«Με το νομοσχέδιο αυτό επιταχύνεται και οριοθετείται η πειθαρχική διαδικασία, με δικλείδες ασφάλειας δικαίου. Εξυπηρετώντας το δημόσιο συμφέρον» τόνισε ο υπουργός Εσωτερικών Θεόδωρος Λιβάνιος, κατά την έναρξη της συζήτησης επί της Αρχής, του σχεδίου νόμου «Αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα, σύσταση Ελληνικού Κέντρου Εμπειρογνωμοσύνης Διοικητικών Μεταρρυθμίσεων και λοιπές διατάξεις» στην Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης.
Ο υπουργός, αναφερόμενος στην φιλοσοφία που εισάγει το νομοσχέδιο στο πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων, είπε ότι η επιτάχυνση των διαδικασιών είναι προς όφελος του υπαλλήλου και της Υπηρεσίας. Σήμερα, είπε, βλέπουμε να υπάρχουν περιπτώσεις που παραμένουν σε εκκρεμότητα για πέντε και έξι χρόνια. Στην περίπτωση αυτή «ο υπάλληλος είναι στην ουσία όμηρος μιας διαδικασίας που είτε με ή χωρίς ευθύνη του, διαιωνίζεται». Το ζητούμενο για μένα, ανέφερε ο υπουργός, είναι «η εξέταση του οποιοδήποτε πειθαρχικού παραπτώματος να ολοκληρώνεται σε συγκριμένο χρόνο, με αρχή, μέση και τέλος» με διπλό όφελος. Για την Υπηρεσία, που εάν διαπιστωθεί ένα παράπτωμα να προταχθεί, και προς όφελος του υπαλλήλου, που μόνο να χάσει πράγματα έχει από τη διαιώνιση μιας πειθαρχικής διαδικασίας που δεν εξυπηρετεί τίποτα, τόνισε.
Σχετικά με την σημερινή λειτουργία των πειθαρχικών συμβουλίων, ο κ. Λιβάνιος παρατήρησε πως «στην συντριπτική πλειοψηφία» τα πρωτοβάθμια πειθαρχικά δεν έχουν λειτουργήσει ικανοποιητικά, είτε γιατί καθυστερούσαν οι διαδικασίες εισαγωγής των υποθέσεων, είτε γιατί οι δικαστές που είχαν την προεδρία των συμβουλίων, το αντιμετώπιζαν σαν πάρεργο, όταν την ίδια ημέρα είχαν έδρα ή έπρεπε να εκδώσουν αποφάσεις υποθέσεων που είχαν εκδικάσει.
Ο υπουργός είπε ότι αυτό που εισάγεται στο νομοσχέδιο είναι η επιτάχυνση των υποθέσεων και η ομογενοποίηση των αποφάσεων που σήμερα, επίσης, βλέπουμε ότι δεν υπάρχει. Για αυτό δημιουργείται ένα Κεντρικό Πειθαρχικό Συμβούλιο, που το έργο του θα είναι αποκλειστικά αυτό, με όλες τις θεσμικές εγγυήσεις, που θα αποκτήσει εξειδικευμένη γνώση Πειθαρχικού Δικαίου, θα είναι ένας ξεχωριστός σχηματισμός στο ΝΣΚ. Τα δε μέλη του ΚΠΣ δεν θα είναι υπεύθυνα να προσέρχονται στα δικαστήρια όταν προσβάλλεται μια απόφαση στην δικαιοσύνη.
Ο κ. Λιβάνιος απέρριψε τις αιτιάσεις σχετικά με την πρόβλεψη χρήσης τεχνολογικών μέσων, λέγοντας πως η δυνατότητα τηλεδιάσκεψης είναι προς όφελος των υπαλλήλων της περιφέρειας, αλλά και για να μην υπάρχουν αναβολές.
