Ο πρόεδρος της Βενεζουέλας, Νικολάς Μαδούρο, έχει ενισχύσει δραστικά την προσωπική του ασφάλεια, αλλάζοντας ακόμα και κρεβάτια, ενώ βασίζεται περισσότερο στην Κούβα, έναν καίριο σύμμαχο, καθώς αυξάνεται ο κίνδυνος στρατιωτικής επέμβασης των Ηνωμένων Πολιτειών στη χώρα, σύμφωνα με πολλαπλές πηγές κοντά στην κυβέρνηση της Βενεζουέλας. Οι ίδιες πηγές περιγράφουν ένα κλίμα έντασης και ανησυχίας που κυριαρχεί στον στενό κύκλο του προέδρου, αν και προσθέτουν ότι ο Μαδούρο πιστεύει πως εξακολουθεί να ελέγχει την κατάσταση και μπορεί να ξεπεράσει αυτήν τη νέα και πιο σοβαρή απειλή στη 12ετή διακυβέρνησή του.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ο Μαδούρο επιχειρεί να προστατευθεί από πιθανό στοχευμένο πλήγμα ή επιχείρηση ειδικών δυνάμεων, αλλάζοντας συχνά το μέρος όπου κοιμάται και τα κινητά του τηλέφωνα. Τα μέτρα αυτά εντάθηκαν από τον Σεπτέμβριο, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να συγκεντρώνουν πολεμικά πλοία και να πλήττουν σκάφη που, σύμφωνα με την κυβέρνηση Τραμπ, μετέφεραν ναρκωτικά από τη Βενεζουέλα. Για να περιορίσει τον κίνδυνο προδοσίας, ο Μαδούρο έχει επεκτείνει τον ρόλο των Κουβανών σωματοφυλάκων στη φρουρά του, ενώ έχει προσθέσει περισσότερους Κουβανούς αξιωματικούς αντικατασκοπείας στις τάξεις του στρατού της Βενεζουέλας, όπως ανέφερε μία από τις πηγές.
Παρά τα αυστηρά μέτρα ασφαλείας, ο Μαδούρο επιχειρεί δημόσια να υποβαθμίσει τις απειλές της Ουάσιγκτον, υιοθετώντας μια χαλαρή και ανέμελη δημόσια εικόνα. Εμφανίζεται ξαφνικά σε εκδηλώσεις, χορεύει και δημοσιεύει προπαγανδιστικά βίντεο στο TikTok. Οι επτά άνθρωποι κοντά στην κυβέρνηση της Βενεζουέλας που μίλησαν για το θέμα το έκαναν υπό τον όρο της ανωνυμίας, φοβούμενοι αντίποινα ή επειδή δεν είχαν εξουσιοδότηση να μιλήσουν δημόσια. Το υπουργείο Επικοινωνίας της Βενεζουέλας, αρμόδιο για τα αιτήματα του Τύπου, δεν απάντησε σε αίτημα σχολιασμού για το άρθρο.

Η κυβέρνηση Τραμπ έχει κατηγορήσει τον Μαδούρο ότι διευθύνει ένα «ναρκοτρομοκρατικό» καρτέλ που πλημμυρίζει τις ΗΠΑ με ναρκωτικά, ένα αφήγημα που, σύμφωνα με πολλούς εν ενεργεία και πρώην αξιωματούχους στην Ουάσιγκτον, έχει στόχο την αλλαγή καθεστώτος. Ωστόσο, ο Ντόναλντ Τραμπ συνδύασε τις απειλές κατά της Βενεζουέλας με ενδείξεις ότι επιδιώκει διπλωματική λύση, ενώ είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Μαδούρο τον περασμένο μήνα για το ενδεχόμενο συνάντησης. Οι New York Times έχουν αναφέρει ότι ο Μαδούρο και οι απεσταλμένοι του Τραμπ συζήτησαν νωρίτερα φέτος τους όρους υπό τους οποίους ο Βενεζουελάνος ηγέτης, που έχασε τις περσινές προεδρικές εκλογές αλλά αγνόησε το αποτέλεσμα, θα μπορούσε να παραιτηθεί. Οι συζητήσεις δεν οδήγησαν σε συμφωνία, με αποτέλεσμα την κλιμάκωση της στρατιωτικής πίεσης από πλευράς Τραμπ.
