Η «Ημέρα της Νίκης» (9 Μαΐου) έφτασε χωρίς όμως το Κρεμλίνο να έχει αποκομίσει τα οφέλη που προσδοκούσε με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Η νίκη επί της ναζιστικής Γερμανίας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αποτελεί μια λαμπρή εθνική εορτή για τους Ρώσους, όμως οι ημέρες που διανύει ο ρωσικός στρατός μόνο «λαμπρές» δεν χαρακτηρίζονται, με την αδυναμία προόδου στα μέτωπα της Ουκρανίας, τις επιχειρησιακές αποτυχίες, αλλά και τις εσωτερικές έριδες.

Στην περσινή ομιλία του, ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχε αναφέρει πως ο ρωσικός στρατός πολεμούσε στην Ουκρανία ώστε να μην υπάρχει μέρος για «δολοφόνους και ναζί». «Η νίκη θα είναι δική μας, όπως το 1945», είχε διακηρύξει τότε ο Ρώσος Πρόεδρος. Όμως η φιλοδοξία του για μια νίκη επί των Ουκρανών όχι απλώς φαίνεται να αργεί ακόμα, αλλά σε αυτή τη φάση δείχνει και εξαιρετικά αμφίβολη, ενώ το Κίεβο προετοιμάζεται, σύμφωνα με τις πληροφορίες, για τη δική του «εαρινή αντεπίθεση».

Ένα χρόνο μετά την εισβολή, επιχειρώντας ένα «damage control», η «Ημέρα της Νίκης» αξιοποιείται από το Κρεμλίνο κυρίως για τη συσπείρωση της ρωσικής κοινωνίας, αλλά και για να δοθεί μια απάντηση – δικαιολογία για τους λόγους που η «διακηρυγμένη» νίκη δεν έχει έρθει ακόμη.

Οι Ρώσοι φαίνεται σε έναν μεγάλο βαθμό να έχουν προσαρμοστεί στην πραγματικότητα που έχει γεννήσει ο πόλεμος, όμως αυτό δεν σημαίνει πως είναι και πρόθυμοι να συμβάλουν σε αυτόν. Όσοι έχουν τη δυνατότητα να μένουν εκτός, το κάνουν, ενώ σύμφωνα με τελευταία έρευνα της δημοσκοπικής εταιρείας Levada, αγχώνονται και φοβούνται με το ενδεχόμενο μιας νέας επιστράτευσης, που θα οδηγούσε τους ίδιους ή τα παιδιά τους στα πεδία των μαχών.

Η «γραμμή» του Κρεμλίνου συνοψίζεται στο δόγμα της «υπαρξιακής απειλής» από τη Δύση με τις ρωσικές δυνάμεις, όπως τονίζεται, να συνεχίζουν να δίνουν μάχη εναντίον ενός εχθρού «ισχυρού», λόγω της υποστήριξης από τη νατοϊκές δυνάμεις και του ενδεχομένου ένταξης στη Συμμαχία, αλλά και εξαιρετικά «διαβολικού», καθώς η Μόσχα ταυτίζει την ηγεσία του Κιέβου με ουκρανικές νεοναζιστικές οργανώσεις και επιχειρήσεις εκκαθαρίσεων κατά ρωσόφωνων στην ανατολική Ουκρανία, τις οποίες εξάλλου είχε παρουσιάσει ως αφορμή για την εισβολή της.

Το Κρεμλίνο επιχείρησε να αξιοποιήσει επικοινωνιακά και το περιστατικό με την απόπειρα επίθεσης από drones στο Κρεμλίνο, την οποία η Μόσχα χρέωσε στο Κίεβο αλλά και την Ουάσιγκτον, καταγγέλλοντας πως στόχος ήταν ο ίδιος ο Βλαντιμίρ Πούτιν. Τόσο η Ουκρανία, όσο και οι ΗΠΑ απέρριψαν ως «ανυπόστατους» τους εν λόγω ισχυρισμούς και η αντιπαράθεση πυροδότησε ένα πλήθος σεναρίων για τους πραγματικούς δράστες. Δυτικοί αναλυτές και «ανώνυμοι αξιωματούχοι» άφησαν εν τέλει να εννοηθεί πως θα μπορούσε να ήταν και ένα στημένο περιστατικό από τις ίδιες τις ρωσικές υπηρεσίες, ώστε να δικαιολογήσουν μια κλιμάκωση των επιχειρήσεων και των στόχων στην Ουκρανία. Ορισμένοι στη Ρωσία ζήτησαν και την «εξόντωση» του Βολοντίμιρ Ζελένσκι.

Σε κάθε περίπτωση, η απόπειρα επίθεσης στο Κρεμλίνο, μια από τις καλύτερα φυλασσόμενες περιοχές της Ρωσίας, είχε έναν εξαιρετικά υψηλό συμβολισμό, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως προσέφερε τα επικοινωνιακά οφέλη που ενδεχομένως να ευελπιστούσε το Κρεμλίνο. Είναι ενδεικτικό πως τις ημέρες που ακολούθησαν φάνηκε να ενισχύεται η ανασφάλεια των Ρώσων, ενώ η ακύρωση παρελάσεων σε ορισμένες πόλεις – με επίκληση και πάλι την ασφάλεια –  αποτέλεσε ένα ακόμη «κακό» σημάδι για τις εξελίξεις στο μέτωπο της Ουκρανίας. Μεταξύ άλλων ένα ερώτημα που έχει τεθεί είναι εάν τελικά ο ρωσικός στρατός έχει πλέον την ικανότητα να κάνει παρελάσεις.

