«Η επιστροφή της Ελλάδας από τα βάθη της οικονομικής κρίσης γίνεται εύκολα αντιληπτή στην καθημερινή ζωή της Αθήνας, όμως η πρόκληση για τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ενόψει των εκλογών της 21ης Μαΐου είναι να πείσει αρκετούς Έλληνες πως δεν μένουν πίσω σε αυτήν την πορεία που αφήνει πίσω, όπως λέει, την “παλιά Ελλάδα”», αναφέρει ρεπορτάζ των Σωτήρη Νίκα και Paul Tugwell στο Bloomberg για τις εκλογές.

Όπως αναφέρει το άρθρο με τίτλο «Η ελληνική οικονομία ανακάμπτει, αλλά οι ψηφοφόροι μετρούν το κόστος»:

«η ανάκαμψη της οικονομίας έχει θέσει τη χώρα σε έναν καλό δρόμο για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας μετά από 13 χρόνια. Το ΑΕΠ βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με αυτό πριν τη χρεοκοπία, το 2010, όταν βυθίστηκε πάνω από 20%. Η ανεργία έχει πέσει κάτω από το μισό του ανώτατου ορίου 28% που είχε φτάσει, τα capital controls έχουν σταματήσει και οι ελληνικές μετοχές και τα ομόλογα έχουν εκτιναχθεί στα ύψη».

Ωστόσο, σημειώνεται στο ρεπορτάζ, «το κόστος αυτής της ανάκαμψης εξακολουθεί να βαραίνει ένα εκλογικό σώμα που δίνει καθημερινό αγώνα, όπως συμβαίνει και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η κληρονομιά της πανδημίας του κορωνοϊού και η κρίση κόστους ζωής εξαιτίας των υψηλών τιμών σε ενέργεια και τρόφιμα έχει υπερβολικό αντίκτυπο στα νοικοκυριά των οποίων το εισόδημα είχε ήδη συμπιεστεί από τα χρόνια της λιτότητας που είχε σχεδιαστεί για να επαναφέρει την Ελλάδα σε καλό δρόμο».

Το εκλογικό σύστημα, αναφέρει το Bloomberg, καθιστά πολύ πιθανή μια δεύτερη εκλογική μάχη και «το διακύβευμα είναι εάν η Ελλάδα μπορεί να αποφύγει τα πολιτικά δράματα και να διατηρήσει μια τροχιά που έχει βελτιώσει τη διεθνή της θέση και έκανε τη χώρα ξανά ελκυστική προς τους επενδυτές και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες».

«Το 2022, η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει το λόγο χρέους προς ΑΕΠ ταχύτερα από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Το ασφάλιστρο κινδύνου των ελληνικών κρατικών ομολόγων σε σύγκριση με αυτό της Γερμανίας μειώθηκε κατά περίπου ένα τρίτο το περασμένο έτος. Τα ελληνικά ομόλογα διαπραγματεύονται με παρόμοια απόδοση με τα ιταλικά, τα οποία κατέχουν επενδυτική βαθμίδα. Ο λόγος χρέους της Ελλάδας, ωστόσο, παραμένει ο υψηλότερος από οποιονδήποτε άλλο στην ευρωζώνη, ενώ η χώρα έχει δρόμο να διανύσει για να αναπληρώσει τη χαμένη εποχή της κρίσης χρέους του», γράφει το Bloomberg και προσθέτει:

«Η οικονομία αναμένεται να φτάσει τα 223 δισεκατομμύρια ευρώ φέτος, περίπου όσο ήταν το 2010, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Eurostat. Ωστόσο, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ύψους 21.200 ευρώ είναι περίπου 29% λιγότερο από ό,τι στην Τσεχία, μια χώρα με παρόμοιο μέγεθος πληθυσμού στο λιγότερο εύπορο πρώην Ανατολικό Μπλοκ της Ευρώπης. Πριν από την κρίση, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν περίπου 37% υψηλότερο από αυτή των Τσέχων».

Όπως πάντα «οι βασικοί πολιτικοί ηγέτες προσπαθούν να πείσουν τους ψηφοφόρους ότι ο καθένας από αυτούς έχει το καλύτερο σχέδιο για να οδηγήσει την Ελλάδα στο μέλλον […] όμως βάσει των δημοσκοπήσεων πολλοί Έλληνες αναμένεται να μη ψηφίσουν κανένα από τα δύο κόμματα σε ένδειξη διαμαρτυρίας». «Σε περίπτωση που υπάρξουν δεύτερες εκλογές, οι οποίες αναμένονται τον Ιούλιο, το εκλογικό σύστημα θα αλλάξει ώστε να υπάρξει ένα πιο σαφές αποτέλεσμα. “Αυτό που αναζητά το εκλογικό σώμα είναι ένα μονοπάτι προς το βιοτικό επίπεδο που ταιριάζει τουλάχιστον με τον μέσο όρο της ευρωζώνης”, σημειώνει ο Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής του ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών».