Για μια «καταστροφική κατάσταση» των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Σαουδική Αραβία κάνει λόγο η Διεθνής Αμνηστία, ενώ αναφέρει πως στη χώρα δεν διαπιστώνει καμιά βελτίωση στο θέμα αυτό.

Παράλληλα, ο ΟΗΕ αναμένεται σήμερα να δώσει στην δημοσιότητα στοιχεία σχετικά με την πρόοδο όσον αφορά την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο πετρελαιοπαραγωγό βασίλειο.

«Η Σαουδική Αραβία απέτυχε παταγωδώς να τηρήσει τις υποσχέσεις για τη βελτίωση της καταστροφικής κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» τις οποίες είχε δώσει κατά τη σύνοδο το 2009 της ομάδας εργασίας του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αρμόδιου για την Παγκόσμια Περιοδική Επισκόπηση, τόνισε η Αμνηστία σε ανακοίνωσή της.

«Οι σαουδαραβικές αρχές δεν κατάφεραν να εφαρμόσουν καμιά από τις αρχικές συστάσεις που της είχαν γίνει για τη βελτίωση της κατάστασης στη χώρα», πρόσθεσε η οργάνωση αυτή προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

«Όχι μόνο οι αρχές αυτές δεν ανέλαβαν δράση αλλά ενέτειναν την καταστολή» κατήγγειλε ο διευθυντής της Αμνηστίας για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική Φίλιπ Λούθερ, τον οποίο επικαλείται η ανακοίνωση.

Η ίδια μη κυβερνητική οργάνωση τόνισε ότι κατέθεσε στη σύνοδο της Γενεύης έκθεση για την καταστολή που βρίσκεται σε εξέλιξη, στην οποία περιλαμβάνονται οι συλλήψεις, οι αυθαίρετες κρατήσεις, οι άδικες δίκες, τα βασανιστήρια και άλλες μορφές κακομεταχείρισης στο πλούσιο αραβικό βασίλειο.

«Για όλους τους ειρηνικούς ακτιβιστές που συνελήφθηκαν αυθαίρετα, βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν στη Σαουδική Αραβία, η διεθνής κοινότητα οφείλει να ζητήσει λογαριασμό από τις αρχές της χώρας αυτής», υπογράμμισε ο Λούθερ.

Η ΜΚΟ αναφέρεται κυρίως στην περίπτωση των δύο ιδρυτών της σαουδαραβικής ένωσης για τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα (Acpra), των Αμπντάλα αλ Χάμεντ και Μοχάμεντ αλ Κατάνι, οι οποίοι καταδικάστηκαν στις 9 Μαρτίου αντίστοιχα σε 10ετή και 11ετή κάθειρξη, ποινές που συνοδεύτηκαν με την απαγόρευση να φύγουν από τη χώρα για δέκα χρόνια.

«Είναι κρατούμενοι συνείδησης. Πρέπει να απελευθερωθούν άμεσα και χωρίς όρους. Ο ειρηνικός ακτιβισμός τους κατά των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρέπει να επιδοκιμάζεται και όχι να τιμωρείται. Ο μόνος ένοχος εδώ είναι η κυβέρνηση», εκτιμά ο Λούθερ.

Εκτός από τα «βασανιστήρια και τις κακομεταχειρίσεις προσώπων που τελούν υπό κράτηση, μια συνήθη πρακτική που εφαρμόζεται με καθεστώς ατιμωρησίας, η Αμνηστία καταγγέλλει επίσης τις συστηματικές διακρίσεις σε βάρος των γυναικών».

Στο σαουδαραβικό βασίλειο, οι γυναίκες «πρέπει να έχουν την άδεια ενός κηδεμόνα αρσενικού γένους πριν παντρευτούν, ταξιδέψουν, υποβληθούν σε ορισμένες χειρουργικές επεμβάσεις, αναλάβουν μια εργασία επ’ αμοιβή ή εγγραφούν στο πανεπιστήμιο», ενώ επίσης απαγορεύεται να οδηγούν.

Η διεθνής οργάνωση κατήγγειλε επίσης «τις καταχρήσεις κατά των αλλοδαπών εργατών», οι οποίοι «δεν προστατεύονται από τον εργατικό κώδικα και μπορούν εύκολα να πέσουν θύματα εκμετάλλευσης», ενώ όπως αναφέρει το ΑΠΕ, στιγμάτισε παράλληλα «τις διακρίσεις» σε βάρος της σιιτικής μειονότητας, της οποίας τα μέλη αποτελούν στόχο «συλλήψεων και αυθαίρετων κρατήσεων με την υποψία της συμμετοχής ή της υποστήριξης διαδηλώσεων ή της έκφρασης επικριτικής άποψης για το κράτος».

Η Διεθνής Αμνηστία πρόσθεσε ότι «η Σαουδική Αραβία παραμένει μια από τις πέντε πρώτες χώρες στον κόσμο που εφαρμόζει την εσχάτη των ποινών, και μάλιστα για εγκληματικές πράξεις όπως η μοιχεία, η ένοπλη ληστεία, η αποστασία, η διακίνηση ναρκωτικών, οι απαγωγές και η μαγεία».

«Οι σωματικές τιμωρίες χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη Σαουδική Αραβία, περιλαμβανομένων της μαστίγωσης και του ακρωτηριασμού», ανέφερε ακόμη η ανακοίνωση της Διεθνούς Αμνηστίας.