Την πρώτη τρομάρα την περάσαμε στον χώρο δουλειάς, το γραφείο του ΑΠΕ-ΜΠΕ στη Θεσσαλονίκη, με το που εντοπίστηκε η «ασθενής μηδέν». Ήταν πέρυσι 25 Φεβρουαρίου και κόβαμε, καθυστερημένα, εκείνη την ημέρα, τη βασιλόπιτα, παρέα με εκλεκτούς προσκεκλημένους, ανάμεσα τους ο δήμαρχος Κωνσταντίνος Ζέρβας, ο πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Νίκος Παπαϊωάννου και άλλοι.

Ανυποψίαστοι ανταλλάξαμε ευχές και χειραψίες, σε ζεστή ατμόσφαιρα, δίχως να περάσει από το μυαλό μας ότι ο αλλόκοτος εχθρός για τον οποίο ακούγαμε, είχε «μπει ήδη στην πόλη» χρησιμοποιώντας ως «δούρειο ίππο» μια 38χρονη γυναίκα, που τον κουβάλησε το φορτωμένο εκείνες τις μέρες με covid 19 Μιλάνο. Την επομένη, όταν «έσκασε» η είδηση ότι το πρώτο κρούσμα εντοπίστηκε στη Θεσσαλονίκη -και δη στο δημαρχείο- έπεσε πανικός.

Δυο μέρες πριν, η «ασθενής μηδέν» είχε παραστεί στο δημοτικό συμβούλιο και άρα ο δήμαρχος που μας τίμησε με την παρουσία του και τον χαιρετίσαμε σχεδόν όλοι, πιθανότατα μας μετέδωσε τον ιό. Όλοι ψάχνονταν αν έπιασαν το χέρι του δυνάμει ύποπτου να έχει κολλήσει δημάρχου ή ποιος μπορεί να βρέθηκε κοντά του.

Η άγνοια (όλων μας), τροφοδοτούσε τον φόβο, που σε ορισμένες περιπτώσεις άγγιζε τα όρια της παράνοιας. Πρώτο «θύμα», η συνάδελφος, που κάλυπτε το δημοτικό ρεπορτάζ. Ο κίνδυνος να γίνει το «μαύρο πρόβατο» ήταν ορατός. «Συμβουλές» του τύπου «μήπως θα ήταν καλύτερα να μην έρχεται στο γραφείο;», έπεφταν από δω και από εκεί.

Η ίδια ήταν σε δύσκολη θέση. Δεν ήξερε τι πρέπει να κάνει, ούτε ακόμα οι αρμόδιες υπηρεσίες, είχαν σαφείς οδηγίες. Οι φήμες, εν τω μεταξύ, ότι έχει μολυνθεί το δημαρχιακό μέγαρο και όσοι μπήκαν από εκείνη την ημέρα στο κτίριο είναι δυνάμει ύποπτοι και άλλες ότι «ο δήμαρχος κόλλησε ήδη αλλά το κρύβουν», οργίαζαν. Συμφωνήσαμε να μείνει μια μέρα στο σπίτι, για να αποφύγει τις «λοξές ματιές» και να επιστρέψει, όταν το τοπίο θα έχει ξεκαθαρίσει, όπως και έγινε. Γύρισε τη μεθεπόμενη μέρα, όταν η λογική είχε απωθήσει τον παραλογισμό.

Ακολούθησε καραντίνα με την τηλεργασία, κλειστήκαμε στα σπίτια μας και με την εκπνοή του δεκατετραημέρου βρεθήκαμε όλοι «καθαροί». Ξεχάσαμε την πρώτη λαχτάρα και δειλά δειλά επιστρέψαμε στις θέσεις μας με την ψευδαίσθηση, όπως όλοι πλην των επιστημόνων, ότι η μπόρα έχε περάσει.

Ώσπου, στις 11 Νοεμβρίου, ένα τηλεφώνημα από τον Μπάμπη Γιαννακίδη, ο οποίος με ενημέρωνε ότι είχε διαγνωστεί με Covid 19, ήρθε να μας υπενθυμίσει ότι ο ιός μας καταδιώκει παντού και μας βρίσκει παντού. Το πρώτο κρούσμα στον χώρο της δουλειάς μας ήταν γεγονός. Δυστυχώς όχι και το μοναδικό. Ανήμερα της επετείου του Πολυτεχνείου (17 Νοεμβρίου), ο Κώστας Παπαδάκης με ειδοποίησε ότι βρέθηκε και αυτός θετικός και «καπάκι», στις 3 Δεκεμβρίου, ο Νίκος Ρούμπος.

Η τηλεργασία, η μη παρουσία στο γραφείο, δεν εμπόδισε τον ιό να κάνει αυτό που ξέρει καλά να κάνει, να διεισδύει ύπουλα στον οργανισμό και να τον διαλύει. Πώς κόλλησαν, λοιπόν, αφού εργάζονταν από τα σπίτια τους; Ο Κώστας και ο Μπάμπης μάλλον από το οικογενειακό περιβάλλον τους και ο Νίκος κάπου στο ρεπορτάζ!