Ο υπουργός υποστήριξε ότι δεν υφίσταται θέμα νομιμότητας-αντισυνταγματικότητας σχετικά με τα μέλη που θα συγκροτούν το ΚΠΣ, λέγοντας ότι υπάρχει νομολογία που αναφέρει ότι τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους είναι δημόσιοι υπάλληλοι κατά την έννοια του Συντάγματος.
Για το μίγμα της σύνθεσης του πειθαρχικού συμβουλίου και την συμμετοχή των συνδικαλιστών σε αυτά, ο κ. Λιβάνιος είπε ότι με τον διάλογο που υπήρξε με την ΑΔΕΔΥ, αυτό που προέκυψε είναι ότι εάν ο εργαζόμενος επιθυμεί, μπορεί οι συνδικαλιστές να παρίστανται ως υποστηρικτές του, αλλά δεν μπορεί οι συνδικαλιστές να είναι εκείνοι που θα αποφασίζουν, είτε ως πλειοψηφία είτε ως μειοψηφία της σύνθεσης. Ο ρόλος του συνδικαλισμού «είναι άλλος». Επισήμανε τι και στο Ν. 4057 του ΠΑΣΟΚ, στα πειθαρχικά συμβούλια δεν υπάρχει η συμμετοχή τους σε αυτά.
Απαντώντας στις αναφορές της αντιπολίτευσης ότι το νομοσχέδιο αυτό δεν είναι προϊόν διαβούλευσης με τους φορείς των δημοσίων υπαλλήλων, ο υπουργός αντέτεινε ότι για πρώτη φορά συζητήθηκε με την Εκτελεστική Επιτροπή της ΑΔΕΔΥ τον Απρίλιο, υπήρξε και δεύτερη συνάντηση και από τον διάλογο υιοθετήθηκαν και θέσεις τους σχετικά με την συνδικαλιστική δράση, την ταξινόμηση αδικημάτων κλπ.
Για την αξιολόγηση, ο κ. Λιβάνιος είπε πως χρειαζόμαστε ένα σύστημα που να είναι όσο το δυνατόν δίκαιο και αντικειμενικό. Δεν μπορεί να θεωρείται σύστημα αξιολόγησης, όταν από τα αποτελέσματα, το 98% των δημοσίων υπαλλήλων είναι άριστοι. Αυτό, είπε, αδικεί και αυτούς που εργάζονται με συνέπεια και είναι παραγωγικοί, αλλά δεν βοηθάει και την Υπηρεσία να αντιμετωπίσει τα προβλήματα και εκείνους που χρειάζονται βοήθεια και υποστήριξη.
Ο υπουργός αναγνώρισε ότι είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα ότι δεν έχουν γίνει κρίσεις προϊσταμένων, αλλά ο λόγος, είπε, δεν είναι, όπως αναφέρθηκε, ότι «η κυβέρνηση αναζητά να βάλει τους δικούς της» και αναρωτήθηκε γιατί κρίσεις προϊσταμένων δεν μπορεί να κάνουν, όπως φαίνεται, και οι δήμοι όπου οι δήμαρχοί τους ανήκουν στο ΠΑΣΟΚ ή σε άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης;
Για το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης, ο υπουργός είπε ότι παρέχει σημαντικό έργο με πολύ θετικά αποτελέσματα στην εκπαίδευση και την επιμόρφωση και στόχος μας είναι να έχει ακόμα πιο ενεργό ρόλο και θα θέλαμε, όπως είπε, δύο εβδομάδες αμέσως μετά τις εκλογές, όλοι οι αιρετοί των ΟΤΑ να εκπαιδευτούν για το έργο που θα έχουν να κάνουν κατά την θητεία τους και πριν ορκιστούν.
