Ανηφορίζοντας ανατολικά τις παρυφές του δήμου Σερρών, μέσα από μία κατάμεστη από ελαιόδεντρα διαδρομή, σε υψόμετρο 400 μέτρων, συναντά κανείς τον Ελαιώνα, έναν από τα παλαιότερα χωριά του νομού, που η ιστορία του «χάνεται» στα βάθη των αιώνων. Το χωριό κατά την τουρκοκρατία λεγόταν Ντουτλή ή Δουτλή από την τούρκικη λέξη τουτ, που σημαίνει μουριά.

Μετονομάστηκε κατά τη βυζαντινή περίοδο σε Γοριανή και σήμερα φέρει το όνομα Ελαιώνας επιδεικνύοντας περίτρανα την «ταυτότητά» του από τα αιωνόβια ελαιόδεντρα που το περιβάλλουν.
Το μικρό χωριό, με τους ελάχιστους πλέον μόνιμους κατοίκους, παίρνει ζωή τους ζεστούς μήνες του καλοκαιριού, αλλά και την περίοδο της συγκομιδής της ελιάς και της παραγωγής λαδιού, τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο. Περισσότερα από 18.000 ελαιόδεντρα υψώνουν το ανάστημά τους και «αγκαλιάζουν» το μικρό χωριό. Ανάμεσά τους και μερικά γέρικα «κορμιά», περισσότερες από 4.000 ελιές που μετρούν 300 χρόνια ζωής.

Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, σύμφωνα με τη μυθολογία, στον τόπο αυτό η θεά Αθηνά έσπειρε την πρώτη ελιά που ευδοκίμησε και έδωσε πλούσιους καρπούς για να τραφεί όλο το χωριό.

Πόλος έλξης των επισκεπτών του γραφικού Ελαιώνα αποτελεί η πετρόχτιστη πλατεία του με τις μικρές παραδοσιακές του ταβερνούλες και τα αιωνόβια πλατάνια να σκεπάζουν με την πλούσια φυλλωσιά τους τα μικρά καφενεία του χωριού. Εκεί δεσπόζει περίτρανα το παλιό λιθόκτιστο υδροκίνητο ελαιοτριβείο που λειτουργεί πλέον ως μουσείο.

Το ελαιοτριβείο κατασκευάσθηκε το 1870 από την Εκκλησιαστική Επιτροπή της εκκλησίας του χωριού- του Αγίου Νικολάου- και τον τότε Μητροπολίτη Σερρών Γρηγόριο. Το 1930, τη διαχείρισή του ανέλαβε το Δημοτικό Σχολείο του χωριού, την ευθύνη του οποίου είχε ο δάσκαλος μαζί με τη σχολική επιτροπή. Αποτελούσε κομβικό σημείο παραγωγής λαδιού καθώς εξυπηρετούσε τις ανάγκες των ελαιοπαραγωγών του Ελαιώνα, αλλά και των γύρω περιοχών, όπως της Ορεινής, της Βροντούς, του Μετοχίου και της Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου.

Ετησίως, γινόταν η επεξεργασία 100 τόνων ελιάς. Λειτουργούσε με τη βοήθεια του νερού, λόγω των άφθονων πηγών που υπάρχουν στην περιοχή. Στο εσωτερικό του βρίσκεται όλος ο εξοπλισμός που απαιτείτο για τη λειτουργία του- μυλόπετρες, δεξαμενές, πιεστήριο ή αλλιώς μέγγενη- ενώ στο εξωτερικό του μέρος βρίσκεται η φτερωτή του νερόμυλου.

Σταμάτησε τη λειτουργία του το 1975, οπότε κι έδωσε τη σκυτάλη του στο νέο ηλεκτροκίνητο και σύγχρονο πλέον ελαιοτριβείο της περιοχής.

Σήμερα λειτουργεί ως μουσείο και προσελκύει όλους τους επισκέπτες του χωριού, αλλά κυρίως μαθητές των σχολείων που ενδιαφέρονται να ανατρέξουν στην ιστορία και να θαυμάσουν πόσο περίτεχνα και κοπιαστικά, παράλληλα, κατάφερναν οι παραγωγοί ελιάς να παράγουν το λάδι.

Στο ισόγειο μονόχωρο και λιθόκτιστο αυτό κτίσμα των 145 τμ, έχει διατηρηθεί όλος ο παλαιός σωζόμενος εξοπλισμός για την παραγωγή του ελαιόλαδου μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Εκεί, ξεδιπλώνονται τα τρία βασικά στάδια της διαδικασίας παραγωγής ελαιολάδου: η σύνθλιψη του καρπού, η συμπίεση του ελαιοπολτού και ο διαχωρισμός του λαδιού.

Ο χώρος πλαισιώνεται με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, από ψηφιακές και έντυπες παραγωγές, αλλά και προϊόντα ελιάς. Στην αίθουσα προβολών εκπαιδευτικών προγραμμάτων παρουσιάζεται η διαδικασία της συλλογής της ελιάς και η επεξεργασία λαδιού στα πρώτα χρόνια της ζωής του ελαιοτριβείου. Η συλλογή της ελιάς γινόταν από τους ίδιους τους παραγωγούς και τους οικείους τους.

