Με φωνή γεμάτη αυτοπεποίθηση και χωρίς συναισθηματική φόρτιση, ο στρατιώτης Μπράντλεϊ Μάνινγκ γνωστοποίησε για πρώτη φορά τα κίνητρά του, λέγοντας ότι προχώρησε για μια από τις μεγαλύτερες διαρροές απόρρητων εγγράφων στην αμερικανική ιστορία με σκοπό να προκαλέσει «δημόσια συζήτηση». Και αυτό δεν το έκανε από την «κατάθλιψη» και την «φρίκη» που του είχε δημιουργήσει η «δίψα για αίμα» των συναδέλφων του στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.

Διαβάζοντας επί τουλάχιστον μια ώρα δήλωση που συνέταξε στη φυλακή, ο 25χρονος πρώην αναλυτής του γραφείου πληροφοριών στο Ιράκ, εξήγησε γιατί έγινε ο «πληροφοριοδότης» του WikiLeaks, προμηθεύοντας τον ιστότοπο αυτό, από το Νοέμβριο 2009 μέχρι το Μάιο του 2010, με αμερικανικά στρατιωτικά έγγραφα για τους πολέμους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν και 260.000 τηλεγραφήματα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.

«Πίστευα ότι η δημοσιοποίηση (των εγγράφων) θα μπορούσε να προκαλέσει μια δημόσια συζήτηση για τις ένοπλες δυνάμεις μας και την εξωτερική μας πολιτική γενικότερα», εξήγησε στη δικαστή Ντενίζ Λιντ, κατά την προκαταρκτική διαδικασία ενόψει της δίκης του που αναμένεται να ξεκινήσει στις αρχές Ιουνίου.

Ο Μάνινγκ ανακοίνωσε επίσης την πρόθεσή του να ομολογήσει την ενοχή του σε δέκα κατηγορίες από τις 22 που τού έχουν απαγγελθεί, αλλά θα δηλώσει αθώος για τις βαρύτερες από τις κατηγορίες, όπως αυτή «της συνεργασίας με τον εχθρό», που επισύρει την ποινή των ισοβίων.

Κατά τη δήλωσή του, ο Μάνινγκ που παρουσιάστηκε ως λάτρης της γεωπολιτικής και της τεχνολογίας της πληροφορικής, εντάχθηκε στο στρατό σε ηλικία 20 ετών για να αποκτήσει μια «εμπειρία του κόσμου όπως πραγματικά είναι» και για να λάβει μια υποτροφία για σπουδές στο πανεπιστήμιο.

Ωστόσο, αντιμέτωπος με την πραγματικότητα της σύγκρουσης, ο κατηγορούμενος δηλώνει ότι σιγά σιγά βρέθηκε σε επικίνδυνη θέση με ένα στρατό που «δεν έδειχνε να μην δίνει αξία στην ανθρώπινη ζωή».

«Όσο προσπαθούσα να κάνω καλύτερα τη δουλειά μου, τόσο αισθανόμουν πως αποξενωνόμουν από τους συναδέλφους μου», εξήγησε.

Το λάθος που έγινε με το στρατιωτικό ελικόπτερο που έβαλε εναντίον αμάχων στο Ιράκ τον Ιούλιο του 2007, και το βίντεο της επιχείρησης αυτής που ο ίδιος μετέδωσε, είπε ότι του προκάλεσε «φρίκη» και τού έδωσε την αίσθηση μιας «μεγάλης δίψας για αίμα» εκ μέρους των στρατιωτών.

«Γινόμασταν μανιακοί με τη σύλληψη και την εξόντωση ανθρώπινων στόχων», είπε. Η κατάσταση αυτή τον «κατέθλιβε».

Μόνος εναντίον όλων, ο Μάνινγκ περιέγραψε τη μακρά διαδικασία που τον οδήγησε ενώπιον του στρατοδικείου, ρίχνοντας φως στα κενά όσον αφορά την προστασία εμπιστευτικών στοιχείων από τον αμερικανικό στρατό.

Απλός στρατιώτης, στην πιο χαμηλή βαθμίδα του αμερικανικού στρατού, ο Μάνινγκ είχε πρόσβαση ως αναλυτής σε πολλές προστατευμένες βάσεις δεδομένων, όπως εκατοντάδες ακόμη άνθρωποι.

Δύο μεταξύ αυτών ήταν οι βάσεις δεδομένων Sigacts (ακρωνύμιο των σημαντικών δραστηριοτήτων) στις οποίες καταγράφονταν τα καθημερινά περιστατικά στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Σύμφωνα με τον Μάνινγκ, οι πληροφορίες αυτές δεν είχαν πλέον εμπιστευτική αξία μερικές ημέρες έπειτα από κάθε περιστατικό καθώς «η μονάδα δεν ήταν πλέον στο σημείο αυτό ή δεν ήταν πλέον σε κίνδυνο».

Ωστόσο έχουν «ιστορική» αξία, καθώς «παρουσιάζουν την ωμή πραγματικότητα των συγκρούσεων στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν», είπε.

Αν οι διαρροές μπορούσαν να «ενοχλούν» τη χώρα μου, δεν μπορούσαν να τη «βλάψουν», είπε. «Ενδιαφερόμουν μόνο για έγγραφα για τα οποία ήμουν απολύτως σίγουρος όταν δεν θα έβλαπταν» την ασφάλεια των ΗΠΑ, τόνισε.

Αφού προσπάθησε μάταια να έχει μια επαφή με την Washington Post, τη New York Times και την Politico, στράφηκε στο WikiLeaks προς το οποίο άρχισε να διοχετεύει έγγραφα από μια βιβλιοθήκη στα προάστια της Ουάσινγκτον στη διάρκεια μιας άδειας του το Φεβρουάριο του 2010.

Κατόπιν αύξησε τις διαρροές αλλά διαβεβαίωσε ότι ουδείς τού είχε ασκήσει πίεση για τη μετάδοση περισσότερων εμπιστευτικών εγγράφων. «Οι αποφάσεις ήταν δικές μου και αναλαμβάνω την πλήρη ευθύνη των πράξεών μου», είπε.

Η εξέτασή του από τη δικαστή για να βεβαιωθεί ότι η ομολογία της ενοχής του διατυπώθηκε «εν γνώσει του σκοπού, κατά τρόπο λογικό και εκούσιο», εξέλαβε σε ορισμένα σημεία μορφή αυτομαστίγωσης.

«Θα μπορούσα να είχα απευθυνθεί στην ιεραρχία της διοίκησης», για να ενημερώσω για αυτήν την ψυχική η κατάσταση. Το να αποφασίσω να διαβιβάσω τα έγγραφα αυτά «ξεπερνούσε την δικαιοδοσία που είχα», παραδέχτηκε. «Δεν δουλεύουμε με αυτό τον τρόπο».