Οι θέσεις των κομμάτων
Η εισηγήτρια της ΝΔ Μαρία Κεφάλα, αναλύοντας τις διατάξεις του νομοσχεδίου ζήτησε την υπερψήφισή του, τονίζοντας ότι πρόκειται «για ένα σύγχρονο σχέδιο νόμου που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εποχής μας» που υπηρετεί την ανάγκη μιας Ελλάδας «αποτελεσματικής και ενός κράτους αντάξιου των προσδοκιών των πολιτών». Η εισηγήτρια της πλειοψηφίας, ανέφερε ότι με το νομοσχέδιο αυτό επιτυγχάνεται «η αναμόρφωσή της πειθαρχικής δικαιοσύνης, με γνώμονα την επιτάχυνση των διαδικασιών, η απλούστευση, ο εκσυγχρονισμός και η ενίσχυση της πειθαρχικής αυστηρότητας, η ενδυνάμωση της διεθνούς παρουσίας της χώρας μας σε ζητήματα διοικητικής μεταρρύθμισης και διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού του δημόσιου τομέα». Η κ. Κεφάλα υποστήριξε ότι το νομοσχέδιο αυτό «δεν είναι μια απλή γραφειοκρατική παρέμβαση, αλλά ένα πολιτικό και θεσμικό εργαλείο αναμόρφωσης που απευθύνεται τόσο στους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα όσο και τους πολίτες που ζητούν ένα κράτος πιο δίκαιο, πιο λειτουργικό, πιο υπεύθυνο». Η βουλευτής της ΝΔ ανέφερε πως οι διατάξεις του νομοσχεδίου κινούνται σε τρεις πυλώνες:
- την επιτάχυνση, απλοποίηση, εκσυγχρονισμό της πειθαρχικής διαδικασίας στους δημοσίους υπαλλήλους με ενίσχυση της θεσμικής λογοδοσίας και την διαφάνεια.
- Την ενίσχυση της εξωστρέφειας και της διεθνούς παρουσίας της Ελλάδας με την παροχή και εξαγωγή τεχνογνωσίας, καλών πραγματικών και εμπειρογνωμοσύνης.
- Την επικαιροποίηση κρίσιμων διατάξεων που αφορούν στην κτήση ιθαγένειας σε ζητήματα υπηρεσιακών μεταβολών του ανθρώπινου δυναμικού και της διευθέτησης ειδικών θεμάτων ΟΤΑ.
Η κ. Κεφάλα είπε ότι με τη νομοθετική αυτή πρωτοβουλία «απαντάμε καθαρά: η διοικητική αδιαφάνεια τελειώνει. Η πειθαρχική δικαιοσύνη επισπεύδεται. Η ευθύνη κατοχυρώνεται» και καταπολεμούνται παθογένειες.
Ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝΑΛ Παύλος Χρηστίδης, ανέφερε ότι η κυβέρνηση επιμένει και με το νομοσχέδιο αυτό στις πρακτικές της κακής νομοθέτησης, με κουτσουρεμένα κείμενα που έθεσε στην διαβούλευση. Ανέφερε ότι δεν αναφέρεται κανένας στόχος για τον μέσο χρόνο ολοκλήρωσης μιας υπόθεσης στο πειθαρχικό συμβούλιο, κατά συνέπεια δεν υπάρχει κριτήριο για την μελλοντική αξιολόγηση αυτής της ρύθμισης. Αντιθέτως, είπε ο εισηγητής της μειοψηφίας, «προσπαθεί να διαμορφώσει εντυπώσεις». Το βασικό μέλημα της ΝΔ, είπε, «ήταν από την αρχή, και είναι, το να καταργήσει και να αποδυναμώσει βασικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς του κράτους και το Δημόσιο, για να αμφισβητεί τη μονιμότητα στο δημόσιων υπαλλήλων». Ο κ. Χριστίδης είπε ότι «το σχέδιο της κυβέρνησης είναι η εργαλειοποίηση του Δημοσίου για την διοχέτευση δημόσιου χρήματος σε ημετέρους και πολιτικούς φίλους». Αναφερόμενος στις διατάξεις του νομοσχεδίου που αφορούν το πειθαρχικό δίκαιο, είπε πως «εάν ίσχυε αυτό το νέο πειθαρχικό δίκαιο της ΝΔ, θα έθετε σε κίνδυνο ακόμα και υπαλλήλους που με σθένος αποκάλυψαν σκάνδαλα, όπως και η κ. Τυχεροπούλου, που αποκάλυψε παρατυπίες στον ΟΠΕΚΕΠΕ που πιθανότατα θα είχε διωχθεί από το