Στην αρχή έλπιζα(με)ν ότι θα την περάσουν στο σπίτι με την καθοδήγηση των γιατρών. Στις 27 Νοεμβρίου, ο Κώστας δεν μπορούσε να κάνει ούτε δυο βήματα. Στην αρχή νύσταζε συνεχώς, μετά είχε δύσπνοια, πυρετό, βήχα. Πνευμονία, άμεση εισαγωγή στο νοσοκομείο Παπαγεωργίου. Ο βήχας του Νίκου ήταν δυνατός και ακατάσχετος, τού τράνταζε τα σωθικά. Με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ στο Παπανικολάου αυτός. Κατευθείαν στο οξυγόνο. Στο σπίτι του ο Μπάμπης πάλευε, για να γλιτώσει το νοσοκομείο. Κάποια στιγμή όταν τα πράγματα έδειχναν να εξελίσσονται άσχημα, η μεταφορά του, προέβαλε ως αναπόφευκτη. Αποφάσισε να το ρισκάρει, να μην πάει -με δική του ευθύνη- στο νοσοκομείο και να το παλέψει από το σπίτι. Γενναία απόφαση, ευτυχώς τού «βγήκε».

Για εμάς, τους συναδέλφους πίσω, ήταν ένα σοκ, για τους ίδιους μάχη ζωής με έναν διαβολικό εχθρό, που ούτε οι ίδια η επιστήμη ήξερε καλά καλά, πως να αντιπαλέψει. Κανείς από τους τρεις δεν το έκρυψε. Όλοι ήθελαν να εκπέμψουν το μήνυμα «προσέξτε…». Μέσω των κινητών τηλεφώνων -ευλογημένο εργαλείο τέτοιες ώρες- επικοινωνούσαμε συχνά για να πούμε τα δικά μας και να αποπροσανατολιστεί κάπως -αν ήταν δυνατόν- η σκέψη τους που ήταν κολλημένη στο «αν θα βγω και πώς από εδώ».

Τις πρώτες μέρες τρόμαζα στη σκέψη αν θα σηκώσουν το τηλέφωνο, που σήμαινε ότι παρέμειναν στον προθάλαμο της ΜΕΘ (οι δυο) και δεν τους πήραν στα ενδότερα, στη διασωλήνωση δηλαδή, και πώς θα τους ακούσω. Η φωνή τους έβγαινε αδύναμη, ο ιός τους είχε κάνει ζημιά στα πνευμόνια, το ανοσοποιητικό σύστημα γενικότερα είχε εξασθενίσει.

Μέρα με τη μέρα ακούγονταν καλύτερα, ήταν πιο αισιόδοξοι, «έχτιζαν» μια καθημερινότητα με άλλους ασθενείς- θύματα του ιού στον θάλαμο, στο «ιδιωτικό νοσηλευτήριο» ο Μπάμπης συνερχόταν σιγά σιγά και αυτός. Άνοιξαν και μεταξύ τους κανάλι επικοινωνίας: «πώς είσαι σήμερα;», «πόσο ήταν το οξυγόνο σου;», «εγώ αισθάνομαι κάπως καλύτερα», «έχεις πυρετό; εμένα μου έδωσαν (την τάδε) αντιβίωση». Κάποιες στιγμές από το κινητό παρακολουθούσαν τις εξελίξεις «στον έξω κόσμο». Η αρρώστια του επαγγέλματος μας ακολουθεί ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές.

Ο κίνδυνος του πισωγυρίσματος, ωστόσο παρέμενε μεγάλος. Ύστερα από πολυήμερη νοσηλεία, πρώτα ο Κώστας και μετά ο Νίκος πήραν στα χέρια τους το πολυπόθητο «εξιτήριο ζωής», ο Μπάμπης βγήκε στα τεστ ελέγχου και αυτός αρνητικός. Είχαν νικήσει, είχαμε και εμείς, όλοι οι συνάδελφοι στο γραφείο, νικήσει, αλλά όπως παντού ο πόλεμος συνεχίζεται. Με το που στάθηκαν για τα καλά στα πόδια τους επανεμφανίστηκαν εν μέσω τηλεργασίας, στη δουλειά, τηρώντας όλα τα μέτρα, πλην του Μπάμπη που συνεχίζει, λόγω υποκείμενου νοσήματος, τη δουλειά από το σπίτι. Ήταν έκδηλη η συγκίνηση όλων μας και είπαμε πολλά.

Δέχτηκαν, μετά χαράς, με αφορμή την επέτειο του ενός χρόνου από την καταγραφή του πρώτου εν Ελλάδι ασθενούς covid 19 να καταθέσουν δημόσια την περιπέτειά τους, τις δύσκολες ώρες στο κρεβάτι του πόνου, τη ζωή στον θάλαμο νοσηλείας, τα άγχη και τους φόβους τους εκείνες τις ώρες, την ευλογημένη ώρα που πήραν το χαρτί εξόδου στα χέρια τους, την «επιστροφή τους στη ζωή», που δεν ήταν αυτονόητη, όταν έμπαιναν στο νοσοκομείο.

Καταχωρώ τις μαρτυρίες χρονολογικά, όπως δηλαδή, εκδηλώθηκαν τα κρούσματα.

Μπάμπης Γιαννακίδης: 19 ημέρες παρέα με τον κορονοϊό

«Ο κορoνοϊός έπληξε εμένα και τη 10χρονη κόρη μας, ενώ δεν άγγιξε τη σύζυγό μου και συνάδελφο, Νικόλ Καζαντζίδου όπως και τη 14χρονη κόρη μας.

Σε αυτή την… κατάθεση εμπειριών θα ήθελα να μιλήσω μόνο για εμένα και όχι για λογαριασμό του παιδιού. Εξάλλου, το ευτύχημα είναι ότι στην κόρη μου, η διάρκεια των συμπτωμάτων αλλά και η ένταση αυτών ήταν μικρή. Έτσι το παιδί δεν ταλαιπωρήθηκε ιδιαίτερα.