Καθώς η κρίση βάραινε, ο Μαδούρο άρχισε να απευθύνεται σχεδόν καθημερινά στον λαό της Βενεζουέλας, συνεχίζοντας την επικοινωνιακή εκστρατεία που χαρακτηρίζει τη διακυβέρνησή του τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, έχει περιορίσει τη συμμετοχή του σε προγραμματισμένες εκδηλώσεις και ζωντανές μεταδόσεις, επιλέγοντας αυθόρμητες εμφανίσεις και προηχογραφημένα μηνύματα. «Δευτέρα πάρτι, Τρίτη πάρτι, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή διπλό πάρτι, Σάββατο τριπλό πάρτι, Κυριακή χαλαρό πάρτι», είπε τη Δευτέρα ο Μαδούρο σε μια αιφνιδιαστική εμφάνισή του σε κυβερνητική συγκέντρωση στο Καράκας, η οποία άλλαξε διαδρομή λίγο πριν από την παρουσία του. «Πάρτι όσο αντέχει το σώμα!», πρόσθεσε, πριν χορέψει στους ρυθμούς ηλεκτρονικής μουσικής. Ένας ελεύθερος σκοπευτής στεκόταν φρουρός πάνω από τη σκηνή.

Για τον 63χρονο Μαδούρο, η αντιπαράθεση με την αμερικανική ναυτική αρμάδα στην Καραϊβική αποτελεί απλώς την τελευταία πρόκληση στη διακυβέρνησή του. Ο πρώην κομμουνιστής ακτιβιστής, οδηγός λεωφορείου, συνδικαλιστής και υπουργός Εξωτερικών έχει περάσει από κρίση σε κρίση, οι περισσότερες από δική του υπαιτιότητα, από τότε που ανέλαβε την εξουσία το 2013 μετά τον θάνατο του μέντορα και προκατόχου του, Ούγκο Τσάβες. Εκείνη την εποχή, στελέχη της αντιπολίτευσης και αναλυτές υποστήριζαν ότι ο βαρύς και αδέξιος Μαδούρο δεν θα άντεχε ούτε λίγες εβδομάδες στο Προεδρικό Μέγαρο, λόγω του άκαμπτου επικοινωνιακού του στιλ και της πολιτικής του διαδρομής, η οποία τον κατέστησε αδύναμο διάδοχο του χαρισματικού και δημοφιλούς Τσάβες, πρώην διοικητή αρμάτων μάχης, ο οποίος ενέπνευσε αφοσίωση στους υποστηρικτές του, ακόμα και στις τάξεις του στρατού που παραδοσιακά καθοριζόταν ως ο τελικός κριτής της εξουσίας στη Βενεζουέλα.
Οι επικριτές του Μαδούρο τον αποκαλούσαν «Maburro», λογοπαίγνιο με τη λέξη «burro» (γάιδαρος) στα ισπανικά. Στις πιο γνωστές γκάφες του περιλαμβάνονται η στιγμή που τράβηξε κρυφά μια εμπανάδα από το γραφείο του και δάγκωσε ένα κομμάτι ζωντανά στην τηλεόραση εν μέσω κρίσης τροφίμων, το περιστατικό όπου χτυπήθηκε στο κεφάλι από ένα μάνγκο που του πέταξε μια γυναίκα το οποίο έμεινε στη βενεζουελάνικη λαϊκή παράδοση ως «Mangocide» και η ανάγνωση στον αέρα ενός σχολίου τηλεθεατή που έλεγε: «Νικολάς Μαδούρο, ρούφα το».