Δημόσιο». Απέδωσε τιμωρητική και αντιδημοκρατική στόχευση στο σχέδιο νόμου και διαφώνησε με την κατάργηση της συμμετοχής αιρετών εκπροσώπων εργαζομένων στα πειθαρχικά συμβούλια, υποστηρίζοντας πως η επιλογή να αντικατασταθούν οι εκλεγμένοι υπάλληλοι από στελέχη του ΝΣΚ, υπονομεύει την αρχή της αμεροληψίας και ενισχύει τον συγκεντρωτισμό και την κυβερνητική χειραγώγηση. Το ΠΑΣΟΚ, τόνισε ο βουλευτής, στηρίζει την αξιολόγηση και τη διαφάνεια, όχι τον αυταρχισμό και «λέμε “ναι” σε αξιολόγηση όλων, υπαλλήλων, προϊσταμένων και υπουργών. Όχι σε αυθαίρετες διώξεις και διευρυμένες εξουσίες μη αξιολογημένων προϊσταμένων». Ο κ. Χρηστίδης απέδωσε απουσία οράματος και στρατηγικής μεταρρύθμισης, λέγοντας πως «αυτό το νέο πειθαρχικό δεν υπηρετεί ένα σύγχρονο Δημόσιο με ανθρώπινο δυναμικό υψηλής ποιότητας, αλλά ένα καθεστώς ελέγχου, φόβου και κομματικής εξάρτησης».
Ο αγορητής του ΣΥΡΙΖΑ Θεόφιλος Ξανθόπουλος, ανέφερε πως το νομοσχέδιο αυτό «είναι τροχιοδεικτικό των απόψεων που κυριαρχούν στην κυβέρνηση και σε σχέση με τη λειτουργία του δημόσιου τομέα και σε σχέση βεβαίως με τα κατακτημένα δικαιώματα των πολιτών». Είπε ότι το αφήγημα της συντηρητικής παράταξης, το «νόμος και τάξη» «επεκτείνεται σε όλη τη δημόσια σφαίρα». Ο κ. Ξανθόπουλος δήλωσε «ανήσυχος για τη λογική που διέπει το κυβερνητικό νομοθέτημα σε ό,τι αφορά τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των συνδικαλιστικών, των κοινωνικών, των πολιτικών, των εργαζομένων». Θέτει, είπε, «την συνδικαλιστική πολιτική δράση δίπλα στα ατιμωτικά αδικήματα του ποινικού κώδικα, που προβλέπουν την ποινή της απόλυσης». «Οδηγεί στην επιχειρηματολογία του πρωθυπουργού, περί άρσης της μονιμότητας και περί ανατροπής όλου αυτού του θεσμικού πλαισίου που είχαμε συνομολογήσει ως έννομη τάξη, ως πολιτικό σύστημα, τουλάχιστον από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα». Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ είπε ότι «υπάρχουν σοβαρά νομικά ζητήματα. Θα περιμένουμε και την έκθεση της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής, όπως για την απάλειψη από τα πειθαρχικά συμβούλια εκπροσώπησης των δημοσίων υπαλλήλων. Διότι μέχρι τώρα η παρουσία τους ήταν ένας παράγων ευθυκρισίας και αντικειμενικότητας». Είπε επίσης, ότι νομικό ζήτημα γεννά και η λεγόμενη πειθαρχική συνδιαλλαγή καθώς μπορεί να μετατραπεί σε ένα εργαλείο εκβιασμών και πιέσεων σε βάρος του παραπεμπόμενου υπαλλήλου. Προβληματικό επίσης χαρακτήρισε ο βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ την κατάργηση του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου. Έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου, ότι το Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου παροχής τεχνογνωσίας, μπορεί να εξελιχθεί σε ένα νέο ΟΠΕΚΕΠΕ, λέγοντας ότι «όπου υπάρχει δομή η οποία διαχειρίζεται χρήματα, προγράμματα και είναι ιδιωτικού δικαίου, χωρίς τα εχέγγυα λειτουργίας του Δημόσιου, χωρίς τον χαρακτήρα και τα εχέγγυα λειτουργίας ενός Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε έναν μηχανισμό πλουτισμού αδιαφανών χρηματοδοτήσεων» και πρότεινε αυτά να ενταχθούν στο ΕΚΔΔΑ.
