται ξανά η αίσθηση του ανήκειν. Όχι ως επιστροφή, αλλά ως αναγνώριση του ποιοι είμαστε τώρα.

Η θυσία της Λυγερής συνδέεται με το σήμερα; Υπάρχουν ακόμη «Πρωτομάστορες» και «Λυγερές»;

Η θυσία της Λυγερής παραμένει ένα από τα πιο οδυνηρά σύμβολα της ελληνικής παράδοσης, και ταυτόχρονα ένα καθρέφτισμα του σήμερα. Μιλά για τη σκοτεινή πλευρά της δημιουργίας: Για εκείνη τη στιγμή που, για να σταθεί κάτι όρθιο, κάποιος πρέπει να προδώσει κάτι που αγαπά και που κάτι αθώο θυσιάζεται άδικα μπροστά στο βωμό της προόδου. Η Λυγερή δεν είναι απλά η μνήμη μιας γυναίκας που δεν επέλεξε τη μοίρα της και δολοφονήθηκε, αλλά μια υπενθύμιση για τις άδικες και σιωπηλές θυσίες που συνεχίζουν να συμβαίνουν γύρω μας, ακόμη και σήμερα. Ο Πρωτομάστορας δεν είναι απλώς ο δημιουργός. Είναι και ο άνθρωπος που εγκλωβίζεται στο ίδιο του το έργο, που αναγκάζεται να γίνει θύτης για να εκπληρώσει έναν σκοπό. Και αυτή η πράξη τον σημαδεύει, τον βαραίνει και ζητά την τιμωρία του μέσα από μια σιωπηλή κραυγή.

Στον σύγχρονο κόσμο, αυτός ο μηχανισμός επαναλαμβάνεται με άλλες μορφές, κοινωνικές, προσωπικές, ακόμη και καλλιτεχνικές. Ζούμε σε μια εποχή όπου συχνά προδίδουμε την ίδια μας την ευαισθησία, την ανθρωπιά ή την αγάπη μας, στο όνομα της επιτυχίας ή της προόδου. Και φυσικά δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τα άπειρα περιστατικά βίας όπου Πρωτομάστορες θυσιάζουν άδικα Λυγερές για να στεριώσουν τα οικογενειακά, κοινωνικά ή συναισθηματικά τους «γεφύρια».

Πετριχώρα

– Είναι, θα λέγαμε, και μια κραυγή αφύπνισης στη σημερινή κοινωνία;

Ναι, η Πετριχώρα είναι μια κραυγή αφύπνισης, αλλά σιωπηρή. Δεν φωνάζει, δεν καταγγέλλει, απλώς αποκαλύπτει. Στην ιστορία, οι κάτοικοι του χωριού αποφασίζουν να θυσιάσουν μια αθώα για να στεριώσουν το γιοφύρι τους. Δεν το κάνουν από κακία, αλλά από φόβο, ανάγκη και φυσικά από ιδιοτέλεια. Είναι μια συλλογική πράξη που φανερώνει πόσο εύκολα η κοινωνία μπορεί να στραφεί εναντίον του πιο αδύναμου, στο όνομα μιας «μεγαλύτερης» ιδέας.

Αυτό το μοτίβο επαναλαμβάνεται ακόμη και σήμερα, σε άλλες μορφές, πιο σιωπηλές αλλά εξίσου σκληρές: Στις καθημερινές υποχωρήσεις της συνείδησης, στην απώλεια της ενσυναίσθησης, στην ευκολία με την οποία θυσιάζουμε τον άλλον για να σωθεί το «έργο» μας. Η Πετριχώρα δεν δείχνει το δάχτυλο, μας κοιτά απλώς στα μάτια. Η αφύπνιση που προτείνει δεν είναι κραυγή αντίστασης, αλλά μια στιγμή ειλικρίνειας, εκεί που αναγνωρίζεις μέσα σου τον Πρωτομάστορα και τη Λυγερή ταυτόχρονα. Εκεί που καταλαβαίνεις πως το πιο δύσκολο δεν είναι να θυσιαστείς, αλλά να μην θυσιάσεις τον άλλον.