Αυτές οι επικοινωνιακές αστοχίες απέκρυπταν ένα αδίστακτο πολιτικό ένστικτο. Από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο Μαδούρο επέζησε μιας κατάρρευσης 70% στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Βενεζουέλας, πολλών μαζικών διαδηλώσεων και μιας σειράς σχεδίων, πραξικοπημάτων και εκλογικών ηττών. Έχει επίσης αντέξει την προηγούμενη προσπάθεια του Τραμπ να τον απομακρύνει. Η πρώτη κυβέρνηση Τραμπ το 2019 εφάρμοσε μια πολιτική «μέγιστης πίεσης» προς τον Βενεζουελάνο πρόεδρο, επιδιώκοντας να κερδίσει ψήφους Λατίνων στη Φλόριντα, μια κρίσιμη πολιτεία τότε, αναγνωρίζοντας έναν πολιτικό της αντιπολίτευσης ως πρόεδρο της Βενεζουέλας και επιβάλλοντας εκτεταμένες κυρώσεις στην οικονομία της χώρας.
Για να παραμείνει στην εξουσία, ο Μαδούρο έχει βασιστεί σε θανατηφόρα καταστολή, πελατειακές πολιτικές, περιφρόνηση του νόμου και μια ενστικτώδη κατανόηση της ωμής φύσης της εξουσίας, χαρακτηριστικό που ακόμα και οι αντίπαλοί του αναγνωρίζουν απρόθυμα. Μετά τον θάνατο του Τσάβες το 2013, χρησιμοποίησε σταλινικές τακτικές για να ενισχύσει τον έλεγχό του στο διαιρεμένο σοσιαλιστικό κίνημα «τσαβισμό». Αρχικά συμμάχησε με τους σκληροπυρηνικούς τσαβιστές για να εκδιώξει μετριοπαθή στελέχη που υποστήριζαν την άρση των ελέγχων τιμών και συναλλάγματος τύπου Κούβας, ώστε να σταθεροποιηθεί η οικονομία. Χρόνια αργότερα, εν μέσω αναμενόμενης οικονομικής κατάρρευσης, χρησιμοποίησε ως πρόσχημα τις κυρώσεις Τραμπ για να εφαρμόσει ακριβώς αυτές τις μεταρρυθμίσεις, καταστέλλοντας παράλληλα την παλαιά φρουρά του τσαβισμού που ήταν πιστή στη σοσιαλιστική ιδεολογία του Τσάβες.

Η πολιτική επιβίωση του Μαδούρο έχει επιτευχθεί σε βάρος της δημοκρατίας της Βενεζουέλας. Καθώς η δημοτικότητά του μειωνόταν, επιτάχυνε την αποδόμηση των δημοκρατικών θεσμών, διαδικασία που είχε ξεκινήσει ήδη από την εποχή του Τσάβες, εξαλείφοντας τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, ποινικοποιώντας την κοινωνία των πολιτών και απαγορεύοντας πολιτικούς αντιπάλους. Οι δυνάμεις ασφαλείας του έχουν εντείνει την καταστολή, τρομοκρατώντας φτωχές γειτονιές με «τάγματα θανάτου» και συλλαμβάνοντας συστηματικά διαδηλωτές. Πέρυσι, ξεπέρασε το τελευταίο δημοκρατικό όριο στη χώρα, αγνοώντας τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών στις οποίες έχασε με σχεδόν 40 ποσοστιαίες μονάδες.