Ο αγορητής του ΚΚΕ Ιωάννης Δελής, δήλωσε την καταψήφιση του νομοσχεδίου και την πλήρη διαφωνία του κόμματός του, λέγοντας ότι αυτό έρχεται «όχι μόνο για να πιάσει το “νήμα” από τον αντιδραστικό δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα που διατηρήθηκε σε ισχύ από όλες τις κυβερνήσεις, αλλά για να το πάει παραπέρα, ώστε να διασφαλίζεται η λειτουργία ενός ακόμα πιο εχθρικού κράτους για τις ανάγκες του λαού, κάτι που είναι προϋπόθεση για να προωθείται πιο αποτελεσματικά και με τις λιγότερες αντιδράσεις, η στρατηγική των επιχειρηματικών ομίλων». Το νομοσχέδιο αυτό, είπε ο βουλευτής του ΚΚΕ, δεν αφορά μόνο τους εργαζόμενους στο Δημόσιο, αλλά συνολικά τα εργατικά – λαϊκά στρώματα, «αφού με τις διατάξεις του θωρακίζεται ακόμα καλύτερα ο εχθρικός για τον λαό κρατικός μηχανισμός, απαγορεύοντας ουσιαστικά στους εργαζόμενους να διεκδικούν τόσο τα δικαιώματά τους όσο και καλύτερες υπηρεσίες για τον λαό». Ο κ. Δελής ανέφερε ότι με το περιεχόμενο του νομοσχεδίου «η συνδικαλιστική, πολιτική ή κοινωνική δράση, ενδέχεται συχνά, να συνιστά σοβαρότατο πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο επιφέρει βαριές ποινές και σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, μπορεί να οδηγεί ακόμα και στην απόλυση ενός υπαλλήλου. Αυτή είναι όλη η ουσία του νομοσχεδίου». Το σχέδιο νόμου, είπε ο βουλευτής, μέσα από «γενικόλογους, όσο και ασαφείς ορισμούς των πειθαρχικών παραπτωμάτων διαστέλλει, ξεχειλώνει τελείως, κάθε έννοια πειθαρχικής υπόθεσης και παραπτώματος ενός δημοσίου υπαλλήλου». Ο κ. Δελής εξέφρασε την έντονη διαφωνία του με την θέσπιση της άρνησης συμμετοχής στην αξιολόγηση, αυτό να μπορεί να οδηγεί στην απόλυση. Υποστήριξε πως η κυβέρνηση επιχειρεί να επιβάλλει στους δημοσίους υπαλλήλους, μέσω της αξιολόγησης, του κρατικού αντιδραστικού ελέγχου δηλαδή, «να συμμετέχουν ενεργά και να εφαρμόζουν την κρατική αντιλαϊκή πολιτική των ιδιωτικοποιημένων και εμπορευματοποιημένων υπηρεσιών, των υποβαθμισμένων υπηρεσιών δημόσιας Υγείας και Παιδείας, όλων εν τέλει των λειτουργιών ενός εχθρικού κράτους, ανίκανου μεν να στηρίζει τις λαϊκές ανάγκες, ικανού, όμως, να μοιράζει εκατομμύρια στους διάφορους που λυμαίνονται τον ιδρώτα του λαού».