– Τελικά, «τι κοινωνία είναι αυτή που χρειάζεται να χτίσει Λυγερές για να προοδεύσει;»

Αυτό το ερώτημα βρίσκεται στον πυρήνα της Πετριχώρας. Τι κοινωνία είναι αυτή που χρειάζεται να χτίσει μια Λυγερή για να σταθεί; Ίσως την απάντηση να τη φοβόμαστε, γιατί δεν αφορά κάποια αφηρημένη «εξουσία» ή έναν απρόσωπο μηχανισμό, αφορά εμάς. Είμαστε η κοινωνία που συχνά, για να προχωρήσει, θυσιάζει την ευαισθησία, τη δικαιοσύνη, την αθωότητα, που επιλέγει τη σιωπή αντί για την ευθύνη.

Ο μύθος γίνεται καθρέφτης: Κάθε φορά που κάποιος αδικείται για να στεριώσει κάτι «μεγαλύτερο», το γιοφύρι ξαναχτίζεται. Και κάθε φορά που αποδεχόμαστε τη θυσία ως αναγκαίο κακό, γινόμαστε λίγο περισσότερο Πρωτομάστορες. Το τραγικό είναι πως ο πολιτισμός μας συνεχίζει να χτίζει πάνω σε Λυγερές: Ανθρώπους που δεν ακούστηκαν, που έμειναν εκτός, που πλήρωσαν το τίμημα της «προόδου». Η Πετριχώρα δεν δίνει απαντήσεις. Θέτει απλώς το ερώτημα μπροστά μας: Τι είδους κόσμο θέλουμε να οικοδομήσουμε, και πόσες ψυχές μπορούμε ακόμη να ανεχτούμε να θαφτούν στα θεμέλιά του; Ίσως η πραγματική πρόοδος να αρχίζει μόνο όταν σταματήσουμε να ψάχνουμε ποιον θα χτίσουμε.

– Η «Πετριχώρα» έχει βραβευτεί στην Ελλάδα, αλλά και στο Διεθνές Φεστιβάλ Θεάτρου Πρίστινα. Πώς νιώθετε γι’ αυτό;

Η βράβευση της Πετριχώρας, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ήταν μια στιγμή βαθιάς συγκίνησης. Όχι γιατί επιβεβαιώνει κάτι, αλλά γιατί μας θύμισε πόσο παγκόσμια μπορεί να είναι μια ιστορία που ξεκινά από ένα δημοτικό τραγούδι. Το γεγονός ότι ένα κοινό στην Πρίστινα, με άλλη γλώσσα και άλλη κουλτούρα, αναγνώρισε μέσα στο έργο κάτι οικείο, κάτι ανθρώπινο, ήταν ίσως η μεγαλύτερη ανταμοιβή.

Ιδιαίτερη σημασία έχουν όμως και οι διακρίσεις και υποψηφιότητες εντός Ελλάδας, γιατί προέρχονται από τον τόπο που γέννησε τον ίδιο τον μύθο. Η αναγνώριση από φεστιβάλ και θεσμούς του ελληνικού θεάτρου, από ανθρώπους που γνωρίζουν την παράδοση και το σύγχρονο βλέμμα της, μάς συγκίνησε βαθιά. Είναι μια επιβεβαίωση ότι το έργο αγγίζει εξίσου το ελληνικό κοινό, μιλώντας για το χθες μέσα από τη γλώσσα του σήμερα. Για εμάς, όλα τα βραβεία και οι υποψηφιότητες ανήκουν σε όλους όσοι στάθηκαν πάνω και πίσω από τη σκηνή και πρόσφεραν ένα κομμάτι από τον εαυτό τους. Η Πετριχώρα είναι μια παράσταση συλλογικής αναπνοής· ένα έργο που δεν υπάρχει χωρίς την παρουσία, την εμπιστοσύνη και τη γενναιοδωρία της ομάδας. Περισσότερο από χαρά, αυτό που ένιωσα ήταν ευγνωμοσύνη, γιατί μέσα από αυτή την πορεία διαπιστώσαμε πως όταν κάτι είναι αληθινό, δεν έχει σύνορα. Μπορεί να ξεκινά από ένα ποτάμι της Άρτας και να καταλήγει να μιλάει για τον άνθρωπο παντού.

