Δεν εκχωρήσαμε μακεδονική γλώσσα, διότι δεν είχαμε μακεδονική γλώσσα για να την παραχωρήσουμε, ο Αριστοτέλης δίδασκε τον Μέγα Αλέξανδρο στην ελληνική και όχι στη μακεδονική γλώσσα. Ούτε είχαμε μακεδονική εθνότητα για να την εκχωρήσουμε οι Μακεδόνες που ζουν στη Βόρεια Ελλάδα είναι Ελληνες, τόνισε ο Αλέξης Τσίπρας.

«Η ίδια η λέξη “εκχώρηση”, που χρησιμοποιείτε διαρκώς, χωρίς να κατανοείτε τι ακριβώς κάνετε, παραπέμπει σε παραλήρημα μεγαλείου που προφανώς προκύπτει από την εθνικιστική σας στροφή όλο τον τελευταίο χρόνο», είπε ο πρωθυπουργός απευθυνόμενος στον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας.

«Όμως αυτό ανήκει στη σφαίρα της ψυχανάλυσης και σίγουρα δεν επιδιώκω να αναλάβω το ρόλο του ψυχαναλυτή σας», τόνισε και συνέχισε: «Σε ό,τι αφορά το θέμα της γλώσσας νομίζω ότι όλοι θα αποδεχόσασταν το προφανές ότι δηλαδή δεν μπορείς να αναγνωρίσεις κάτι που είναι ήδη αναγνωρισμένο. Και, πλέον, όλοι γνωρίζουν, αν και πολλοί κάνουν πως δεν το καταλαβαίνουν, ότι η μακεδονική γλώσσα έχει αναγνωριστεί από την Ελλάδα ήδη κατά την Τρίτη Διάσκεψη του ΟΗΕ για την Τυποποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων που έλαβε χώρα στην Αθήνα το 1977. Ενώ η Ελλάδα δεν προέβαλε και καμία επιφύλαξη ή αντίρρηση ούτε το 1994, αφού είχε προκύψει η διαφορά με τους γείτονες όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, στον Διεθνή Οργανισμό Τυποποίησης ο οποίος είναι υπεύθυνος για την επίσημη κωδικοποίηση των ονομάτων των γλωσσών των κρατών μελών του ΟΗΕ».

Ο πρωθυπουργός, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, επικαλέστηκε τον Ευάγγελο Αβέρωφ, έναν από τους «πατριάρχες» της Ν.Δ., όπως παρατήρησε, που το 1959 ως υπουργός Εξωτερικών είχε δηλώσει: «Πρώτον εις την ελληνικήν Μακεδονία δεν ομιλείται η μακεδονική γλώσσα η οποία ομιλείται εις τα Σκόπια και έχει και γραμματικήν και συντακτικόν, ομιλείται ένα τοπικόν ιδίωμα το οποίο δεν έχει καμία σχέση με την μακεδονικήν γλώσσαν».

«Αυτή η δήλωση είναι πραγματικά αποκαλυπτική. Κατεδαφίζει με μια και μόνη κίνηση όλες τις αντιεπιστημονικές, πατριδοκάπηλες ανοησίες που έχουν κατατεθεί το τελευταίο διάστημα στην δημόσια συζήτηση», σχολίασε ο κ. Τσίπρας και σημείωσε:

«Αφενός ο Αβέρωφ, με την ιδιότητα του Υπουργού Εξωτερικών, και αυτό είναι νομικά σημαντικό, αναγνωρίζει το προφανές: ότι δηλαδή εκτός από την ελληνική Μακεδονία υπάρχει και άλλη Μακεδονία που δεν είναι ελληνική. Διαφορετικά δεν θα χρειαζόταν ο σχετικός προσδιορισμός. Αφετέρου αναγνωρίζει την ύπαρξη μακεδονικής γλώσσας, με γραμματική και συντακτικό, και απαντά με σαφήνεια και σε όλους εκείνους τους υποτιθέμενους λόγιους και γλωσσολόγους που προσπαθούν να πείσουν ότι μια γλώσσα δεν είναι γλώσσα, στέλνοντας στον κάλαθο των αχρήστων και την επιστημονική τους αξιοπρέπεια αλλά και τον ορθό λόγο».

Η Συμφωνία των Πρεσπών προσδιορίζει με σαφήνεια ότι το επίθετο «μακεδονικός» όταν χρησιμοποιείται από τους γείτονες, διαχωρίζεται πλήρως από την ελληνική μακεδονική παράδοση, ενώ σε ό, τι αφορά ειδικά τη γλώσσα διευκρινίζει ότι αυτή ανήκει στην οικογένεια των Νότιων Σλαβικών γλωσσών, επισήμανε ο πρωθυπουργός.