Μ’ εμένα τα πράγματα εξελίχθηκαν κάπως διαφορετικά, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν τραγικά ή πολύ δύσκολα, όπως συνέβη με άλλους συνανθρώπους μας, ανάμεσά τους και φίλοι και συνάδελφοί μας.

Όμως, ας βάλουμε τα πράγματα σε μια (χρονική) σειρά.

Το πότε ακριβώς κολλήσαμε τον κορoνοϊό δεν το γνωρίζω. Αυτό που γνωρίζω είναι ότι στις 7 Νοεμβρίου 2020, ημέρα Σάββατο, η μικρή μας κόρη εμφάνισε υψηλό πυρετό και πονοκέφαλο. Αυτό μας θορύβησε και μας κινητοποίησε.

“Λες οι πόνοι που νιώθω κι εγώ σε όλο μου το σώμα να σημαίνουν κάτι;”, σκέφτηκα αρχικά μέσα μου και μετέπειτα φωναχτά, μοιραζόμενος τον προβληματισμό μου με τη Νικόλ.

Το παίξαμε ψύχραιμοι. Ρίξαμε το βάρος στη μικρή. Ο πυρετός της δεν έπεσε όλο το Σάββατο. Την Κυριακή τηλεφωνήσαμε στον αρχίατρο του φορέα περίθαλψής μας (τον ΕΔΟΕΑΠ) και τον ενημερώσαμε για τα συμπτώματα. Μας πρότεινε να κλείσουμε ραντεβού με κάποιο Διαγνωστικό Εργαστήριο και να κάνουμε το τεστ ανίχνευσης του ιού.

Κατά τη διάρκεια της Κυριακής, ο πυρετός της μικρής έπεσε. Χαρά αλλά όχι ανακούφιση μέχρι να βεβαιωθούμε ότι ξεμπερδέψαμε με τον ιό.

Εμένα ο πόνος στα διάφορα σημεία του σώματος (χέρα, πόδια, μέση, πλάτη, αυχένας) όχι μόνο δεν μειώθηκε αλλά αυξήθηκε. Σταδιακά μάλιστα, άρχισαν να προστίθενται ή να εντοπίζονται και άλλα συμπτώματα από αυτά που οι ειδικοί τα συνέδεαν με τον κορoνοϊό.

Στη διάρκεια των αμέσως επόμενων ημερών «συγκέντρωσα» σχεδόν όλα τα συμπτώματα, πλην του πυρετού (κανονικού ή δέκατα). Μυικοί πόνοι, ατονία, ανοσμία, αγευσία, στομαχικές διαταραχές και τάση για εμετό, διάρροιες, πονοκέφαλοι και έντονος βήχας, έγιναν η σταθερή παρέα μου. Εδικά ο βήχας ήταν αυτός που με ταλαιπώρησε περισσότερο.

Το ραντεβού για τη λήψη δείγματος για το τεστ κλείστηκε για το πρωί της Τρίτης 10 Νοεμβρίου. Όπως μας είπαν, δεν μπορούσαν νωρίτερα γιατί είχαν ήδη πολλά κλεισμένα ραντεβού…Έτσι κι έγινε.

Το μεσημέρι της επομένης (Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020) τηλεφώνησαν από το ιδιωτικό διαγνωστικό κέντρο για να μας ενημερώσουν ότι τα τεστ και των δύο μας βγήκαν θετικά…

Θέλοντας να το παίξω άνετος, κάνω χιούμορ στην κοπέλα που με ενημερώνει λέγοντας ότι “είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που μου ανακοινώνουν κάτι θετικό όμως εγώ νοιώθω τόσο αρνητικά”…

Οι ημέρες κυλάνε και μια νέα ρουτίνα διαμορφώνεται στην καθημερινή λειτουργία του σπιτιού μας. Οι μεταξύ μας επαφές δεν κόπηκαν αλλά περιορίστηκαν δραματικά, ιδιαίτερα μετά από το τεστ που έκαναν και τα άλλα δύο μέλη της οικογένειας και βγήκαν αρνητικά…

Δύο και δύο λοιπόν!

Είμαστε πλέον για τα καλά σε καθεστώς καραντίνας. Κάποιες ανάγκες που έχουμε για προμήθειες αγαθών από την αγορά, μας τις καλύπτουν φίλοι και συγγενείς. Να είναι καλά.

Το θετικό είναι ότι η μικρή μου κόρη, από τις πρώτες κιόλας ημέρες επανήλθε στην προτεραία κατάσταση: Ούτε πυρετός, ούτε πονοκέφαλος, ούτε κάτι άλλο. Ευτυχώς!

Μ’ εμένα συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο μεγάλωνε η ένταση των συμπτωμάτων και βεβαίως η αγωνία μου για το πώς θα εξελιχθεί και πού θα καταλήξει αυτή η ιστορία.

Όλο αυτό το διάστημα μιλάω με αρκετό κόσμο, παρόλο που ο βήχας με δυσκολεύει. Συγγενείς, φίλοι και συνάδελφοι αλλά και απλώς γνωστοί, εκδηλώνουν ενδιαφέρον και με τηλεφωνήματα ή μηνύματα τονώνουν την αισιοδοξία μου ότι όλα θα πάνε καλά!