Ο αγορητής της Ελληνικής Λύσης Βασίλης Γραμμένος, ανέφερε πως στο παρόν σχέδιο νόμου «αναγνωρίζουμε ότι επί μέρους έχει θετικά σημεία, αλλά αποτελεί ένα μείγμα αποσπασματικών, ανεπαρκών και σε αρκετές περιπτώσεις ιδεολογικά φορτισμένων ρυθμίσεων, δηλαδή δεν επιλύει τις χρόνιες παθογένειες της δημόσιας διοίκησης, κάτι που για εμάς σημαίνει αντιθέτως ότι τις συγκαλύπτει» Ο βουλευτής της Ελληνικής Λύσης είπε πως «εμείς είμαστε υπέρ ενός πειθαρχικού δικαίου που διασφαλίζει πρωτίστως την αξιοκρατία, την τιμιότητα, την ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης, την πραγματική αποπολιτικοποίηση της δημόσιας διοίκησης, όχι όμως υπέρ ενός θεσμικά σαθρού νομοσχεδίου που συνδυάζει το επιτελικό κράτος, την προοδευτική ατζέντα και τη διαχειριστική προχειρότητα. Ο κ. Γραμμένος προχώρησε σε εννέα παρατηρήσεις προτάσεις και συγκεκριμένα:
Μόνιμος αποκλεισμός από τον δημόσιο τομέα για όσους προσκόμισαν πλαστά πτυχία.
Να μην κλείνει η πειθαρχική δίωξη όταν υπάρχει αθώωση για λόγους παραγραφής ή προδικαστικής ακυρότητας από την δικαιοσύνη.
Οι προβλεπόμενες πειθαρχικές ποινές να μην έχουν δυνητικό αλλά υποχρεωτικό χαρακτήρα.
Οι αδικαιολόγητες απουσίες επί ημέρες να οδηγούν υποχρεωτικά σε υποβιβασμό.
Να μην υπάρχει άρση της αργίας όταν οι προθεσμίες παρέλθουν άπρακτες και δεν έχει αποφασίσει το πειθαρχικό. Διαφώνησε με την υιοθέτηση της αρχής της ευμενέστερης μεταχείρισης από τα πειθαρχικά συμβούλια. Πίσω από την ίδρυση του Πειθαρχικού Συμβουλίου Ανθρώπινου Δυναμικού στον δημόσιο τομέα, είπε ο βουλευτής, κρύβεται ένας επιτελικός έλεγχος που θέλετε να επιβάλετε κα διαφώνησε με την χρήση τηλεδιάσκεψης στις πειθαρχικές διαδικασίες. Το παρόν σχέδιο νόμου, είπε ο κ. Γραμμένος, «δεν είναι μια συνεκτική στοχευμένη μεταρρύθμιση, είναι μια συλλογή από διατάξεις που εξυπηρετούν ξεκάθαρα πολιτικές σκοπιμότητες. Επιλεκτικές χρηματοδοτήσεις δήμων χωρίς απολύτως καμία διαφάνεια, διαγραφές χρεών ΟΤΑ χωρίς καμία πρόβλεψη λογοδοσίας, παρατάσεις προθεσμιών που επιβεβαιώνουν ότι δεν μπορείτε να εφαρμόσετε ούτε τους δικούς σας νόμους».