«Επομένως, κάνει ένα βήμα μπροστά σε σχέση με όσα ίσχυαν μέχρι χτες και διασφαλίζει πλήρως και χωρίς δυνατότητα αμφισβήτησης την ελληνική γλωσσική και πολιτιστική κληρονομιά μας», τόνισε.

«Η Συμφωνία όπως αναφέρεται και στην ρηματική διακοίνωση των γειτόνων, με τον όρο nationality εννοεί την ιθαγένεια και όχι την εθνότητα», τόνισε ο κ. Τσίπρας. «Ειδικά δε στη ρηματική διακοίνωση τα πράγματα γίνονται τόσο σαφή που είναι αυταπόδεικτα. Καθώς οι γείτονες μας ρητά αναφέρουν ότι η ιθαγένεια δεν προκαταλαμβάνει την εθνοτική ένταξη των πολιτών της Βόρειας Μακεδονίας», είπε και πρόσθεσε: «Και δεν θα μπορούσε να συμβαίνει αλλιώς. Διότι, σε όλα τα διεθνή κείμενα, από την Οικουμενική Διακήρυξη έως την ευρωπαϊκή σύμβαση για την ιθαγένεια ρητά ο όρος ιθαγένεια αποδίδεται με τον όρο nationality και δεν προσδιορίζει την εθνική ένταξη του ατόμου. Και αυτό είναι λογικό καθώς στο διεθνές δίκαιο δεν υπάρχουν γενικώς αποδεκτά χαρακτηριστικά ή γενικά αποδεκτοί ορισμοί του Έθνους ή του λαού. Άρα λοιπόν η Συμφωνία δεν ρυθμίζει γιατί δε θα μπορούσε να ρυθμίζει θέματα που αφορούν το λαό και το έθνος. Τα κράτη αναγνωρίζουν κράτη, όχι λαούς. Και τα θέματα της ιθαγένειας αφορούν ακριβώς τη σχέση του πολίτη με το κράτος».

Ως «ψέμα» κι ένα «συνειδητά κατασκευασμένο νομικό λάθος» του κ. Μητσοτάκη χαρακτήρισε ο κ. Τσίπρας τα περί «μακεδονικού έθνους» και «μακεδονικού λαού» και απευθυνόμενος στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης παρατήρησε:

«Εσείς όταν διαπραγματευόσασταν τι ακριβώς κάνατε; Ρωτάω λοιπόν τους συναδέλφους: την τελευταία φορά που έγινε συζήτηση για αλλαγή του Συντάγματος της γείτονος, το 1992, επί Κυβέρνησης Μητσοτάκη, ο κ. Σαμαράς είχε ζητήσει αφαίρεση των αναφορών του Συντάγματος της γείτονος σε μακεδονικό έθνος ή λαό; Η απάντηση είναι Όχι. O κ. Σαμαράς, όταν διαπραγματεύθηκε το “Πακέτο Πινέιρο” κατέθεσε συνταγματικές αλλαγές που είχαν να κάνουν αποκλειστικά με την μη διεκδίκηση μειονότητας από τη γείτονα και εξάλειψη των επεκτατικών της αναφορών. Καμία αναφορά δεν είχαν σε αλλαγή των λεκτικού του Συντάγματος σε σχέση με μακεδονικό λαό ή έθνος. Ουδέποτε ο Μητσοτάκης – με ΥΠΕΞ τον κ. Σαμαρά ή Παπακωνσταντίνου, ζήτησε αλλαγή των συνταγματικών αναφορών σε μακεδονικό λαό ή έθνος».

Ο πρωθυπουργός απευθύνθηκε στην επικεφαλής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης Φώφη Γεννηματά και τη ρώτησε γιατί το ΠΑΣΟΚ δεν αντέδρασε στην υπογραφή της Συμφωνίας της Αχρίδας, από τις ΗΠΑ και την ΕΕ το 2001, με κυβέρνηση Σημίτη, καθώς υπήρξαν αναφορές σε «Μακεδονική γλώσσα» και σε «Μακεδόνες».

Τη ρώτησε ακόμα πού ήταν 25 χρόνια που στα διαβατήρια τους οι κάτοικοι της ΠΓΔΜ αναφέρονται «Μακεδόνες» και σημείωσε: «Που ήσασταν 25 χρόνια που τα διαβατήρια αναφέρονται σε “Μακεδόνες” σκέτο; Πού ήσασταν το 2008-2009 όταν έγινε η διαπραγμάτευση και απελευθερώθηκε το καθεστώς θεωρήσεων για τα διαβατήρια των πολιτών της ΠΓΔΜ στον χώρο Schengen;».