Οι ημέρες του Μαδούρο ως οργανωτής στο συνδικάτο δημόσιων μεταφορών του Καράκας τού έχουν δώσει ένα ενστικτώδες ταλέντο στο πολιτικό παζάρι και την οικοδόμηση συμμαχιών βασισμένων σε κοινά συμφέροντα και απειλές, σύμφωνα με ανθρώπους που τον γνωρίζουν. «Είναι εμμονικός πολιτικός χειριστής», δήλωσε ο Αντρές Ισάρρα, πρώην υψηλόβαθμος αξιωματούχος επί Τσάβες και υπουργός επί Μαδούρο, ο οποίος έχει πλέον αποστασιοποιηθεί από την κυβέρνηση και ζει στην εξορία. «Παίζει με τους σκληρούς κανόνες της πολιτικής του δρόμου, της διεφθαρμένης συνδικαλιστικής πολιτικής, κανόνες που μοιάζουν με εκείνους της μαφίας», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ο Μαδούρο έχει αντισταθμίσει τις αδύναμες σχέσεις του με τον στρατό, παραχωρώντας διαχρονικά σημαντικό μέρος της οικονομίας στους στρατιωτικούς, οι οποίοι έχουν αποκτήσει τον έλεγχο σε χρυσωρυχεία, πετρελαϊκές υπηρεσίες και εμπορικές εταιρείες εισαγωγών-εξαγωγών. Η επιλογή του να ανταλλάξει τον πλουτισμό με την αφοσίωση έχει οδηγήσει, σύμφωνα με ειδικούς, στο εμπόριο ναρκωτικών της Βενεζουέλας, στην ανοχή του σε παράνομες δραστηριότητες μελών του στρατού, αν και δεν υπάρχει απόδειξη ότι λειτουργεί ένα ενιαίο εγκληματικό δίκτυο υπό τον έλεγχό του, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση Τραμπ.
Τις τελευταίες εβδομάδες, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει συνδυάσει επιθετική ρητορική με προτάσεις διαπραγμάτευσης για μια πιθανή συμφωνία με τον Μαδούρο. Κατά τις συνομιλίες την περασμένη άνοιξη, οι δύο πλευρές εξέτασαν το ενδεχόμενο ο Μαδούρο να παραδώσει την εξουσία σε έναν από τους στενούς του συνεργάτες πριν από το τέλος της θητείας Τραμπ το 2029, σύμφωνα με τέσσερις ακόμα ανθρώπους με γνώση των συζητήσεων, που μίλησαν ανώνυμα επειδή δεν ήταν εξουσιοδοτημένοι να το κάνουν. Μία από τις προτάσεις προέβλεπε διενέργεια δημοψηφίσματος για την ανάκληση του προέδρου το 2027 ή αργότερα, διαδικασία που προβλέπεται από το Σύνταγμα. Σε περίπτωση ήττας, ο Μαδούρο θα παρέδιδε την εξουσία στην αντιπρόεδρό του, η οποία θα προκήρυσσε στη συνέχεια νέες εκλογές.

Οι συνομιλίες, που περιελάμβαναν και προτάσεις για αναπροσανατολισμό της βενεζουελάνικης οικονομίας προς αμερικανικές επενδύσεις και εμπορικές σχέσεις, δεν κατέληξαν σε συμφωνία, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές. Μια τέτοια συμφωνία θα μπορούσε εύκολα να καταρρεύσει, καθώς ο Μαδούρο έχει χρησιμοποιήσει τον έλεγχό του στα δικαστήρια και το εκλογικό συμβούλιο για να αποτρέψει την προσπάθεια της αντιπολίτευσης να τον ανακαλέσει μέσω δημοψηφίσματος το 2016. Ένα ενδεχόμενο συμφωνίας με τον Τραμπ θα μείωνε άμεσα την πίεση στον Μαδούρο, όπως εκτιμούν άνθρωποι κοντά στην κυβέρνησή του αλλά και πρώην αξιωματούχοι. Παρ’ όλα αυτά, δεν θα έλυνε την υποκείμενη πολιτική του αδυναμία, που πηγάζει από την κλοπή των περσινών εκλογών. Το μέγεθος της εκλογικής του ήττας έχει καταστρέψει και το τελευταίο ίχνος δημοκρατικής νομιμοποίησης, όπως σημειώνουν οι ίδιες πηγές.
«Η μεγαλύτερη κρίση τους είναι η κρίση νομιμοποίησης», είπε ο Ισάρρα αναφερόμενος στην κυβέρνηση Μαδούρο. «Βρίσκονται σε πλήρη άρνηση ότι η χώρα τούς μισεί. Αυτή η κρίση θα παραμείνει, ακόμα κι αν αποσυρθούν τα αμερικανικά πολεμικά πλοία», πρόσθεσε.