Κλειστό και αναξιοποίητο, παραμένει στην Ελλάδα ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των κατοικιών, παρά την αυξανόμενη ανάγκη για στέγη. Ειδικότερα, περίπου η μία στις τρεις κατοικίες σε όλη τη χώρα είναι άδεια, γεγονός που επιτείνει σημαντικά το πρόβλημα στέγασης και δημιουργεί σοβαρά εμπόδια στην αξιοποίηση των διαθέσιμων κατοικιών.
Σύμφωνα με ανάλυση της Blupeak Estate Analytics, εταιρείας που ειδικεύεται στην έρευνα του real estate, και με βάση τα τελευταία δεδομένα της απογραφής κτιρίων του 2021 από την ΕΛΣΤΑΤ, υπολογίζεται ότι περίπου 2,2 εκατομμύρια κατοικίες στην Ελλάδα είναι κλειστές, από ένα σύνολο 6,5 εκατομμυρίων. Με απλά λόγια, όπως αναφέρει και σχετικό δημοσίευμα της Καθημερινής, το 33% του οικιστικού αποθέματος της χώρας είναι εκτός χρήσης – ποσοστό που ξεπερνά κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ο οποίος κυμαίνεται μεταξύ 10% και 15%.
Η συγκέντρωση των κενών σπιτιών δεν είναι ομοιόμορφη.
Πέντε περιφέρειες συγκεντρώνουν σχεδόν το 60% των άδειων κατοικιών:
- Η Αττική με 526.000 ακίνητα
- Η Κεντρική Μακεδονία με 363.000
- Η Πελοπόννησος με 209.00
- Η Δυτική Ελλάδα με 155.000
- Η Θεσσαλία με 133.000
Αν επικεντρωθούμε στις δύο πολυπληθέστερες περιφέρειες, παρατηρείται ότι στην Κεντρική Μακεδονία περίπου το ένα στα τρία σπίτια είναι κλειστό, ενώ στην Αττική το ποσοστό φτάνει σχεδόν το 25%. Τα στοιχεία αυτά αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα αν αναλογιστεί κανείς πως δεν περιλαμβάνουν μόνο εξοχικές κατοικίες, αλλά αφορούν και διαμερίσματα σε αστικά κέντρα – σπίτια που κάποτε κατοικήθηκαν, αλλά σήμερα μένουν έρημα.
Ένα μεγάλο ποσοστό αυτών των κλειστών κατοικιών είναι παλαιά κτίσματα, τα οποία είτε έχουν υποστεί φθορές είτε δεν πληρούν τις σημερινές προδιαγραφές για μόνωση, ενεργειακή απόδοση ή ποιότητα διαβίωσης. Περίπου 5,7 εκατομμύρια κατοικίες, δηλαδή το 87,5% του συνολικού αποθέματος, είναι ηλικίας άνω των 30 ετών. Πολλά από αυτά τα ακίνητα χρονολογούνται ακόμα και από τη δεκαετία του 1940. Η ανακαίνιση αυτών των κατοικιών θεωρείται συχνά οικονομικά ασύμφορη για τους ιδιοκτήτες, κυρίως λόγω του υψηλού κόστους και των χαμηλών προσδοκιών απόδοσης στην αγορά. Πολλοί επιλέγουν, έτσι, να τα αφήνουν κλειστά – ελπίζοντας είτε σε καλύτερες τιμές στο μέλλον, είτε σε μια πιθανή αλλαγή της νομοθεσίας.
Ένας άλλος κρίσιμος παράγοντας που εξηγεί τη μαζική «αχρηστία» πολλών ακινήτων είναι οι κληρονομικές διαφορές. Πλήθος κατοικιών βρίσκονται σε καθεστώς πολυϊδιοκτησίας, δηλαδή με περισσότερους από έναν ιδιοκτήτες που δεν τα βρίσκουν μεταξύ τους. Συχνά πρόκειται για ακίνητα που έχουν περάσει από γενιά σε γενιά χωρίς ξεκάθαρη νομική τακτοποίηση, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η αξιοποίησή τους ή η διάθεσή τους στην αγορά.
Τα στατιστικά είναι αποκαλυπτικά: σε περίπου 600.000 κενές κατοικίες, αντιστοιχούν 1 εκατομμύριο ιδιοκτησιακά δικαιώματα – με άλλα λόγια, το 75% των κλειστών ακινήτων ανήκει σε περισσότερους από έναν ιδιοκτήτες. Η συνιδιοκτησία σε συνδυασμό με την απουσία συνεννόησης ή και έντονες διαφωνίες μεταξύ συγγενών δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο ακινησίας.
Μια από τις βασικές προτάσεις που θέτει η Blupeak για την αντιμετώπιση του προβλήματος είναι η δημιουργία ενός Εθνικού Μητρώου Κατοικιών. Ένα πλήρες, προσβάσιμο και ψηφιοποιημένο αρχείο, το οποίο θα καταγράφει την πραγματική εικόνα του οικιστικού αποθέματος: ποια ακίνητα υπάρχουν, πού βρίσκονται, σε τι κατάσταση είναι και ποιοι τα κατέχουν. Χωρίς μια τέτοια καταγραφή, κάθε στεγαστική πολιτική είναι πρακτικά χωρίς βάση.
Όπως αναφέρεται, η ορθολογική αξιοποίηση του υπάρχοντος αποθέματος μπορεί να δώσει ανάσα στο πρόβλημα στέγης και να μετατρέψει χιλιάδες ερειπωμένα σπίτια σε ζωντανές κατοικίες – αρκεί να υπάρξει η πολιτική βούληση.