Για ακόμη μία φορά, το βλέμμα στρέφεται στον Άρειο Πάγο, όπου αναμένεται – θεωρητικά τουλάχιστον – η «κρίσιμη» συζήτηση για τα στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο. Κάθε φορά που πλησιάζει μια τέτοια ημερομηνία, αναζωπυρώνεται η ελπίδα των δανειοληπτών ότι ίσως, επιτέλους, να μπει ένα τέλος σε μια ιστορία που σέρνεται εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία. Μόνο που μέχρι σήμερα, η πολυπόθητη λύση μοιάζει με το θρυλικό Γεφύρι της Άρτας: όλο «κατασκευάζεται», αλλά ποτέ δεν ολοκληρώνεται.

Χιλιάδες οικογένειες παραμένουν εγκλωβισμένες στη μέγγενη της ισοτιμίας. Από την πρώτη ισχυρή ανατροπή το 2010 μέχρι τη δεύτερη το 2015, και ακόμη περισσότερο μετά το 2023, η πορεία του ελβετικού φράγκου έχει μετατρέψει μία κάποτε συμφέρουσα δανειακή επιλογή σε δυσβάσταχτο βάρος. Από το 1,55–1,68 φράγκο ανά ευρώ, φτάσαμε στην απόλυτη ισοτιμία και πλέον σε σημαντική ανατίμηση του ελβετικού νομίσματος. Το αποτέλεσμα ήταν εκρηκτικό: δόσεις που ανέβαιναν συνεχώς, ανεξόφλητο κεφάλαιο που διογκωνόταν και χιλιάδες νοικοκυριά που πλήρωναν χρόνια… χωρίς να βλέπουν το υπόλοιπο να μειώνεται.

Σε αυτό το τοπίο, κάθε κυβέρνηση και κάθε υπουργός Οικονομικών των τελευταίων ετών υπόσχονταν ότι «θα υπάρξει λύση». Άλλος μιλούσε για ρύθμιση, άλλος για συνολική παρέμβαση, άλλος για «ευρωπαϊκό πλαίσιο». Όλοι, λίγο–πολύ, παραδέχονταν ότι το θέμα πρέπει να κλείσει. Κι όμως, ποτέ καμία πρόταση δεν έφτασε στο τραπέζι, πέρα από διαβεβαιώσεις, εξαγγελίες και διαρκείς παρατάσεις των προσδοκιών. Έτσι, κάθε νέα υπουργική υπόσχεση απλώς γινόταν ακόμη ένα… χτίσιμο της ημέρας που θα γκρεμιζόταν το ίδιο βράδυ.

Την ίδια στιγμή, ο Σύλλογος Δανειοληπτών Ελβετικού Φράγκου προσπαθεί εδώ και χρόνια να κρατήσει το θέμα ζωντανό και τεκμηριωμένο. Η πρόσφατη οικονομοτεχνική μελέτη του ΣΥΔΑΝΕΦ δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας για το μέγεθος της επιβάρυνσης: ένα δάνειο ισοδύναμο με 100.000 ευρώ μπορεί, λόγω των μεταβολών της ισοτιμίας, να κοστίσει συνολικά δεκάδες χιλιάδες ευρώ παραπάνω σε σχέση με ένα συμβατικό δάνειο σε ευρώ. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Σύλλογο, τα υπολογιστικά παραδείγματα είναι «κατ’ ελάχιστον», καθώς οι τράπεζες ενσωματώνουν και άγνωστης έκτασης συναλλαγματική προμήθεια.

Ελβετικό Φράγκο

Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη πλευρά, εκείνη που δεν συμμερίζεται την ανάγκη για κρατική ή δικαστική παρέμβαση. Όπως επισημαίνουν αρκετοί οικονομολόγοι – και δεν διστάζουν να το πουν και δημοσίως – οι δανειολήπτες που επέλεξαν τότε τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο γνώριζαν ότι αναλαμβάνουν ρίσκο. Πίστεψαν ότι θα κερδίσουν από τα χαμηλά επιτόκια και την τότε ευνοϊκή ισοτιμία. Αν πράγματι είχαν ωφεληθεί, λένε οι επικριτές, θα ζητούσαν άραγε κάποιον επανυπολογισμό; Θα επέστρεφαν το «κέρδος» στο κράτος ή στην τράπεζα; Προφανώς όχι. Άρα γιατί τώρα, που το νόμισμα κινήθηκε εναντίον τους, διεκδικούν παρέμβαση; Το επιχείρημα αυτό παραμένει αμφιλεγόμενο, όμως είναι υπαρκτό και αναδεικνύει τη συνολική πολυπλοκότητα της υπόθεσης.

Παρά ταύτα, το ζήτημα δεν αφορά μόνο την οικονομική διάσταση. Σε πολλά κράτη της Ε.Ε., η ρήτρα της ισοτιμίας κρίθηκε καταχρηστική και ακυρώθηκε. Ο ΣΥΔΑΝΕΦ επιμένει ότι η Ελλάδα πρέπει να ακολουθήσει το ευρωπαϊκό παράδειγμα και να προστατεύσει τους δανειολήπτες που επλήγησαν από όρους που, όπως λένε, δεν είχαν πλήρη ενημέρωση να αξιολογήσουν.

Έτσι, όλοι πλέον αναμένουν την 5η Δεκεμβρίου 2025. Τότε ο Άρειος Πάγος καλείται για πρώτη φορά να κρίνει οριστικά ένα ζήτημα που χρονίζει, δοκιμάζοντας χιλιάδες οικογένειες και διαψεύδοντας δεκάδες πολιτικές εξαγγελίες.

Εάν το Ανώτατο Δικαστήριο αποφανθεί υπέρ της ακυρότητας της ρήτρας, τα δάνεια θα επανυπολογιστούν με βάση την αρχική ισοτιμία εκταμίευσης – όπως συνέβη σχεδόν σε όλα τα άλλα κράτη–μέλη της Ε.Ε. Και τότε ίσως, επιτέλους, το γεφύρι που τόσα χρόνια χτίζεται, να ολοκληρωθεί. Μέχρι τότε όμως, οι δανειολήπτες θα συνεχίσουν να ακούν υποσχέσεις· κι αυτό, δυστυχώς, είναι το μόνο σταθερό σημείο σε μια ιστορία που κάνει διαρκώς κύκλους.