Όταν η παραγωγή ήταν μεγάλη προσελάμβαναν άνδρες «ραβδιστές» και γυναίκες «μαζώχτρες». Οι άνδρες τίναζαν με ειδικές ράβδους, πάνω από τα δέντρα,τον καρπό και οι γυναίκες με καλάθια μάζευαν τους καρπούς που έπεφταν στη γη. Το 1970, χρησιμοποιήθηκαν τα δίκτυα που διευκόλυναν το έργο των μαζωχτρών.

Η μεταφορά των ελιών στο ελαιοτριβείο γινόταν με το γαϊδούρι και τα άλογα. Οι παραγωγοί έπλεναν καλά τις ελιές τους και τις έριχναν μέσα σε μία πέτρινη λεκάνη, χωρητικότητας 200 κιλών, όπου μια γρανιτένια μυλόπετρα, στηριγμένη σε έναν κάθετο άξονα, γυρνούσε και έσπαζε με το βάρος της τις ελιές μέχρι να γίνουν ένας ομοιόμορφος πολτός.

Η κίνηση στη μυλόπετρα δινόταν από έναν οριζόντιο άξονα που ήταν στηριγμένος σε μία «φτερωτή», έξω από το λιοτρίβι και γύριζε λόγω της πτώσης συνεχούς ροής νερού.

Στη συνέχεια, ο πολτός ελιάς μεταφερόταν σε τσιμεντένιες γούρνες από όπου οι εργάτες γέμιζαν τα ελαιόπανα, τα λεγόμενα «τσουπιά», που ήταν κατασκευασμένα- στην αρχή- από αιγότριχα, στη συνέχεια από τζίβα και μετά από νάιλον.

Τα ελαιόπανα είχαν συγκεκριμένο σχήμα, κυρίως τετράγωνο ή στρόγγυλο, ενώ το γέμισμα τους απαιτούσε ιδιαίτερη τέχνη.

Οι σάκοι τοποθετούνταν στο πιεστήριο με τον πολτό ομοιόμορφα κατανεμημένο μέσα στον σάκο για να μην εκτρέπεται η στήλη στο πιεστήριο, κάθε τρεις με τέσσερις σάκους έμπαινε και ένας άδειος. Ο χώρος του πιεστηρίου έπρεπε να είναι πάντοτε πλήρης κι αυτός ήταν ο λόγος που, όταν τα σακιά δεν έφταναν ως επάνω, συμπληρωνόντουσαν με άδεια.

Στην αρχή, το σφίξιμο των σάκων στο πιεστήριο γινόταν με τα χέρια μέχρι που σταματούσε η ροή του λαδιού. Το πρώτο λάδι που έβγαινε, πριν από τη ρίψη ζεστού νερού, ήταν ποιοτικά ανώτερο.

Ο μάστορας, πριν από τη δεύτερη και τρίτη συμπίεση, έριχνε ζεστό νερό στους σάκους γιατί έτσι διευκολυνόταν η εκροή του λαδιού και η απόδοσή του. Ακολουθούσε η συμπίεση, που γινόταν με έναν πρωτόγνωρο τρόπο και στηριζόταν κυρίως στην ανθρώπινη δύναμη.

Από τη μία ήταν ένας ξύλινος άξονας που ήταν εφαρμοσμένος στον πιεστήρα και από την άλλη ένα συρματόσχοινο δεμένο σε έναν δεύτερο άξονα, που έφερε μία τρύπα και σε αυτήν εφάρμοζε ένας μοχλός. Τρεις με τέσσερις δυνατοί άνδρες τύλιγαν το συρματόσχοινο πάνω στο μοχλό, που τραβούσε τον δεύτερο μοχλό που συνδεόταν με τον πιεστήρα. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνονταν η μέγιστη δυνατή συμπίεση. Δίπλα στο πιεστήριο υπήρχαν δύο τσιμεντένιες δεξαμενές που συγκοινωνούσαν μεταξύ τους.

Στην πρώτη έπεφτε το λάδι που έρεε από τους σάκους ανακατεμένο με νερό. Λόγω της διαφοράς του ειδικού βάρους, το νερό έμεινε κάτω και στο πάνω μέρος έμεινε το λάδι. Μόλις γέμιζε η πρώτη δεξαμενή, από το πάνω μέρος διοχετευόταν στη δεύτερη δεξαμενή το καθαρό λάδι.

Το Μουσείο Ελιάς άνοιξε για πρώτη φορά τις πύλες του στο κοινό το 2009, μετά τις εργασίες αποκατάστασης και ανάδειξής του με συγχρηματοδότηση του δήμου Σερρών και της Κοινοτικής Πρωτοβουλίας LEADER PLUS. Το έργο ανάπλασής του κόστισε περίπου 150.000 ευρώ. Κύριος σκοπός του είναι να αναδείξει την τεχνολογία της ελαιοπαραγωγής, που συνδέεται άρρηκτα με τον πολιτισμό μας, καθώς η ελιά, ανέκαθεν, αποτελούσε για τη χώρα μας σύμβολο ειρήνης, ευημερίας, γονιμότητας και ευφορίας.