Δεν σας κρύβω πως άρχισα να ακούω με μεγάλο ενδιαφέρον κάθε συμβουλή περί φαρμάκων (επίσημων ή ανεπίσημων) που είχε κάποιος να προτείνει για την περίπτωσή μου. Σχεδόν κάθε μέρα ή μέρα παρά μέρα άρχισα να μιλάω με τον γιατρό και να τον ενημερώνω για τις εξελίξεις. Το κακό στην περίπτωσή μου είναι ότι, λόγω άλλων παθήσεων (βλέπε υποκείμενα νοσήματα, όπως μάθαμε να λέμε), ο παθολόγος δίστασε να μου δώσει εξαρχής κάποιες “γνωστές” αντιβιώσεις που έπαιρναν άλλοι ασθενείς προς ενίσχυση του οργανισμού ενάντια στον κορoνοϊό. Το ίδιο διστακτικός ήταν και ο πνευμονολόγος.

Μέσα μου μια φωνή έλεγε “όλα θα πάνε καλά και δίχως τα φάρμακα”. Έλα όμως που η κατάσταση δεν βελτιωνόταν. Το αντίθετο!

Α, ναι! Μέσω ίντερνετ αγόρασα και ένα οξύμετρο, όπως μου σύστησε ο γιατρός, για να μετρώ καθημερινά τον κορεσμό του οξυγόνου στο αίμα.

Κάπως έτσι κυλούσαν οι πρώτες ημέρες. Κάποια στιγμή, ο βήχας αυξήθηκε. Ήταν απόγευμα της Δευτέρας 16 Νοεμβρίου 2020. Πλέον, δεν μπορούσα να μιλήσω ούτε λίγο, δίχως να βήξω.

Μόνο που ο βήχας έφερνε… βήχα, έφερνε και πονοκέφαλο και τάση για εμετό. Περιόρισα τις συνομιλίες μου στο τηλέφωνο και κάλυψα τις επικοινωνιακές μου ανάγκες με μηνύματα. Επικοινώνησα με τον γιατρό (τον παθολόγο). Του περιέγραψα την κατάσταση, έχοντας έναν βήχα που κόντευε να με… πνίξει. Μου λέει: “Τώρα αλλάζουν οι προτεραιότητες. Θα σου δώσω κάποια φάρμακα που έως τώρα τ’ αποφεύγαμε λόγω των άλλων παθήσεών σου”.

Δεν σας κρύβω πως, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό, εγώ το άκουσα με ανακούφιση. Τα φάρμακα που θα μου συνταγογραφούσε κόμιζαν το καινούργιο στοιχείο στην προβληματική καθημερινότητά μου, ήταν αυτά που κουβαλούσαν την ελπίδα για βελτίωση. Δεν ήξερα αν ήταν έτσι, αλλά έτσι ήθελα να πιστεύω! Εκείνο το βράδυ δεν μπόρεσα να ξαπλώσω για να κοιμηθώ. Ο πονοκέφαλος και ο βήχας που μ΄ έπιανε μόλις ξάπλωνα, με ανάγκασαν να κοιμηθώ… καθιστός και όχι ξαπλωμένος.

Την επομένη (Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020) η καλή μας φαρμακοποιός μου έφερε στο σπίτι τα νέα φάρμακά μου (δύο αντιβιώσεις και ένα εισπνεόμενο). Τα έβαλε στο ασανσέρ…

Πήρα τα πρώτα χάπια και την πρώτη δόση από το εισπνεόμενο! Παραμύθιασα τον εαυτό μου πως θα γίνω αμέσως καλά, ή έστω καλύτερα. Έλα όμως που δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Μάλιστα εκείνη η ημέρα αποδείχτηκε πιο δύσκολη από τις προηγούμενες. Πονοκέφαλος (πιο έντονος στο μέτωπο, τα μάτια και τον αυχένα), πόνοι στο σώμα, ατονία, διάρροιες, στομάχι σε διαρκή αναστάτωση και βήχας πνιγηρός, δεν με άφησαν στιγμή να ησυχάσω. Το οξύμετρο δείχνει άλλοτε 93% και άλλοτε 92%. Επικοινώνησα με τον γιατρό για να τον ενημερώσω, όσο μπορούσα με τον βήχα που είχα. Τη σκυτάλη στην ενημέρωση του γιατρού πήρε η Νικόλ. Σ΄ εκείνο το τηλεφώνημα μπήκε θέμα διακομιδής μου σε Νοσοκομείο για εξετάσεις. Ήταν η πρώτη φορά που πραγματικά ένοιωσα φόβο. Και μόνο το ενδεχόμενο να βρεθώ τέτοιες εποχές σε νοσοκομειακό περιβάλλον, ειλικρινά με θορύβησε. Ναι, φοβήθηκα, δίστασα, κώλωσα!

Πήρα τις προβλεπόμενες δόσεις των νέων φαρμάκων μου και κοιμήθηκα (για δεύτερο βράδυ) καθισμένος και όχι ξαπλωμένος στο κρεβάτι. (…)

Ξημέρωσε Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020. Τίποτα δεν ήταν σημαντικά καλύτερο, αλλά δεν ήταν και χειρότερο. Ούτε ο βήχας, ούτε ο πονοκέφαλος, ούτε οι διάρροιες, ούτε… ούτε… Ήταν η ημέρα που (ναι, το ομολογώ) έκανα το… κορόιδο, που στρουθοκαμήλισα! Ήθελα να κυλήσει, να φύγει αυτή η μέρα και να μην ξαναπροκύψει θέμα νοσηλείας ή έστω επίσκεψης για εξετάσεις σε νοσοκομείο.

Αποδείχτηκα τυχερός. Την επομένη, όλα ήταν καλύτερα. Λίγο μεν, όμως καλύτερα. Τόσο, που η διαφορά έμοιαζε να είναι τεράστια!

