Υπό την πίεση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους και παρά τις αντίθετες, μέχρι τώρα, διακηρύξεις του συντηρητικού πρωθυπουργού της, Βίκτορ Ορμπάν, πως η χώρα του δεν πρόκειται να προσφύγει ποτέ στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ουγγαρία άρχισε σήμερα συνομιλίες με το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για οικονομική βοήθεια, με το ουγγρικό υπουργείο Οικονομικών να ανακοινώνει απόψε, πως μια συμφωνία με τους χρηματοδότες αναμένεται για τις αρχές του νέου χρόνου.

Συγχρόνως η ουγγρική κυβέρνηση άφηνε να εννοηθεί πως συνεχίζει να αντιτίθεται σε επιπλέον περικοπές και πως η συμφωνία θα προβλέπει, αντί μέτρων λιτότητας, μια ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης στην Ουγγαρία.

Η έναρξη διαπραγματεύσεων θεωρείται ως ήττα για τον πρωθυπουργό Βίκτορ Ορμπάν, ο οποίος μέχρι τώρα απέρριπτε κατηγορηματικά μια προσφυγή στο ΔΝΤ, το οποίο, κατά κανόνα, σε αντάλλαγμα της οικονομικής βοήθειας απαιτεί τη λήψη εθνικών μέτρων για την εξυγίανση του προϋπολογισμού.

Σε σημερινή, ραδιοφωνική του συνέντευξη, ο Ούγγρος πρωθυπουργός, ο οποίος πέρσι είχε καταγγείλει μια συμφωνία του 2008 με το ΔΝΤ ύψους 20 δισεκατομμυρίων ευρώ που θεωρείται ότι έσωσε την Ουγγαρία από τη χρεοκοπία, τόνισε πως η Βουδαπέστη θέλει να πετύχει μια νέα μορφή συμφωνίας, που, όπως ο ίδιος διατεινόταν, θα προστατεύει τη χώρα από μια μετάδοση της κρίσης χρέους, χωρίς να πρέπει να απολέσει την οικονομική της κυριαρχία.

Όπως ανέφερε ο κ. Ορμπάν, εάν η Ουγγαρία δεν συνεχίσει τη δική της ενεργό οικονομική πολιτική για τον επόμενο χρόνο και αφεθεί στο έλεος των αγορών τότε είναι καταδικασμένη, αφού θα υπάρξουν σοβαρά προβλήματα, με τους ρυθμούς ανάπτυξης να κινούνται σε άκρως χαμηλά επίπεδα, ανάλογα με αυτά της Ευρωζώνης, κάτι που η Βουδαπέστη θέλει να αποφύγει.

Από την πλευρά του ο Ούγγρος υπουργός Οικονομικών Γκιέργι Μάτολσι, ανακοίνωσε το μεσημέρι ότι συναντήθηκε με την αντιπροσωπεία του ΔΝΤ και της ΕΕ στη Βουδαπέστη για το θέμα της υπογραφής μιας “νέου τύπου συμφωνίας”, υπογραμμίζοντας ότι οι διαβουλεύσεις με «μια άλλη αντιπροσωπεία του ΔΝΤ» θα αρχίσουν στα μέσα Δεκεμβρίου και θα ολοκληρωθούν στις τέλη Ιανουαρίου με αρχές Φεβρουαρίου.

Σύμφωνα με αναλυτές στη Βουδαπέστη, οι λόγοι που οδήγησαν την ουγγρική κυβέρνηση στην απόφαση έναρξης συνομιλιών με ΔΝΤ και Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είναι αφενός η ασυνήθης εκτίναξη του εθνικού νομίσματος σε ύψη ρεκόρ (ισοτιμία ευρώ προς φιορίνι, αντί της συνήθους διακύμανσης των 260-280, στο 317) και αφετέρου η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ουγγαρίας από τους οίκους αξιολόγησης σε μια κατηγορία πριν από τα αποκαλούμενα «σκουπίδια».

Χαρακτηριστικό είναι και το πρωτοσέλιδο δημοσίευμα στην ουγγρική εφημερίδα «Νέπστσαβα», στο οποίο τονίζεται πως χτύπησαν καμπάνες στη Βουλή, ενόψει του ορατού κινδύνου τα ουγγρικά κρατικά ομόλογα να βρεθούν από τη μια στιγμή στην άλλη στην κατηγορία των «σκουπιδιών» των οίκων αξιολόγησης, με το φιορίνι να σπάει το ρεκόρ των 317 στην ισοτιμία με το ευρώ και τη χθεσινή ημέρα να είναι «μαύρη» για το χρηματιστήριο της Βουδαπέστης, με τον δείκτη αξιών να πραγματοποιεί βουτιά της τάξης του 7ο/ο.

Η ίδια εφημερίδα αναφέρεται και στα ανησυχητικά στοιχεία του τελευταίου τριμήνου που έδωσε στη δημοσιότητα η ουγγρική Κεντρική Τράπεζα για την ουγγρική οικονομία, σύμφωνα με τα οποία υπήρξε αύξηση του δημόσιου χρέους από το 76,7% του ΑΕΠ σε ένα 82%, τη στιγμή μάλιστα που σε εξαγγελίες του, τον Σεπτέμβριο, ο υπουργός Οικονομικών Γκιέργκι Μάτολσι διατεινόταν ότι το χρέος πρόκειται να μειωθεί τους επόμενους μήνες στο 73%.

Προειδοποιήσεις, πως δεν αποκλείεται η Ουγγαρία τους επόμενους μήνες να βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση με δυσμενείς επιπτώσεις, απηύθυνε ο πρώην πρωθυπουργός της χώρας, ο σοσιαλιστής Φέρεντς Τζιούρτσιανι, προβλέποντας ότι η κυβέρνηση Ορμπάν δεν είναι σε θέση να ανταπεξέλθει στις περιστάσεις.

Εκτίμησε μάλιστα, πως «εφόσον ο ίδιος ο Βίκτορ Ορμπάν επιθυμεί να διασώσει τουλάχιστον τον εαυτό του, θα πρέπει να προχωρήσει τώρα σε κυβερνητικές αλλαγές, με σκεπτικό την τροποποίηση της μέχρι τώρα ασκούμενης οικονομικής πολιτικής».

Ο ίδιος πρόσθεσε πως, εάν ο Ορμπάν χάσει και άλλο πολύτιμο χρόνο, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο ακόμη και της δικής του απομάκρυνσης με την σύσταση στη συνέχεια μιας μεταβατικής κυβέρνησης εθνικής ενότητας που θα εκτελέσει τις δανειακές υποχρεώσεις της χώρας, οδηγώντας την σε εκλογές.