Το Κίεβο δεν περιμένει πλέον τις αποφάσεις των συμμάχων του. Μέσα από μια τιτάνια προσπάθεια ευρηματικότητας και επιμονής, η Ουκρανία δημιούργησε ένα όπλο που αλλάζει τους όρους του πολέμου: τον πύραυλο FP-5 Flamingoβροχή φωτιάς), μια νέα γενιά βλήματος κρουζ που σε πολλά τεχνικά χαρακτηριστικά υπερβαίνει ακόμη και τον αμερικανικό Tomahawk.

Πρόκειται για μια σύγχρονη καινοτομία με εντυπωσιακές προδιαγραφές: μπορεί να φτάσει σε εμβέλεια τα 3.000 χιλιόμετρα, αναπτύσσει μέγιστη ταχύτητα 900 χλμ/ώρα και φέρει εκρηκτικό φορτίο άνω του ενός τόνου.

Τα επιχειρησιακά αποτελέσματα είναι ήδη ορατά, καθώς ο πύραυλος έχει χρησιμοποιηθεί σε επιθέσεις σε βάθος ρωσικού εδάφους, δίνοντας τη δυνατότητα στην Ουκρανία να πλήξει με μεγάλη ευκολία στόχους στρατηγικής σημασίας.

Η ανεξαρτησία ως το μεγαλύτερο όπλο

Ενώ ο Flamingo διαθέτει διπλάσια εμβέλεια και διπλάσια εκρηκτική ισχύ από τον Tomahawk με περίπου το ίδιο κόστος παραγωγής, το κύριο πλεονέκτημά του είναι η πλήρης αυτονομία στη χρήση.

Η εφημερίδα The Independent υπογραμμίζει ότι ο πύραυλος ελέγχεται αποκλειστικά από τις Ουκρανικές Ένοπλες Δυνάμεις, χωρίς να υπόκειται στους αυστηρούς περιορισμούς των δυτικών εταίρων.

Αυτό το στοιχείο είναι κρίσιμο: Το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία είχαν περιορίσει τη χρήση των Storm Shadow σε ρωσικούς στόχους εντός Ουκρανίας για μήνες, ενώ οι ΗΠΑ είχαν βάλει όρια στη χρήση των ATACMS εναντίον στόχων στη Ρωσία. Αντίθετα, η Ουκρανία μπορεί να χρησιμοποιήσει τον Flamingo εναντίον οποιουδήποτε στόχου κρίνει αναγκαίο.

Η δημιουργία του Flamingo είναι μια πραγματική ιστορία τεχνολογικής ανάκαμψης. Ο πύραυλος κινείται με έναν σοβιετικής εποχής κινητήρα turbofan – μάλιστα, κάποια από τα εξαρτήματα χρειάστηκε να «ανασυναρμολογηθούν από χωματερές», γεγονός που αναδεικνύει το ακατάβλητο πνεύμα της ουκρανικής μηχανικής.

Η στρατηγική του Κιέβου είναι ξεκάθαρη: επίθεση σε βάθος του ρωσικού εδάφους με στόχο την καταστροφή της δυνατότητας της Μόσχας να συνεχίσει τον πόλεμο. Η στόχευση των διυλιστηρίων πετρελαίου έχει αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματική, με τη Ρωσία να χάνει κατά καιρούς έως και το 20% της ικανότητας καυσίμων της, ενώ οι τιμές των αντλιών έχουν ανέβει κατά 10%.

Η γέννηση μιας νέας βιομηχανίας όπλων

Με τις δυτικές προμήθειες όπλων να είναι ασταθείς και να έρχονται με όρους, ο Πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι δήλωσε ότι η Ουκρανία παράγει πλέον περίπου το 60% των δικών της αναγκών σε όπλα.

Η Iyna Terekh, τεχνική διευθύντρια της εταιρείας Fire Point – η οποία κατασκευάζει τόσο τους Flamingo όσο και άλλα όπλα – εξηγεί τη φιλοσοφία πίσω από αυτή την ταχεία ανάπτυξη:

«Όταν έχεις ένα όπλο στραμμένο στο κεφάλι σου, δεν σκέφτεσαι πρότυπα, σκέφτεσαι ότι ‘πρέπει να λειτουργεί’. Το μεγάλο επίτευγμα της ουκρανικής κυβέρνησης ήταν να μειώσει τη γραφειοκρατική πίεση όσο το δυνατόν περισσότερο ώστε η τεχνολογία να αναπτυχθεί.

Αυτό συνέβη και στην εταιρεία μας. Δεν μας ενδιέφερε αν πληρούσαμε τα πρότυπα του ΝΑΤΟ. Μας ενδιέφερε μόνο η αποτελεσματικότητα στην πρώτη γραμμή. Έτσι δημιουργήσαμε ένα πολύ αποτελεσματικό όπλο».

Εκτός από τους Flamingo, η Fire Point κατασκευάζει drones μικρότερης εμβέλειας τύπου Shahed, τα FP1 και FP2. Τα drones αυτά έχουν χρησιμοποιηθεί σε επιθέσεις κατά συρροή βαθιά μέσα στη Ρωσία, φτάνοντας μέχρι τη Μόσχα. Το FP2, με ωφέλιμο φορτίο 150 κιλών, έχει μάλιστα παρεξηγηθεί συχνά ως αμερικανικός πύραυλος λόγω της ισχυρής του εκρηκτικής δύναμης.

Η τεχνολογική υπεροχή της Ουκρανίας βασίζεται στο τρίπτυχο ταχύτητα, χαμηλό κόστος και ευφυΐα. Τα drones της Fire Point κατασκευάζονται ταχύτατα (λίγες ώρες για τα φτερά, 30 λεπτά για την άτρακτο από μείγμα πλαστικού και άνθρακα), χρησιμοποιούν κινητήρες χλοοκοπτικών και ανοικτά συστήματα πλοήγησης, ενώ η ηλεκτρονική τους προστασία έχει σχεδιαστεί για να αποφεύγει τα εξελιγμένα ρωσικά συστήματα παρεμβολών.

Με το κόστος κατασκευής κάθε FP1 ή FP2 να ανέρχεται σε μόλις 50.000 δολάρια, έναντι 80.000 έως 250.000 δολαρίων για τα ρωσικής κατασκευής Shahed, η Ουκρανία κερδίζει τη μάχη του κόστους και της καινοτομίας.

Η στρατηγική της Ουκρανίας είναι σαφής: η αποφασιστικότητα και η ευρηματικότητα θα νικήσουν την αριθμητική υπεροχή της Ρωσίας, επαναφέροντας τη χώρα στη θέση της κορυφαίας δύναμης παραγωγής όπλων, όπως ήταν στην εποχή της Σοβιετικής Ένωσης.