Οι ημέρες που ακολούθησαν έφεραν λίγο λίγο την κατάσταση προς το καλύτερο. Ώσπου ήρθε η πολυπόθητη ημέρα του επαναληπτικού τεστ, η Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020 και η ακόμη πιο σημαντική, η Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020 που μου ανακοινώθηκε ότι το τεστ βγήκε: ΑΡΝΗΤΙΚΟ.

Από την ημέρα που η μικρή μου εμφάνισε πυρετό κι εγώ μυϊκούς πόνους, είχαν περάσει 19 ημέρες!

Ήταν μια περίεργη αλλά χρήσιμη εμπειρία. Έχοντας περάσει σημαντικές περιπέτειες υγείας στη ζωή μου, μπορώ να πω πως η περίπτωση του πανδημίας με αναστάτωσε σημαντικά καθώς, λόγω της διάρκειάς της αλλά, κυρίως, λόγω των καταιγιστικών δυσάρεστων πληροφοριών που έφθαναν καθημερινά από κάθε γωνιά του πλανήτη, τροφοδοτούσαν σταθερά τις δεξαμενές της ανησυχίας και της αγωνίας μου για το που θα καταλήξει όλη αυτή η ιστορία. Ευτυχώς που η μικρή μου κόρη αποδείχτηκε δυνατός οργανισμός και έδιωξε νωρίς το “θηρίο” από τον οργανισμό της.

Ολοκληρώνοντας την εξιστόρηση της προσωπικής μου εμπειρίας από την πανδημία (Covid-19) θέλω να σημειώσω πως είμαι από εκείνους που δημοσιοποίησαν το θέμα τους μέσω των Social Media. Πιο συγκεκριμένα, έκανα ανάρτηση στο Facebook τόσο όταν μας “επισκέφθηκε” ο κορoνοϊός, όσο και όταν απαλλαχτήκαμε από αυτόν. Ήταν μια συνειδητή επιλογή, κόντρα σε αναρτήσεις προσώπων που δεν πίστευαν στην ύπαρξη του ιού.

Είναι άλλο το να είσαι επιφυλακτικός και να διατηρείς αμφιβολίες για κάτι και άλλο να το απορρίπτεις και να το δαιμονοποιείς, δίχως καμία επιστημονική γνώση και τεκμηρίωση.

Μακάρι να είχαν δίκαιο όσοι λένε ότι ο ιός δεν υπάρχει, αλλά…

ΥΓ 1. Η παρουσία του απρόσκλητου επισκέπτη στη ζωή μας, “έθρεψε” και μια γενειάδα στο πρόσωπό μου, μάρτυρα τους κουτσουρεμένης διάθεσης και της ατονίας που μου “επέβαλε” η πανδημία. Έφυγε ο κορoνοϊός, έφυγε και η γενειάδα. Εξάλλου το υποσχέθηκα στις κόρες μου!

Υ.Γ. Με την ασφάλεια της χρονικής απόστασης που με χωρίζει πλέον από το πρόβλημα, τολμώ να πω πως, όταν το ζούσα, ήταν ή έμοιαζε, πολύ δυσκολότερο. Βλέπετε πέρα από τα συμπτώματα υπήρχε και το ψυχολογικό σκέλος. Η αγωνία και η ανασφάλεια για το πως θα εξελιχθεί το πρόβλημα και που θα καταλήξει.

Γι αυτό, μέχρι να γυρίσουμε σελίδα ας προσέχουμε. Για εμάς, για όλους μας!».

Κώστας Παπαδάκης: Έδωσα τη μάχη της ζωής μου

«Κρατώντας στα χέρια μου το “εξιτήριο” ζωής γύρισα το κεφάλι μου πίσω να κοιτάξω το κατώφλι των επειγόντων περιστατικών του νοσοκομείου Παπαγεωργίου, αυτό που περνούσα δέκα ημέρες νωρίτερα, έχοντας την ανάσα μου ελάχιστη, χτυπημένος από τον φονικό ιό.

Και αναρωτήθηκα για μια στιγμή κοιτώντας τον χρόνο στα μάτια, αν τελικά ο άνθρωπος είναι καλό να ξεχνά ή όχι καταστάσεις που του δημιουργούν τέτοια γραμμάτια επώδυνης εμπειρίας.

Κι αν η ματιά μου έψαχνε να βρει το παράθυρο από το δωμάτιο που νοσηλευόμουν, ήταν μόνο για να θυμηθώ τι πέρασα, τι ένιωσα, πώς και ποιος ήμουν, τι αφήνω πίσω μου μέσα στο δωμάτιο της καραντίνας, στο τμήμα Covid 6. Και όλα τα ερωτήματα κατέληγαν σε ένα flashback πολύ δύσκολων στιγμών, κάτι σαν κολάζ από “χίλιες” εικόνες και πρόσωπα που είχαν κάνει ήδη πολύ βαθιές ρίζες στο μυαλό μου.

Έδωσα μια μάχη που ελάχιστοι γνώριζαν, τη μάχη της ζωής μου και ήξερα καλά πως αυτή η μάχη δεν θα είχε κερδηθεί χωρίς τη βοήθεια του Θεού, των γιατρών του νοσοκομείου και τη δύναμη από τις σκέψεις της οικογένειάς μου, των ανθρώπων που με αγαπούν και αγαπώ, της λαχτάρας μου να ζήσω. Γιατί σε αυτές τις δύσκολες στιγμές, σχήμα οξύμωρο, μπορεί κάποιος να νιώσει την ίδια ώρα τόση μοναξιά όση και “παντοδυναμία”, βγαλμένη μέσα από τα σπλάχνα αυτής της λαχτάρας που υπάρχει για τη ζωή.

