Για να αντιληφθούμε και να κατανοήσουμε την «εμπρηστική» γραφή του Ζωρζ Ζενέ (1910-1986) που «βλέπει στους κλέφτες, στους προδότες, στους δολοφόνους, στους απόκληρους και στους μάγκες μια βαθιά ομορφιά», πρέπει να γνωρίζουμε τη ζωή του.

Γράφει η Χαρά Κιούση

Νόθος γιος μιας πόρνης κι’ ενός εργάτη, εγκαταλείφθηκε μικρός από τους γονείς του. Σύντομα περιθωριοποιείται απαρνούμενος  «έναν κόσμο που τον είχε απαρνηθεί». Μέσα από τα έργα του απεικονίζει την ίδια του τη ζωή. Λωποδύτης, κατάδικος και εκδιδόμενος ομοφυλόφιλος, ο Ζενέ περιπλανήθηκε στην Ευρώπη και έγινε μέλος της γαλλικής διανόησης. Αργότερα έγινε ακτιβιστής, υποστηρίζοντας τους Μαύρους Πάνθηρες και ακολουθώντας Παλαιστίνιους στρατιώτες σε στρατόπεδα του Λιβάνου και της Ιορδανίας.    Το 1993 δυο αδελφές, η Lea και η Christine Papin, που ήταν δούλες σε μια αστική οικογένεια του Mans της Γαλλίας κατακρεούργησαν την κυρία και την κόρη της. Το τραγικό αυτό συμβάν  αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον Ζενέ.

«Οι Δούλες» έργο που διαδραματίζεται «κεκλεισμένων των θυρών»,  συμβαίνει στο εσωτερικό ενός αστικού σπιτιού, συγκεκριμένα στο άνετο υπνοδωμάτιο της Κυρίας, όταν εκείνη πηγαίνει στη φυλακή να επισκεφτεί τον εραστή της. Κυρίαρχες του παιχνιδιού καθημερινά είναι οι δυο αδελφές, Κλαιρ και Σολάνζ Λεμερσιέ.

Σε εναλλασσόμενους ρόλους παίζουν την Κυρία και την Δούλα. Καθεμιά βλέπει  την άλλη σαν είδωλο της άθλιας ζωής της, όπου στρέφουν και διοχετεύουν το μίσος , την απέχθεια αλλά και  την αγάπη. Ανάμεσά τους υπάρχει και η τυραννική απαιτητική Κυρία, την οποία οι πανικόβλητες αδελφές αποφασίζουν να σκοτώσουν.

Ο Ζενέ επιθυμούσε οι ρόλοι να παίζονται από νεαρούς άντρες και δυο πανό αριστερά και δεξιά της σκηνής να δηλώνουν πως πρόκειται για γυναικείους ρόλους. Εδώ η μεταμφίεση παίζει  με το παράλογο της απόφασης τονίζοντας  τον πόνο, την πικρία της διαφυγής  από την πραγματικότητα, την σκληρότητα και τη ματαιοδοξία της αστικής τάξης. Οι  «Οι καλές υπηρέτριες ή υπηρέτριες καλές» – τι είναι από τα δύο; – καθώς μεταμορφώνονται γίνονται η μια αντανάκλαση της άλλης. Μέσα από τη νοσηρή φαντασίωση -ένα τελετουργικό θανάτου και θανάτωσης – οι δούλες αποκτούν υπόσταση και εξουσία.

Για να την σκοτώσουν, να την εξοντώσουν ταυτοποιούνται με την Κυρία, την παρασταίνουν φορώντας τα φορέματά της. Τελικά όλο αυτό «είναι  θεατρικό παιχνίδι, τελετή ή παράσταση;».

Η σκηνοθέτης Μαριάννα Κάλμπαρη -ερμηνεύει και την Κυρία- ακολουθεί την επιμονή του Ζενέ  «να μην παίζουν οι ηθοποιοί ρεαλιστικά». Καθοδηγώντας τους με πιο φευγάτο τρόπο, εξωτερικεύεται  η ανησυχία, η αστάθεια, η δυσφορία, στον έντονα τραγικό λόγο. Και καθώς το σκηνοθετικό βάρος πέφτει στην ανάδειξη της εσωτερικότητας των χαρακτήρων, με τη συνεχή εσωτερική και εξωτερική τους μεταμόρφωση δημιουργείται η μέθεξη του κοινού με την ατμόσφαιρα, που επικρατεί στον σκηνικό χώρο. Ρόλοι δύσκολοι που απαιτούν την ακατάπαυστη ενέργεια και ετοιμότητα του ηθοποιού. Στις απαιτήσεις αυτές ανταποκρίθηκαν οι σπουδαίες ερμηνεύτριες με ρυθμούς εξουθενωτικούς, βιώνοντας ότι  έλεγαν με τονικές κλιμακώσεις και  τελετουργική μιμητική κινησιολογία.

