Εβδομάδες απειλών, βαρύγδουπων δηλώσεων και μια πρωτοφανής στρατιωτική ενίσχυση των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική, η μεγαλύτερη από την κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962, οδήγησαν στις 21 Νοεμβρίου, σε ένα τηλεφώνημα. Ο Ντόναλντ Τραμπ επικοινώνησε με τον άνθρωπο που έχει παρουσιάσει ως κύριο αντίπαλό του, τον Νικολάς Μαδούρο της Βενεζουέλας. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Τραμπ, η συνομιλία δεν είχε σκοπό το άνοιγμα διαλόγου ούτε κάποια αμοιβαία επωφελή λύση, αλλά την αύξηση της πίεσης μέσω ενός τελεσιγράφου. «Μπορείς να σώσεις τον εαυτό σου και τους πιο κοντινούς σε εσένα, αλλά πρέπει να φύγεις από τη χώρα τώρα», φέρεται να είπε στον ηγέτη που έχει χαρακτηρίσει ναρκο-τρομοκράτη και τον οποίο κατηγορεί, χωρίς αποδείξεις, ότι άδειασε τις φυλακές της χώρας για να στείλει τους πιο βίαιους εγκληματίες στις ΗΠΑ.
Η αποκάλυψη αυτής της απειλής φάνηκε να διαλύει κάθε σκέψη ότι ο Τραμπ κάνει πίσω από την αποφασιστική του στάση για ανατροπή του καθεστώτος Μαδούρο. Ωστόσο, δεν ήταν πάντα βέβαιο πως η σύγκρουση με τη Βενεζουέλα ήταν αναπόφευκτη. Μόλις λίγους μήνες πριν, ο ειδικός απεσταλμένος για ειδικές αποστολές, Ρίτσαρντ Γκρένελ, φαινόταν να έχει ανοίξει δρόμο για μια πιθανή συνεννόηση με το Καράκας, πείθοντας τον Μαδούρο να δεχθεί την επιστροφή πτήσεων με απελαθέντες μετανάστες από τις ΗΠΑ, ενώ παράλληλα συμφωνούσε στην απελευθέρωση 10 Αμερικανών πολιτών και νόμιμων κατοίκων που κρατούνταν στη Βενεζουέλα. Ο Μαδούρο είχε επίσης αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο περαιτέρω συμφωνιών, προσφέροντας στις ΗΠΑ πρόσβαση στον πλούσιο ορυκτό και ενεργειακό πλούτο της χώρας.

Παρά αυτές τις ενδείξεις προόδου, ο Τραμπ, ο οποίος είχε βασίσει μέρος της εκλογικής του απήχησης στην υπόσχεση ότι θα τερματίσει την «εξάρτηση» των ΗΠΑ από μακρινούς πολέμους, φαίνεται τώρα να βρίσκεται στο χείλος πρόκλησης μιας σύγκρουσης εντός της αμερικανικής ηπείρου. Ο Γκρένελ, που είχε προτάξει τον πραγματισμό, παραμερίστηκε από την πιο επιθετική προσέγγιση του Μάρκο Ρούμπιο, υπουργού Εξωτερικών και ασκούντος χρέη συμβούλου εθνικής ασφάλειας, ο οποίος διατηρεί διαχρονικά σκληρή στάση απέναντι στον Μαδούρο και τον προκάτοχό του, Ούγκο Τσάβες, όπως αναφέρει ο Guardian.
Μια ευρέως διαδεδομένη εξήγηση για αυτή τη μετατόπιση είναι ότι ο Τραμπ επηρεάζεται από τον τελευταίο άνθρωπο που τον ενημερώνει, ρόλος που φαίνεται πως αυτή τη φορά ανήκε στον Ρούμπιο. Ωστόσο, παρατηρητές της πολιτικής των ΗΠΑ απέναντι στη Βενεζουέλα υποστηρίζουν ότι το «γεράκι» της κυβέρνησης κατά του Μαδούρο είναι ο ίδιος ο Τραμπ. Ο Ράιαν Μπεργκ, επικεφαλής του προγράμματος «Το μέλλον της Βενεζουέλας» στο Center for Strategic and International Studies, ανέφερε ότι ο Τραμπ εδώ και χρόνια είναι σταθερά ασυμβίβαστος αντίπαλος του Μαδούρο, σε αντίθεση με άλλους αυταρχικούς ηγέτες απέναντι στους οποίους έχει επιδείξει πιο μικτές ή επιφυλακτικές θέσεις. «Με πολλούς τρόπους, η Βενεζουέλα είναι ανολοκλήρωτη υπόθεση για τον Τραμπ από την πρώτη του προεδρία. Και η χώρα αγγίζει όλα τα ζητήματα που αποτελούν προτεραιότητες για εκείνον – τα ναρκωτικά, τη μετανάστευση και την Κίνα στο δυτικό ημισφαίριο», σημείωσε χαρακτηριστικά.