Πρόσεχα πολύ, φυλαγόμουν, άκουγα τους επιστήμονες, τηρούσα κατά γράμμα τις οδηγίες, τους υγειονομικούς κανόνες, αλλά από ό,τι φάνηκε δεν ήταν αρκετό, γιατί δεν το έκαναν όλοι όπως εγώ. Πέρα για πέρα μια αληθινή και συνάμα τραγική διαπίστωση. Δυστυχώς αυτή είναι η σκληρή πραγματικότητα που “ντύνεται” ακόμα με άσπρες αίθουσες, με καλώδια, μάσκες και ορούς…

Είδαν τα μάτια μου ανθρώπους να κλαίνε, να “ζητιανεύουν” οξυγόνο, να παλεύουν για τη ζωή, για το δικό τους “διαβατήριο ανοσίας” σε αίθουσες με νούμερα. Καταστάσεις τραγικές που συνοδεύονταν όλες με το βασανιστικό ερώτημα που σου έσχιζε τα σωθικά. “Είμαι εγώ ο επόμενος”;

Το μόνο που μπορούσες να κάνεις ήταν να προσεύχεσαι να ξημερώσεις γερός τόσο ο ίδιος όσο και οι “συνοδοιπόροι” σου μέσα στο “καραντινάτο” δωμάτιο. Για όλους προσευχόσουν.

Για τον Πόντιο και αθεράπευτο ΠΑΟΚτσή, τον Γιώργο, με το μόλις εννιά μηνών αγοράκι του, για τον κυρ Γιάννη, τον 40 χρόνια καπνιστή, που όταν με δυσκολία σηκωνόταν από το κρεββάτι της νοσηλείας, έπεφτε από την τσέπη του ο μικρός μαύρος αναπτήρας Bic, για τον Νικόλα τον μανάβη, ο οποίος μονολογούσε συνέχεια πως “αγόρασε” τον κορονοϊό για 5 ευρώ, παίρνοντας ένα χαρτονόμισμα στα χέρια του από κάποιον που ήταν φορέας χωρίς να το γνωρίζει…

Για όλους εμάς ήταν ένας αγώνας επιβίωσης, ένας αγώνας να βγούμε όρθιοι από το νοσοκομείο γνωρίζοντας πολύ καλά πως ο κορονοϊός δεν ήταν μια δοκιμασία… “πολλαπλής επιλογής”. Ή έβγαινες ζωντανός από αυτήν ή όχι…

Νίκος Ρούμπος: Ο φόβος και η ελπίδα

«Στην αναμονή για την πρώτη δόση του εμβολίου και τις ελπίδες που γεννά, φαντάζει εφιάλτης που πέρασε η δεκαπενθήμερη νοσηλεία μου με κορονοϊό, πριν από τρεις μήνες, αφήνοντας, όμως, ορατά και αόρατα σημάδια.

Στα ορατά συγκαταλέγονται η απώλεια δυνάμεων, οι οποίες ακόμα δεν έχουν επανέλθει πλήρως, τα υπόλοιπα της πνευμονίας, που τα ψάχνω με ιατρικές εξετάσεις, και η μεγαλύτερη προσοχή εκ μέρους μου στην τήρηση των μέτρων προστασίας που ορίζουν τα υγειονομικά πρωτόκολλα.

Στα αόρατα, ο φόβος, που “εγκαταστάθηκε” μέσα μου, καθώς η covid-19 με “άγγιξε” και δεν είναι πια ένας κίνδυνος που αφορά στους άλλους. Ο φόβος και για το πόσο εύκολο είναι να βρεθείς σε μια κατάσταση με απρόβλεπτη εξέλιξη που μπορεί να έχει ως κατάληξη ακόμα και τον θάνατο. Όταν ξέσπασε η πανδημία του κορονοϊού και στη χώρα μας και άρχισε η λήψη αυστηρών μέτρων συμφιλιώθηκα σταδιακά με την ιδέα ότι κάποια στιγμή θα τον “συναντήσω” τον κορονοϊό. Είτε πηγαίνοντας σε ρεπορτάζ, είτε στις καθημερινές δραστηριότητες, αλλά πίστευα πως αυτό θα ήταν σχετικά ανώδυνο. Αποδείχθηκε, όμως, ότι η “συνάντηση” μας ήταν επώδυνη.

Σε γενικές γραμμές τηρώ τα μέτρα προστασίας, έχω περιορίσει τις άσκοπες μετακινήσεις, κάνω τηλεργασία και όταν χρειάζεται καλύπτω από κοντά τα γεγονότα στη Θεσσαλονίκη και με αποστολές στη Βόρεια Ελλάδα, όλο το χρονικό διάστημα από την εμφάνιση της πανδημίας, είτε υπάρχει καραντίνα είτε όχι.

Όμως δεν έμαθα και δεν θα μάθω ποτέ το πού, πότε και από ποιον κόλλησα τον κορονοϊό. Αυτό που γνωρίζω είναι ότι συνάδελφοι ή φίλοι με τους οποίους βρέθηκα πριν βγει θετικό το μοριακό τεστ δεν ανιχνεύθηκαν θετικοί.

Συμπέρασμα: Ο καθένας μπορεί να κολλήσει και σε ανύποπτο χρόνο.

