Τρία ολόκληρα χρόνια έχουν περάσει σχεδόν από την έναρξη του ρώσο – ουκρανικού πολέμου και όμως προκύπτουν στοιχεία που αναφέρουν ότι θα μπορούσε να είχε βρεθεί μία ειρηνική λύση τους πρώτους τρεις μήνες.
Ο ανώτερος πολιτικός επιστήμονας Samuel Charap και ο διακεκριμένος καθηγητής του πανεπιστημίου John Hopkins, Sergey Radchenko, παραθέτουν στο άρθρο τους «Τhe talks that could have ended the war in Ukraine» το ιστορικό των διαπραγματεύσεων, μαζί με άγνωστες λεπτομέρειες, από την παρ’ ολίγον συμφωνία.
Το χρονικό των διαπραγματεύσεων
Οι συνομιλίες ξεκίνησαν στις 28 Φεβρουαρίου σε μία από τις ευρύχωρες κατοικίες του Λουκασένκο στην ύπαιθρο, στη Λευκορωσία. Οι Charap και Radchenko αναφέρουν ότι επικεφαλής της ουκρανικής αντιπροσωπείας ήταν ο Davyd Arakhamia, κοινοβουλευτικός ηγέτης του πολιτικού κόμματος του Zelensky.
Επικεφαλής της ρωσικής αντιπροσωπείας ήταν ο Vladimir Medinsky, ανώτερος σύμβουλος του Ρώσου προέδρου, ο οποίος είχε διατελέσει, προηγουμένως και υπουργός Πολιτισμού.

Στην πρώτη συνάντηση, οι Ρώσοι παρουσίασαν μια σειρά σκληρών όρων, σύμφωνα με τους δύο ερευνητές, απαιτώντας ουσιαστικά την ολοκληρωτική συνθηκολόγηση της Ουκρανίας. Καθώς, όμως, άρχισε να καταφθάνει στην Ουκρανία οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη από τον δυτικό κόσμο και η θέση της Μόσχας στο πεδίο της μάχης συνέχισε να επιδεινώνεται, οι θέσεις της στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων έγιναν λιγότερο απαιτητικές.

Σύμφωνα με τους δύο ερευνητές, στις 3 και 7 Μαρτίου, τα δύο μέρη πραγματοποίησαν έναν δεύτερο και τρίτο γύρο συνομιλιών, αυτή τη φορά στο Καμιανούκι της Λευκορωσίας, ακριβώς απέναντι από τα σύνορα με την Πολωνία. Η ουκρανική αντιπροσωπεία υπέβαλε τα δικά της αιτήματα: άμεση κατάπαυση του πυρός και δημιουργία ανθρωπιστικών διαδρόμων.
Στις 10 Μαρτίου ο ουκρανός υπουργός Εξωτερικών Dmytro Kuleba, ο οποίος βρισκόταν τότε σε συνάντηση με τον Ρώσο ομόλογό του Sergey Lavrov, μίλησε για μια «συστηματική, βιώσιμη λύση» για την Ουκρανία, προσθέτοντας ότι οι Ουκρανοί είναι «έτοιμοι να συζητήσουν» τις εγγυήσεις που ελπίζει να λάβει από τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ και τη Ρωσία. Οι δύο πλευρές συνέχισαν να διαπραγματεύονται, μέσω τηλεδιασκέψεων, κατά τη διάρκεια του Μαρτίου.

Οι δύο πλευρές συναντήθηκαν ξανά από κοντά στην Κωνσταντινούπολη στις 29 Μαρτίου όπου συμφώνησαν στην κυκλοφορία ενός κοινού ανακοινωθέντος.
Το περιεχόμενο του προσχεδίου
Ο τίτλος του εγγράφου ήταν «Βασικές διατάξεις της Συνθήκης για τις εγγυήσεις ασφαλείας της Ουκρανίας» και βασική παραδοχή ήταν η Ουκρανία να παραιτηθεί από κάθε μελλοντική προσπάθεια ένταξης σε στρατιωτικές συμμαχίες και να μην επιτρέψει τη δημιουργία ξένων στρατιωτικών βάσεων ή τη διέλευση στρατευμάτων από το έδαφός της, με αντάλλαγμα την εγγύηση της ασφάλειας και της εδαφικής της ακεραιότητας. Συγκεκριμένα, το προσχέδιο ανέφερε ότι εάν η Ουκρανία δεχόταν επίθεση και ζητούσε βοήθεια, όλα τα κράτη εγγυητές θα ήταν υποχρεωμένα, μετά από διαβουλεύσεις με την Ουκρανία και μεταξύ τους, να παράσχουν βοήθεια στην Ουκρανία για την αποκατάσταση της ασφάλειάς της. Ως πιθανοί εγγυητές αναφέρονταν τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας) μαζί με τον Καναδά, τη Γερμανία, το Ισραήλ, την Ιταλία, την Πολωνία και την Τουρκία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει μία διάταξη του προσχεδίου που εντόπισαν οι δύο ερευνητές στην οποία οι δύο πλευρές καλούνταν να επιδιώξουν μια ειρηνική επίλυση για τη διαμάχη της Κριμαίας, μέσα στα επόμενα δέκα με δεκαπέντε χρόνια.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, αν και το ανακοινωθέν και το προσχέδιο της 12ης Απριλίου καθιστούσε σαφές ότι οι εγγυήτριες χώρες θα αποφάσιζαν ανεξάρτητα αν θα προσέρχονταν σε βοήθεια του Κιέβου, στο προσχέδιο της 15ης Απριλίου, οι Ρώσοι επέμειναν ότι μια τέτοια ενέργεια θα γινόταν μόνο «βάσει απόφασης στην οποία θα συμφωνούσαν όλες οι εγγυήτριες χώρες». Αυτή η αλλαγή θα έδινε μεγάλη δύναμη στη Ρωσία καθώς θα μπορούσε μελλοντικά να ασκήσει το δικαίωμα του βέτο.
Αντικείμενο έντονων διαπραγματεύσεων αποτέλεσαν, επίσης, το μέγεθος και η δομή του ουκρανικού στρατού με τους ουκρανούς να εμφανίζονται να θέλουν ένα στρατό ειρηνικής περιόδου 250.000 ατόμων ενώ οι Ρώσοι φέρονται να επέμειναν σε ένα μέγιστο αριθμό 85 χιλιάδων. Ταυτόχρονα, έντονες ήταν και οι διαφωνίες σχετικά με τα άρματα μάχης και το βεληνεκές των ουκρανικών πυραύλων.