Η αγορήτρια της Νέας Αριστεράς Θεανώ Φωτίου ζήτησε την απόσυρση του νομοσχεδίου, λέγοντας πως αυτό «θα μείνει στην ιστορία της χώρας μας ως μια επιχείρηση να μετατρέψει τους δημοσίους υπαλλήλους από δημόσιους λειτουργούς στην υπηρεσία του δημοσίου συμφέροντος, σε πειθήνια όργανα και συνενόχους μιας κυβέρνησης σκανδάλων, παρανομιών, αδιαφάνειας και αδικίας σε όφελος ολίγων και σε βάρος της κοινωνίας». Πρόκειται, είπε, «για μια ξεδιάντροπη προσπάθεια να καταργηθεί η ελευθερία της σκέψης, του λόγου και της αντίστασης των δημοσίων υπαλλήλων». Όλο το πρώτο μέρος του νομοσχεδίου ανέφερε η βουλευτής, «απορρίπτεται ως απαράδεκτο από όλα τα σωματεία των δημοσίων υπαλλήλων» και πίσω από την επιτάχυνση κρύβεται «ένα αντεργατικό νομοσχέδιο τρομοκράτησης, πειθάρχησης και φίμωσης» καθώς «καταργεί τη συμμετοχή αιρετών εκπροσώπων εργαζομένων στα πειθαρχικά συμβούλια. Καταργεί τα δευτεροβάθμια πειθαρχικά συμβούλια, αναγκάζοντας τους διωκόμενους να προσφεύγουν κατευθείαν στη δικαιοσύνη, σε μία πολυδάπανη, εξαντλητική διαδικασία. Δημιουργεί ένα πλήρως κρατικό ελεγχόμενο πειθαρχικό όργανο, που συγκροτείται αποκλειστικά από νομικούς συμβούλους του κράτους, δηλαδή υπαλλήλους του εργοδότη, που δεν διασφαλίζει καμία αμεροληψία, καταργώντας και τους δικαστές. Μεγιστοποιώντας τις ποινές για ασαφή και γενικόλογα παραπτώματα». Επίσης, πρόσθεσε η κ. Φωτίου, «με όχημα την αξιολόγηση ανοίγει το δρόμο για την κατάργηση της μονιμότητας στο Δημόσιο. Η άρνηση συμμετοχής στην αξιολόγηση μετατρέπεται σε βαρύ πειθαρχικό αδίκημα που οδηγεί ακόμα και σε απόλυση. Υιοθετεί υπέρμετρα αυστηρές κυρώσεις που συνοδεύονται από παρακολούθηση της προσωπικής ζωής και της έκφρασης των εργαζομένων, ακόμα και στα κοινωνικά δίκτυα. Εισάγεται ως ιδιώνυμο πειθαρχικό αδίκημα η άρνηση υπαλλήλου να λάβει μέρος, να διευκολύνει ή να προβεί στη διαδικασία αξιολόγησης, ενώ τιμωρείται με παύση ή απόλυση υπάλληλος εάν απέχει από την αξιολόγηση για δύο συνεχείς περιόδους. Και όλα αυτά, όταν η αποχή από την αξιολόγηση σε εφαρμογή αποφάσεων συνδικαλιστικών οργάνων δεν είναι πειθαρχικό παράπτωμα, αλλά άσκηση συνταγματικού δικαιώματος στην απεργία».
Η αγορήτρια της Νίκης Ασπασία Κουρουπάκη, δήλωσε την αντίθεση του κόμματός της στο νομοσχέδιο, λέγοντας ότι «δεν αντιμετωπίζει επιτυχώς τα πραγματικά προβλήματα του Δημοσίου και των υπηρεσιών των ΟΤΑ. Το πειθαρχικό δίκαιο όπως επιχειρείται να μεταρρυθμιστεί, δεν θα λύσει τα προβλήματα, αλλά θα μετακυλήσει τις ευθύνες στους υπαλλήλους, ενώ παράλληλα δεν εγγυάται την λειτουργική αυτοτέλεια και τον σεβασμό στα δικαιώματα του υπαλλήλου και του πολίτη». Θα περιμέναμε από την κυβέρνηση, είπε η βουλευτής, «να φέρει ένα νομοσχέδιο με στοχεύσεις που θα οδηγούσε σε ριζικές αλλαγές της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και της βέλτιστης διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού. Όμως, αντί αυτών η κυβέρνηση φέρνει ένα ακόμα νομοσχέδιο για συζήτηση με πληθώρα αποσπασματικών διατάξεων που παραβιάζουν ευθέως τις αρχές για την καλή νομοθέτηση». Καταλόγισε προχειρότητα με σοβαρές αστοχίες και ελλείψεις. Μεταξύ άλλων εξέφρασε την έντονη αντίθεσή της με τις διατάξεις που εξαντλούνται στην αυστηροποίηση του νομοθετικού πλαισίου, στην πιθανή ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης, ενώ εγκυμονούνται και σοβαροί κίνδυνοι αυθαίρετων διώξεων των υπαλλήλων, αφού δεν προβλέπεται ένας διαφανής μηχανισμός διαχείρισης των πειθαρχικών παραπτωμάτων.