Πετριχώρα

– Μετά την Αθήνα, υπάρχουν άλλα σχέδια για την παράσταση;

Η Πετριχώρα δεν είναι μια παράσταση που «ολοκληρώνεται». Είναι ένας ζωντανός οργανισμός που αλλάζει κάθε φορά μαζί με τους ανθρώπους που τη βιώνουν. Μετά την Αθήνα, το ταξίδι της συνεχίζεται σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας: Στη Βέροια, με την υποστήριξη του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας, στην Καβάλα, υπό την αιγίδα του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας, στην Κατερίνη, στο πλαίσιο των Χειμερινών Εκδηλώσεων του Φεστιβάλ Ολύμπου, και φυσικά στη Θεσσαλονίκη, στο Θέατρο Αυλαία. Παράλληλα, βρισκόμαστε σε συζητήσεις για εμφανίσεις σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, ενώ είμαστε πάντα ανοιχτοί σε νέες προτάσεις και συνεργασίες.

Λόγω της μεγάλης ανταπόκρισης του κοινού, σκεφτόμαστε και την επιστροφή της Πετριχώρας στην Αθήνα για ένα νέο κύκλο παραστάσεων, κάτι που μας γεμίζει χαρά και ευγνωμοσύνη. Παράλληλα, υπάρχουν προσκλήσεις για συμμετοχές σε φεστιβάλ του εξωτερικού, γιατί η Πετριχώρα έχει αποδείξει πως μπορεί να επικοινωνήσει πέρα από τη γλώσσα και τον τόπο. Κάθε φορά που η παράσταση συναντά ένα νέο κοινό, αποκτά μια άλλη αναπνοή. Δεν είναι ένα στατικό έργο, αλλά μια τελετουργία που συνεχίζει να κυλά, όπως το νερό κάτω από το γιοφύρι. Και όσο υπάρχει κοινό που επιθυμεί να τη συναντήσει, η Πετριχώρα θα βρίσκει τον δρόμο της, ή, ίσως καλύτερα, θα τον ανοίγει.

Λίγα λόγια για την παράσταση

Η «Πετριχώρα» – ηπειρώτικη ντοπιολαλιά του «πετριχώρ»: η ιδιαίτερη μυρωδιά της γης μετά τη βροχή – είναι μια μυσταγωγική σκηνική εμπειρία που ζωντανεύει μια παράδοση αιώνων. Βυθιζόμενοι σε μιαν άλλη πραγματικότητα γινόμαστε κοινωνοί της ιστορίας της Λυγερής, από την πρώτη επαφή της με τη μοίρα, έως την τελική προδοσία από τον Πρωτομάστορα και τους υπόλοιπους συντοπίτες της, και τον τραγικό χαμό της στον υγρό τάφο του γεφυριού.

Η «Πετριχώρα» είναι μια παράσταση του θεάτρου της επιτέλεσης που φέρνει τους θεατές πρόσωπο με πρόσωπο με την ίδια την ουσία της παράδοσης. Μέσα από τελετουργικά σχήματα, εκφραστική κίνηση, φωνή και παραδοσιακό τραγούδι σχηματίζεται μια πολυφωνική κοινότητα εννέα σωμάτων που χτίζουν και γκρεμίζουν αδιάκοπα τον κόσμο της ιστορίας, προσπαθώντας να δώσουν απάντηση σ΄ ένα παλιό ερώτημα: Μπορούν να συμβαδίσουν το ατομικό και το συλλογικό, η πρόοδος και η παράδοση, η επιστήμη και η φύση;

Ταυτότητα παράστασης

Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Χάρης Θώμος
Δραματουργία: Αμαλία Κοντογιάννη
Κίνηση: Μαριάνθη Ψωματάκη
Μουσική – Ηχοτοπία: Μάριος Αποστολακούλης
Διδασκαλία παραδοσιακού τραγουδιού: Νατάσα Τσακηρίδου
Φωτογραφία: Γιώργος Ματζάρης & Λευτέρης Τσινάρης
Επικοινωνία – Δημόσιες σχέσεις: Μαρία Τότσκα
Επί σκηνής: Νεφέλη Γκίκογλου, Βασιλική-Λυδία Καλογιάννη, Δημήτρης Κρίκος, Αριάδνη Κώστα, Ευαγγελία Μπότση, Λένα Νεστορίδου, Γεωργία Ποντσουκτσή, Θάνος Πουμάκης, Ελένη Χριστοφή

Πρόγραμμα παραστάσεων
Παρασκευή 31 Οκτωβρίου στις 21:30
Σάββατο 1 Νοεμβρίου στις 21:30
Κυριακή 2 Νοεμβρίου στις 20:30
Διάρκεια: 60’

Προπώληση: more.com & στο ταμείο του θεάτρου

Θέατρο Noūs – Creative space
Τροίας 34, Αθήνα