Παρά τις ουσιαστικές αυτές διαφωνίες, οι δύο ερευνητές γράφουν πως το προσχέδιο της 15ης Απριλίου υποδηλώνει ότι οι δύο πλευρές σκόπευαν να υπογράψουν τη συνθήκη εντός δύο εβδομάδων.
«Ήμασταν πολύ κοντά στα μέσα Απριλίου του 2022 στην οριστικοποίηση του πολέμου με μια ειρηνευτική διευθέτηση», δήλωσε ο Oleksandr Chalyi, ένας από τους ουκρανούς διαπραγματευτές, τον Δεκέμβριο του 2023.
Τι πήγε στραβά;
Οι Charap και Radchenko αναφέρουν ότι η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της αντιμετώπιζαν με μεγάλο σκεπτικισμό τις προοπτικές της διπλωματικής οδού. Το προσχέδιο της Κωνσταντινούπολης ουσιαστικά «παρέκαμπτε» τα εδαφικά και συνοριακά ζητήματα και οι δύο μεριές δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν σε άλλα κρίσιμα θέματα. Επιπλέον, ένας πρώην Αμερικανός αξιωματούχος, που ασχολήθηκε με την πολιτική της Ουκρανίας εκείνη την εποχή, δήλωσε στους δύο ερευνητές ότι οι Ουκρανοί δεν συμβουλεύτηκαν την Ουάσιγκτον παρά μόνο μετά την έκδοση του ανακοινωθέντος.
Οι δύο ερευνητές γράφουν πως η διαπραγμάτευση με τη Ρωσία αποτελούσε τεράστιο πολιτικό ρίσκο για τις δυτικές χώρες, καθώς βασική προϋπόθεση για να γίνει δεκτή οποιαδήποτε συμφωνία από την ουκρανική μεριά, θα ήταν αυτές να διασφαλίσουν την εδαφική της ακεραιότητα. Τεράστιο θα ήταν επίσης και το πολιτικό κόστος της συνθηκολόγησης και για το Κίεβο καθώς, την περίοδο των διαπραγματεύσεων, είχαν αρχίσει να έρχονται στο φως τα εγκλήματα πολέμου της Ρωσίας στην Μπούτσα και στο Ιρπινγκ.

Αναφορικά με την Ρωσία, δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς ότι η Μόσχα εξέταζε σοβαρά το ενδεχόμενο μίας διπλωματικής λύσης τη στιγμή που εξαπέλυε, σε καθημερινή βάση, επιθέσεις σε όλη την Ουκρανία. Εκτιμάται ότι η Μόσχα, συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τη Δύση η οποία της είχε επιβάλει σοβαρούς οικονομικούς δασμούς.
Οι Charap και Radchenko, επομένως, συμπεραίνουν ότι το προσχέδιο της Κωνσταντινούπολης δεν υλοποιήθηκε ποτέ λόγω του μεγάλου πολιτικού κόστους, της παράβλεψης σημαντικών ζητημάτων και της απουσίας ισχυρών παικτών, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Η επόμενη μέρα
Τρία χρόνια μετά από τις αρχικές διαπραγματεύσεις, το μέλλον της Ουκρανίας φαίνεται δυσοίωνο. Ο νεοεκλεγμένος ρεπουμπλικάνος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, του οποίου το επιτελείο παραδοσιακά έχει καλές σχέσεις με τη Μόσχα, έχει δηλώσει πολλές φορές ότι θα σταματήσει να στηρίζει στρατιωτικά την Ουκρανία. Όμως, μεγάλο είναι και το κόστος του πολέμου για τη Μόσχα. Πέρα από το εμφανές ανθρώπινο, οικονομικό και υλικό κόστος, η γεωπολιτική ισχύς της Ρωσίας έχει μειωθεί σημαντικά το τελευταίο χρονικό διάστημα.
«Η εξαφάνιση του Ναγκόρνο -Καραμπάχ και η πτώση του καθεστώτος του Άσαντ, είναι απόρροια της συντριπτικής εστίασης του Πούτιν στην υποταγή της Ουκρανίας, ανεξάρτητα από το κόστος», γράφει ο επικεφαλής του προγράμματος καταπολέμησης της κλεπτοκρατίας του Ιδρύματος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Casey Michel, στο άρθρο του «The Domino Theory Is Coming for Putin». Ταυτόχρονα, η επιταχυμένη ενεργειακή απεξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία και η συλλογική απόφασή της να «πάει κόντρα» στις βλέψεις του Τραμπ, την καθιστούν ένα ακόμα εμπόδιο στο δρόμο της Μόσχας.
Συνεπώς, δεν μοιάζει σενάριο επιστημονικής φαντασίας, όταν η Ουκρανία και η Ρωσία καθίσουν ξανά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, καμία από τις δύο να μην έχει σημαντικό στρατηγικό πλεονέκτημα.