Η αγορήτρια της Πλεύσης Ελευθερίας Ελένη Καραγεωργοπούλου, χαρακτήρισε το νομοσχέδιο αντιδραστικό και ζήτησε την απόσυρσή του, λέγοντας ότι έρχεται « δίκην νεκροθάφτη να θάψει τα όσα ελάχιστα εργασιακά δικαιώματα δεν εξοντώσατε μέχρι τώρα, με γενικές ρήτρες, τις οποίες θα ερμηνεύει κατά το δοκούν το καθεστώς, καθορίζοντας ως παραπτώματα τιμωρητέα την αναξιοπρεπή ή ανάρμοστη -ανάρμοστη σε σχέση με τι;- συμπεριφορά ενός υπαλλήλου εντός ή εκτός υπηρεσίας». Σκοπός του νομοσχεδίου, είπε, είναι «η μετατροπή κάθε χώρου εργασίας σε νεκροταφείο, όπου καμία αντίρρηση, καμία αντίδραση, καμία δυσαρέσκεια, κανένας ψίθυρος καν αντιλόγου να μην δύναται να εκφραστεί». Το σχέδιο νόμου αυτό, είπε η κ. Καραγεωργοπούλου «συνιστά ένα νομοθετικό μόρφωμα αυταρχισμού και εκφοβισμού, αντί να επιδιώκει τη βελτίωση της διοικητικής λειτουργίας και την αξιοκρατία, επιλέγει να στραφεί κατά των ίδιων των υπαλλήλων. Η απουσία εσωτερικών μηχανισμών ελέγχου, η κατάργηση συμμετοχής αιρετών στα πειθαρχικά, η μετατροπή κάθε πειθαρχικής παράλειψης σε αιτία απόλυσης και η αυθαίρετη επίδοση εγγράφων, συνιστούν επικίνδυνη διολίσθηση προς ένα καθεστώς τιμωρητικού δημόσιο-υπαλληλισμού» και πρόσθεσε ότι «το σύστημα που προτείνετε δύναται να μετατραπεί σε εργαλείο διοικητικών εκκαθαρίσεων, εύνοιας προς ημέτερους, αυτούς που θέλετε να κρατήσετε. Αν δεν αναθεωρηθεί ριζικά θα διαλύσει θεμελιώδεις εγγυήσεις του διοικητικού δικαίου και έννομης προστασίας -σε μία συνέχεια, βέβαια, άλλων νομοθετημάτων- με το οποίο επιτυγχάνετε το σκοπό σας, την διάλυση του κοινωνικού ιστού, την κάμψη των πάσης φύσεως αντιδράσεων».
*** Η Επιτροπή αύριο το πρωί αποφάσισε να συνεδριάσει για την ακρόαση φορέων. Η ψήφιση επί της Αρχής του νομοσχεδίου και στην συνέχεια η συζήτησή του επί των άρθρων να διεξαχθεί το μεσημέρι της Δευτέρας 28 Ιουλίου. Το πρωί της Πέμπτης 31 Ιουλίου θα πραγματοποιηθεί η β’ ανάγνωση του σχεδίου νόμου. Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφάσισε το νομοσχέδιο να εισαχθεί στην Ολομέλεια την Πέμπτη 28 Αυγούστου μετά τις θερινές διακοπές της Βουλής.
Πηγή: ΑΠΕ