Ο Στέφανος Ντούσκος έγραψε ιστορία στη Σαγκάη, κατακτώντας το χρυσό μετάλλιο στο σκιφ του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Κωπηλασίας και χαρίζοντας στην Ελλάδα μια μοναδική διάκριση.

«Αυτό είναι για την Ελλάδα, για όλους τους Έλληνες», τόνισε στις δηλώσεις του.

Ο Έλληνας πρωταθλητής περιέγραψε την υπερπροσπάθεια που έκανε για να φτάσει στον θρίαμβο: «Το πίστευα, είμαι πολύ κουρασμένος. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στο Θεό που μου έδωσε τη δύναμη και όλους όσοι είναι δίπλα μου και με στηρίζουν. Είμαι πάρα πολύ χαρούμενος, ήθελα να κατακτήσω ένα παγκόσμιο μετάλλιο. Τα τελευταία 100 μέτρα ήταν τόσο δύσκολα που έβαλα την ψυχή μου για να κατακτήσω το χρυσό. Αυτό είναι για την Ελλάδα, για όλους τους Έλληνες. Ελπίζω να τους έδωσα λίγη χαρά».

Με το ίδιο πάθος, απηύθυνε λόγια και στις νεότερες γενιές, δίνοντάς τους ένα μήνυμα δύναμης και ελπίδας: «Ελπίζω να είμαι παράδειγμα για νέα παιδιά. Μπορεί να είμαστε μικροί σαν Ελλάδα και άλλοι να μοιάζουν τεράστιοι μπροστά μας, αλλά για μας μετρά η ελληνική ψυχή».

Πολύμερος: «Κλαίμε όλοι από χαρά»

Η επιτυχία αυτή χαρακτηρίστηκε από την Κωπηλατική Ομοσπονδία ως ιστορική. Ο πρόεδρος, Βασίλης Πολύμερος, δεν μπόρεσε να κρύψει τη συγκίνησή του: «Κλαίμε όλοι από χαρά. Δεν έχει συμβεί ξανά να πάρουμε χρυσό μετάλλιο στο σκιφ ανδρών. Είναι άθλος αυτό που πέτυχε, γιατί υστερεί σωματικά σε σχέση με τους αντιπάλους του, αλλά η ψυχή και το πείσμα, μαζί με την προπόνηση, τον έκαναν πρωταγωνιστή».

Ποστιλιόνε: «Θα δουλέψει για να το ξανακάνει στους Ολυμπιακούς»

Ανάλογα θερμά λόγια είχε και ο προπονητής του, Τζιάνι Ποστιλιόνε, που στάθηκε στην πολυετή προετοιμασία: «Δούλεψε εδώ και τέσσερα χρόνια για να φτάσει εδώ, με τη βοήθεια του Θεού και την απόλυτη αφοσίωσή του. Η ελληνική κωπηλασία είναι πλέον σε καλύτερη θέση. Ο Στέφανος είναι εξαιρετικός κωπηλάτης και είμαι σίγουρος ότι θα δουλέψει για να το ξανακάνει στους Ολυμπιακούς Αγώνες».

Το ταλέντο του Γιαννιώτη κωπηλάτη, φάνηκε από νωρίς, όμως για αρκετά χρόνια χρειάστηκε να κάνει τεράστιες θυσίες για να παραμείνει στις ελαφρές κατηγορίες. Πάλευε να διατηρήσει το βάρος του, φτάνοντας στο σημείο να «τρώει παγάκια και τσίχλες για να ξεγελά την πείνα», ώστε να μείνει σε αγωνιστική φόρμα. Η πρόκληση αυτή τον σημάδεψε, αλλά τον έκανε πιο πειθαρχημένο.

Οι απογοητεύσεις

Ο ίδιος σπούδασε Ιατρική, όμως οι απαιτήσεις του πρωταθλητισμού τον ανάγκασαν να αφήσει πίσω προσωρινά τις σπουδές του για να αφοσιωθεί στην κωπηλασία. Στα πρώτα του χρόνια δεν υπήρχαν χορηγοί να τον στηρίξουν και η οικογένειά του κάλυπτε σχεδόν εξ ολοκλήρου τα έξοδα, με τον πατέρα του να δουλεύει σκληρά ως οδηγός για να στηρίξει τις ανάγκες του γιου του. Ο Ντούσκος έχει παραδεχθεί ότι υπήρξαν στιγμές που αισθάνθηκε απογοήτευση, θεωρώντας ότι ίσως να χάνει τον χρόνο του σε ένα άθλημα που στην Ελλάδα δεν απολαμβάνει πάντα της αναγνώρισης που του αξίζει.

Η επιμονή του όμως τον δικαίωσε. Στην πρώτη του Ολυμπιακή εμφάνιση, το 2016, αγωνίστηκε στην τετράκωπο ελαφρών βαρών και κατέλαβε την έκτη θέση. Το 2018, στους Μεσογειακούς Αγώνες, πήρε το χρυσό μετάλλιο στο διπλό σκιφ μαζί με τον Χρήστο Στεργιάκα, ενώ είχε ήδη ξεχωρίσει σε νεαρή ηλικία στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα κάτω των 23 ετών, όπου είχε κατακτήσει το ασημένιο στο μονό σκιφ. Η μεγάλη στιγμή ήρθε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο το 2021, όπου ανέβηκε στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου, χαρίζοντας στην Ελλάδα το πρώτο της χρυσό στην κωπηλασία.

Πέρα από τις μεγάλες διακρίσεις, υπάρχουν και άλλες λιγότερο γνωστές πτυχές της διαδρομής του. Το 2023 ορίστηκε από την Εθνική Ολυμπιακή Επιτροπή ως ο πρώτος λαμπαδηδρόμος στη διαδρομή της Ολυμπιακής φλόγας προς το Παρίσι 2024, μια τιμητική διάκριση που σφράγισε τη θέση του στον ελληνικό αθλητισμό. Ο Ντούσκος έχει ύψος 1,86 μ. και βάρος περίπου 73 κιλά, και η μετάβασή του στο μονοσκιφ ήταν μια δύσκολη διαδικασία, καθώς έπρεπε να προσαρμόσει το σώμα και τη διατροφή του στις απαιτήσεις μιας ιδιαίτερα ανταγωνιστικής κατηγορίας.

Η καταγωγή του δεν περιορίζεται στα Ιωάννινα, αφού η μητέρα του προέρχεται από την Κασσιώπη της Κέρκυρας, κάτι που τον συνδέει στενά με το νησί, όπου έχει τιμηθεί σε τοπικές εκδηλώσεις. Παράλληλα, η σχέση του με τους συναθλητές και τους προπονητές του δείχνει έναν αθλητή με σεμνότητα και σταθερές αξίες, που έμαθε να παλεύει χωρίς να ξεχνά τις ρίζες του.