Η Μαριάννα Κάλμπαρη υποδύεται τον σπουδαίο θεατρικό χαρακτήρα της Κυρίας χωρίς υπερβολή με εσωτερικό τόνο. Μια μικροαστή, σκληρή, κυνική, αδιάφορη που αποπνέει τη νοσηρότητα του πλούτου, την υποκριτική καλοσύνη και ξέρει να τις κολακεύει με χιλιοειπωμένες υποσχέσεις. Στην ουσία και η ίδια είναι υποταγμένη στις δούλες της προσπαθώντας να τις αποπροσανατολίσει, καθώς παίρνει  δύναμη και κύρος από τον πλούσιο εραστή της που είναι στη φυλακή.

Η Κωνσταντίνα Τάκαλου κλέβει την παράσταση με τη γενναία της ερμηνεία . Διαχέει την αρσενική καταστροφική  δύναμη που έχει  χειραγωγώντας την αδελφή της  γίνεται κυρίαρχη του παιχνιδιού και οικειοποιείται το ρόλο της Κυρίας. Σε μια συνεχή ένταση  και διαφοροποίηση, διατηρώντας ωστόσο τη συνείδηση του εαυτού της, αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών της, γινόμενη τιμωρός του εαυτού της.

Η Κάτια Γέρου ως Σολάνζ γλυκιά, υπομονετική, άτομο με χαμηλότερη νοημοσύνη σκηνοθετεί τη δολοφονία της Κυρίας, η οποία δεν θα πιει ποτέ το δηλητηριασμένο τίλιο. Τις δυο δούλες αδελφές ενώνει το αβυσσαλέο μίσος για την Κυρία τους που την θεωρούν υπεύθυνη για την δυστυχία τους. Μα και η μεταξύ τους τρυφερότητα και αγάπη χάνεται σε προσωπικούς διαξιφισμούς  και απωθημένα συναισθήματα, τα οποία επιδεινώνονται περισσότερο καθώς  γίνονται τυραννικές και απάνθρωπες, μιμούμενες την Κυρία.

Η μουσική του Νέστορα Κοψιδά και οι ανήσυχοι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου  και τα προσωπικού  ύφους κοστούμια της Χριστίνας Κάλμπαρη έντυσαν την ενδιαφέρουσα παράσταση. Δικό της και το σκηνικό  με τα λιγοστά στοιχεία  διακόσμησης. Ένα μεταλλικό ορθογώνιο τραπέζι γίνεται  το κρεβάτι στο υπνοδωμάτιο της Κυρίας. Όλα μαύρα, κατάμαυρα παραπέμπουν στη φυλακή  του φόβου και μίσους. Στη φυλακή όπου εμείς  ίδιοι οι δούλοι των άπιαστων επιδιώξεών μας ασφυκτιούμε δραματικά.

Ταυτότητα παράστασης

Μετάφραση – σκηνοθεσία: Μαριάννα Κάλμπαρη

Συνεργάτης στη σκηνοθεσία: Βασίλης Μαυρογεωργίου

Δραματολόγος παράστασης:  Έλενα Τριανταφυλλοπούλου

Σκηνικά – κοστούμια: Χριστίνα Κάλμπαρη

Μουσική επιμέλεια: Νέστωρ Κοψιδάς

Επιμέλεια κίνησης: Βάλια Παπαχρήστου

Σχεδιασμός φωτισμού: Στέλλα Κάλτσου

Βοηθός σκηνοθέτη – εκτέλεση παραγωγής: Μαριλένα Μόσχου

Επεξεργασία ήχου – Β βοηθός σκηνοθέτη: Κωνσταντίνος Ευστρατίου

Φωτογραφίες: Μυρτώ Αποστολίδου.

Παίζουν: Κάτια Γέρου, Κωνσταντίνα Τάκαλου, Μαριάννα Κάλμπαρη.

Πληροφορίες

Υπόγειο Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν: Πεσμαζόγλου 5 – Αθήνα, τηλ.: 210 3228706.

Ημέρες και ώρες παραστάσεων έως 1 Απριλίου: Τετάρτη και Κυριακή: 20.00, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο: 21.15.

Τιμές εισιτηρίων: Τετάρτη και Παρασκευή: κανονικό: 15 ευρώ, μειωμένο: 10 ευρώ, ανέργων: 8 ευρώ, Πέμπτη: γενική είσοδος: 10 ευρώ, Σάββατο και Κυριακή: κανονικό: 16 ευρώ, μειωμένο και ανέργων: 12 ευρώ.