Στη Μόσχα τα μέτρα ασφαλείας είναι πολύ αυστηρά και η «Κόκκινη Πλατεία» έχει αποκλειστεί εδώ και ημέρες. Αίσθηση έχει προκαλέσει και η ακύρωση της πορείας των «Αθανάτων», της πομπής των συγγενών των στρατιωτών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ορισμένοι εκτιμούν πως πρόκειται για μια κίνηση που αντανακλά την ανησυχία των ρωσικών αρχών για το ενδεχόμενο η εμβληματική πομπή να μετατρεπόταν σε συγκεντρώσεις με τη συμμετοχή των συγγενών των νεκρών Ρώσων στρατιωτών στην Ουκρανία, κάτι – που εκτός των άλλων – θα αναδείκνυε και το μέγεθος των ρωσικών απωλειών στον πόλεμο.

Τοπικοί αξιωματούχοι παραδέχονται πως υπάρχει μια πρωτοφανής νευρικότητα, υπογραμμίζοντας ωστόσο πως ο εορτασμός της Ημέρας της Νίκης είναι μονόδρομος και θα προχωρήσει. Εξάλλου η επέτειος της νίκης του 1945 έναντι των Ναζί έχει αναδειχθεί σταδιακά στο πυρήνα του δόγματος και του οράματος του Βλαντιμίρ Πούτιν, στην 23ετη ηγεσία του. Και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που πολλοί υποστηρίζουν πως πρόκειται «μακράν για το πιο σημαντικό γεγονός της χρονιάς» για τον Ρώσο Πρόεδρο. Πόσο μάλλον στην τρέχουσα συγκυρία, όπου επιθυμεί να δείξει πως παραμένει ισχυρός και έχει υπό έλεγχο την κατάσταση στην Ουκρανία.

Το Φάντασμα του Στάλιν

Ο Πούτιν αξιοποιεί παραδοσιακά την «Ημέρα της Νίκης» για την προβολή της σύγχρονης ρωσικής στρατιωτικής ισχύος και επιχειρεί να ορίσει τον εαυτό του ως τον άμεσο διάδοχο της Ρωσίας που νίκησε τη ναζιστική Γερμανία. Είναι εξάλλου ο ίδιος που συνέβαλε καθοριστικά στη «Σταλινική Αναβίωση». Ωστόσο στην παρούσα κατάσταση το «φάντασμα» του Στάλιν φαίνεται να «στοιχειώνει» τον Βλαντιμίρ Πούτιν.  

Τι δείχνουν τα στοιχεία: Η δημοφιλία του Στάλιν απογειώθηκε ξαφνικά το 2015, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τον ρωσικό στρατό για να φτάσουμε το 2019, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, το 70% των Ρώσων να δηλώνει πως ο Στάλιν έχει παίξει «αρκετά» ή «πολύ θετικό» ρόλο, και το 2021 το 56% να τον χαρακτήριζε ως «μεγάλο ηγέτη». Μια δεκαετία νωρίτερα μόλις το 20% των Ρώσων αναγνώριζε τον Στάλιν ως «μεγάλο ηγέτη».

Η απάντηση για την «αναγέννηση» του Στάλιν βρίσκεται στη νοσταλγία για το «μεγαλείο» της Ρωσίας, όπως προβλήθηκε και προωθήθηκε επί ηγεσίας του Βλαντιμίρ Πούτιν. Από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90, με τη χώρα σε μια γεωπολιτική και οικονομική παρακμή, οι Ρώσοι διψούσαν για την επιστροφή ενός ισχυρού ρωσικού κράτους. Στο δόγμα του Βλαντιμίρ Πούτιν η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης αποτελεί τη «μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ου αιώνα» και όπως έχει αφήσει να εννοηθεί, η καταστροφή αυτή δεν θα είχε συμβεί αν είχε εφαρμοστεί το σχέδιο του Στάλιν.

Η αποκατάσταση του «ατσάλινου ανθρώπου», όπως μεταφράζεται το όνομα με το οποίο έμεινε στην Ιστορία ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι, ολοκληρώθηκε, όπως σημειώνεται σε άρθρο στο «the conversation» του Αντρέι Κοζοβόι καθηγητή του Πανεπιστημίου της Λιλ, ειδικού στην ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης, με τη «λατρεία» του «Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου», αλλά και την ολοκληρωτική απαξίωση των εγκλημάτων και των διώξεων της σταλινικής εποχής ως εργαλείο προπαγάνδας της Δύσης και του αμερικανικού αναθεωρητισμού.

Όμως η δημοφιλία του Στάλιν εξελίσσεται σήμερα σε ένα «δίκοπο μαχαίρι» για το Κρεμλίνο και προσωπικά για τον Βλαντιμίρ Πούτιν, καθώς θα μπορούσε να ενισχύσει τη δυσαρέσκεια για τις αποτυχίες του σήμερα. Ο Στάλιν πλέον για ένα μεγάλο ποσοστό της ρωσικής κοινωνίας αντιπροσωπεύει τη «Μεγάλη Ρωσία» και υπό αυτή την έννοια, η σύγκριση με το παρόν και τα αδιέξοδο που έχει προκαλέσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, φέρνουν τον Πούτιν σε μια άβολη θέση.