Το πρώτο σοκ της νοσηλείας

Ήταν Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου όταν έκανα το μοριακό τεστ, επειδή τις προηγούμενες μέρες είχα πονοκεφάλους, πυρετό και βήχα, ενώ έπαιρνα ήδη κορτιζόνη και αντιβιοτικά.

Την επομένη, το απόγευμα, μου ανακοίνωσαν ότι είμαι θετικός και ο αρχίατρος του ΕΔΟΕΑΠ στη Θεσσαλονίκη μου συνέστησε να καλέσω ασθενοφόρο και να πάω σε νοσοκομείο, χωρίς δεύτερη σκέψη.

Μάζεψα τα απαραίτητα, ενημέρωσα τους ενοίκους της οικοδομής και με το ασθενοφόρου έφτασα στο νοσοκομείο “Γ. Παπανικολάου”.

“Έχετε πνευμονία και χαμηλό οξυγόνο γι αυτό θα σας κάνουμε εισαγωγή”, μου είπαν αργά το βράδυ της Πέμπτης, μετά τις απαραίτητες εξετάσεις, και με οδήγησαν σε θάλαμο νοσηλείας covid-19 στην Α΄Πνευμονολογική Κλινική.

Αμέσως μου τοποθέτησαν τη μάσκα παροχής οξυγόνου και άρχισαν την ενδοφλέβια χορήγηση αντιβιοτικών και κορτιζόνης. Η πρώτη νύχτα πέρασε χωρίς ύπνο, με το σοκ της προσαρμογής, τις σκέψεις για το χειρότερο σενάριο και τις προσδοκίες για το καλύτερο.

Το πρωί ενημέρωσα το ΑΠΕ-ΜΠΕ, τον ΕΔΟΕΑΠ, συγγενείς και φίλους για την κατάσταση μου και γνωρίστηκα με τους άλλους δύο ασθενείς covid με συμπτώματα δύσπνοιας, που ήταν στο θάλαμο, τον Μήτσο και τον Φώτη.

Στον αστερισμό του κινητού

Το κινητό τηλέφωνο ήταν ο μεγάλος πρωταγωνιστής, η μόνη διέξοδος από τον εγκλεισμό και το μόνο μέσο επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Απλά τηλεφωνήματα για ενημέρωση, αποστολή φωτογραφιών και βιντεοκλήσεις για τους πιο δύσπιστους και ανήσυχους.

Την Κυριακή 6 Δεκεμβρίου, ημέρα της ονομαστικής μου γιορτής, το νοσηλευτικό προσωπικό έδειξε μεγάλη κατανόηση. Το τηλέφωνο μου χτυπούσε συνέχεια, εγώ εξηγούσα τι συμβαίνει σε όσους μου εύχονταν “χρόνια πολλά” και οι νοσηλεύτριες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μου μετρούν το οξυγόνο, την πίεση και τη θερμοκρασία, χωρίς να διαταράξουν τις τηλεφωνικές επικοινωνίες.

Δεν μπορώ να φανταστώ τις μέρες της νοσηλείας μου χωρίς το κινητό τηλέφωνο και ξέρω πολύ καλά πως ένας σημαντικός παράγοντας που με κράτησε όρθιο, με υψηλό ηθικό και καλή ψυχολογική κατάσταση ήταν η μεγάλη στήριξη και συμπαράσταση από συγγενείς, φίλους, συναδέλφους, πολιτικούς και αυτοδιοικητικούς, το ΑΠΕ-ΜΠΕ και τον ΕΔΟΕΑΠ.

Ανησυχίες και χαμόγελα

Την κλινική επιδείνωση της κατάστασης μου τις πρώτες μέρες την αντιλήφθηκα αμυδρά από την ανησυχία του νοσηλευτικού προσωπικού, ενώ η μετέπειτα βελτίωση ήταν ορατή από τη χαρά με την οποία νοσηλεύτριες και νοσηλευτές ανακοίνωναν τις μετρήσεις μου και από τη σταδιακή μείωση του παρεχόμενου οξυγόνου. Τις πρώτες μέρες το κλίμα στο θάλαμο νοσηλείας ήταν βαρύ. Στην οικογένεια του Φώτη είχαν βρεθεί θετικοί στον κορονοϊό η μητέρα του, η σύζυγος, τα δυο παιδιά και ο γαμπρός του, αλλά χωρίς συμπτώματα.

Στην οικογένεια του Μήτσου, η σύζυγος με συμπτώματα, η οποία μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο “Παπαγεωργίου”, όσο ο ίδιος νοσηλευόταν. Ανησυχούσε πολύ για την υγεία της συζύγου του κι έλεγε συνεχώς στα παιδιά να έχουν την προσοχή περισσότερο στη μητέρα τους, γιατί “αυτή κρατάει το σπίτι”. Ο Μήτσος είχε και μία κρίση πανικού, αλλά με τη βοήθεια μας την ξεπέρασε γρήγορα και προσαρμόστηκε στις συνθήκες του θαλάμου.

Μόλις φάνηκαν τα σημάδια βελτίωσης άλλαξε αμέσως το κλίμα στο θάλαμο και οι τρεις ασθενείς “σηκώσαμε κεφάλι”. “Θα νικήσουμε τον κορονοϊό και θα βγούμε από το νοσοκομείο”, είπαμε ο ένας στον άλλον και οργανώσαμε καλύτερα τη συμβίωση μας στον θάλαμο. Αρχίσαμε να ρίχνουμε περισσότερες ματιές έξω από το παράθυρο, να προσέχουμε τα πουλιά που πετούσαν, να κουβεντιάζουμε για την ανατολή του ήλιου, για τον Χορτιάτη στο βάθος και να απολαμβάνουμε τη χειμωνιάτικη λιακάδα.