Σύμφωνα με τον Μπεργκ, το τελεσίγραφο Τραμπ αυξάνει τις πιθανότητες ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να προχωρήσει σε ένα «χτύπημα αποκεφαλισμού» με στόχο τη δολοφονία του Μαδούρο. Παρά την αναμενόμενη διεθνή κατακραυγή για τη στοχευμένη εξόντωση ενός εθνικού ηγέτη, η αμερικανική κυβέρνηση θεωρεί πως θα ήταν δικαιολογημένη, αφού δεν αναγνωρίζει τον Μαδούρο ως νόμιμο πρόεδρο – επισημαίνοντας τις δύο εκλογικές διαδικασίες του 2018 και του 2024, οι οποίες θεωρούνται ευρέως νοθευμένες. «Ο Μαδούρο και οι συνεργάτες του ποντάρουν στο ότι ο Τραμπ θα υποχωρήσει, και νομίζω ότι κάνουν μεγάλο λάθος», είπε ο Μπεργκ, εκτιμώντας ότι ενδέχεται να υπάρξουν στρατιωτικά πλήγματα πριν από τα Χριστούγεννα. Ωστόσο, συμπλήρωσε ότι υπάρχει ακόμη προσπάθεια να επιτευχθεί “μια ευκολότερη λύση”, προσφέροντας στον Μαδούρο τη δυνατότητα να φύγει με δικούς του όρους μέσω διαπραγματευμένης εξόδου.
Αν και θεωρητικά ο Τραμπ προσφέρει ασφαλή έξοδο στον Μαδούρο, με το Κατάρ, την Κούβα και ακόμη και την Τουρκία να αναφέρονται ως πιθανοί τόποι εξορίας, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι ο Βενεζουελάνος ηγέτης θα δεχθεί την πρόταση. Ένας Αμερικανός επιχειρηματίας με μακροχρόνια παρουσία στη Βενεζουέλα σχολίασε πως «δεν παρακινούνται όλοι από μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια και ένα αεροπλάνο» και υπενθύμισε ότι «δεν υπάρχουν πολλά παραδείγματα ανθρώπων που έφυγαν με τέτοια ποσά και έζησαν για πολύ», κάτι που καθιστά την προοπτική αυτή καθόλου ελκυστική για τον Μαδούρο.

Ο Στιβ Έλνερ, πρώην καθηγητής στο Universidad de Oriente της Βενεζουέλας και έμπειρος σχολιαστής της πολιτικής σκηνής της χώρας, υποστήριξε ότι το επιθετικό τηλεφώνημα Τραμπ είναι πιθανότατα απάντηση στην άρνηση των βενεζουελάνικων ενόπλων δυνάμεων να λυγίσουν μπροστά στην αμερικανική στρατιωτική παρουσία. «Ένα από τα πράγματα που έχει καταδείξει ο Μαδούρο είναι ότι θα υπάρξει αντίσταση», είπε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι αν ο στρατός της Βενεζουέλας επρόκειτο να ανατρέψει τον Μαδούρο από φόβο για αμερικανική εισβολή, «θα το είχε ήδη κάνει». Ο Έλνερ εξήγησε ακόμη ότι η στρατιωτική κινητοποίηση της Βενεζουέλας και οι αντιδράσεις ηγετών της Λατινικής Αμερικής, όπως του προέδρου της Κολομβίας Γκουστάβο Πέτρο, του προέδρου της Βραζιλίας Λούλα ντα Σίλβα και της προέδρου του Μεξικού Κλαούντια Σάινμπάουμ, αποτέλεσαν παράγοντες που εμπόδισαν άμεση στρατιωτική δράση. «Αν δεν υπήρχε αυτή η αντίδραση, ίσως να είχαμε ήδη δει Αμερικανούς στρατιώτες στο έδαφος ή κάποια μορφή στρατιωτικής επιχείρησης», σημείωσε.
Ο Έλνερ υποστήριξε ότι ο Τραμπ χρησιμοποιεί την τακτική του εκφοβισμού για να αποσπάσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερες παραχωρήσεις από τον Μαδούρο, ενώ συνεχίζει να «αυτοσχεδιάζει» πριν καταλήξει σε απόφαση για στρατιωτική δράση. «Ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκαν τα γεγονότα δεν ήταν το ιδανικό σενάριο για τα γεράκια, και γι’ αυτό μέχρι τώρα δεν έχει υπάρξει δράση σε βενεζουελάνικο έδαφος. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να συμβεί, το αντίθετο μάλιστα».