Ο Μήτσος ήταν φίλαθλος του ΠΑΟΚ, ο Φώτης του ΑΡΗ και απόλαυσα την εναλλαγή και το κοντράστ των συναισθημάτων τους, όταν την ίδια μέρα οι ομάδες τους αναμετρήθηκαν στο μπάσκετ το απόγευμα και στο ποδόσφαιρο το βράδυ. Στο μπάσκετ κέρδισε ο ΠΑΟΚ, στο ποδόσφαιρο ο ΑΡΗΣ και τα αποτελέσματα τα μάθαιναν από εμένα. Απογοητευμένος ο Μήτσος έπεσε νωρίς για ύπνο, ενώ ο Φώτης δεν μπορούσε να κοιμηθεί από τη χαρά του, το πρωί ξύπνησε με πολύ καλή διάθεση, ακόμα και οι μετρήσεις του ήταν εμφανώς βελτιωμένες.

Ο Μήτσος ήταν και ο μεγαλύτερος της παρέας και ως εκ τούτου είχε να μας λέει ιστορίες από τη ζωή του, για την ποντιακή καταγωγή από τη Ματσούκα της Τραπεζούντας, για την προσφυγιά και το ταξίδι που είχε κάνει για να δει το σπίτι του πατέρα του.

Η μάχη του ιατρικού, νοσηλευτικού και λοιπού προσωπικού

Το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, οι τραπεζοκόμοι και το προσωπικό των θαλάμων επιβεβαίωσαν το γεγονός ότι έχουν ξεπεράσει τους εαυτούς τους στην πρώτη γραμμή της μάχης με τον κορονοϊό.

Με τις ειδικές στολές έτρεχαν μέρα- νύχτα από τον ένα θάλαμο στον άλλον, ανησυχούσαν για μας όταν δεν ήταν καλές οι μετρήσεις και χαίρονταν όταν βελτιώνονταν. Μόνοι τους έκοψαν άδειες και ρεπό για να καλύψουν τις ανάγκες που υπήρχαν και, όπως μας είπαν, αρκετοί είχαν ήδη προσβληθεί από τον κορονοϊό, λόγω της επαφής τους με ασθενείς. Και θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό, διότι με συμπτώματα πνευμονίας και χαμηλό οξυγόνο νοσηλεύτηκα στην πλέον ειδική κλινική, σε πνευμονολογική κλινική.

Με το πέρασμα των ημερών το οξυγόνο μου σταθεροποιήθηκε σε ικανοποιητικά επίπεδα και η προσοχή στράφηκε στα μοριακά τεστ. Μου έκαναν συνολικά πέντε. Τα τρία πρώτα (8, 10, 13 Δεκεμβρίου) ήταν θετικά, το τέταρτο (15/12) αμφίβολο και το πέμπτο (17/12) αρνητικό.

Το εξιτήριο

Το τελευταίο, αρνητικό, τεστ ήταν αυτό που μέτρησε ο διευθυντής της Α΄ Πνευμονολογικής Κλινικής, ο οποίος έδωσε εντολή για την έξοδο μου από το νοσοκομείο και λίγο πριν τις 10 το βράδυ της Παρασκευής 18 Δεκεμβρίου πήρα εξιτήριο, ύστερα από 15 μέρες νοσηλείας. Η φίλη που ήρθε να με πάρει με το αυτοκίνητο με πέρασε μέσα από το έρημο, λόγω απαγόρευσης της κυκλοφορίας, αλλά στολισμένο γιορτινά, κέντρο της Θεσσαλονίκης, για να συνειδητοποιήσω ότι σε μια ακριβώς εβδομάδα ήταν τα Χριστούγεννα και να δω τον πολύχρωμο διάκοσμο μετά το λευκό χρώμα της κλινικής. Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα από την υπερένταση και το πρωί άρχισα να διαπιστώνω τη μεγάλη εξάντληση δυνάμεων που μου είχε προκαλέσει ο κορονοϊός. Ταυτόχρονα ήμουν χαρούμενος και αισιόδοξος, για την ανάρρωσή μου και το γεγονός ότι έχω πλέον αντισώματα. Βγήκαμε νικητές και οι τρεις που νοσηλευτήκαμε στον ίδιο θάλαμο. Πρώτος πήρε εξιτήριο ο Φώτης και λίγες μέρες αργότερα εγώ και ο Μήτσος. Η περιπέτεια με τον κορονοϊό μας έφερε κοντά. Συνεχίζουμε να επικοινωνούμε τηλεφωνικά και δώσαμε ραντεβού για τσίπουρο (χωρίς γλυκάνισο) μόλις επαναλειτουργήσει η εστίαση».

Το ίδιο σκεφτόμαστε να κάνουμε και εμείς, όλοι μαζί στο γραφείο, για να γιορτάσουμε τη νίκη των τριών εκλεκτών συναδέλφων (που είναι και δική μας) μόλις τα αμυντικά μας τείχη καταστούν απόρθητα για τον ύπουλο εχθρό.

Η ζωή όμως του Νίκου, του Μπάμπη, του Κώστα, δεν θα είναι ίδια, μετά την τρομερή δοκιμασία που πέρασαν. Δεν θα (μπορούν να) ξεχάσουν ποτέ, όπως όλοι όσοι μπήκαν και βγήκαν αυτό το σκοτεινό τούνελ.