Η Ελλάδα παραμένει σταθερά μεταξύ των πρώτων επιλογών, με τον τουρισμό να ενισχύεται από τη διαχρονικά ισχυρή γερμανική ζήτηση. Παρά τις συνεχιζόμενες πληθωριστικές πιέσεις και το αυξημένο κόστος διαβίωσης που επηρεάζουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό στη Γερμανία, η πρόθεση των Γερμανών πολιτών να ταξιδέψουν το καλοκαίρι του 2025 παραμένει ισχυρή και αμετάβλητη. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Norisbank, το 63,6% των Γερμανών δηλώνει ότι σκοπεύει να κάνει διακοπές εντός του έτους, ποσοστό σχεδόν πανομοιότυπο με αυτό του 2024 (63,5%) και αρκετά υψηλότερο από τα επίπεδα του 2021–2022.

Η εξέλιξη αυτή αποκτά πρόσθετο βάρος για την Ελλάδα, δεδομένου ότι η Γερμανία αποτελεί διαχρονικά τον πολυπληθέστερο και πιο συνεπή πελάτη του ελληνικού τουριστικού προϊόντος. Με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, μόνο για το 2024, οι αφίξεις από τη Γερμανία ανήλθαν σε περίπου 5,4 εκατ., με τα τουριστικά έσοδα να ανέρχονται στα 3,7 δισ. ευρώ, καθιστώντας τη Γερμανία την κορυφαία αγορά εισερχόμενου τουρισμού για τη χώρα μας.

Η σταθερότητα της γερμανικής ζήτησης ενισχύει τη θετική δυναμική για τη θερινή περίοδο του 2025, ειδικά για παραδοσιακούς ελληνικούς προορισμούς όπως η Κρήτη, η Ρόδος, η Κως, η Κέρκυρα, αλλά και για περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας όπως η Πελοπόννησος και η Χαλκιδική, που εμφανίζουν τα τελευταία χρόνια αυξημένη διείσδυση στην αγορά.

Αντίσταση στις ανατιμήσεις

Η έρευνα της Norisbank αναδεικνύει πως, παρότι το 76% των ερωτηθέντων θεωρεί πως η καθημερινότητά του επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την ακρίβεια (ιδίως σε ενέργεια, τρόφιμα και υπηρεσίες), η πρόθεση για ταξίδια παραμένει προτεραιότητα. Οι Γερμανοί καταναλωτές εμφανίζονται πρόθυμοι να περικόψουν δαπάνες από άλλους τομείς, ώστε να διατηρήσουν σταθερό το επίπεδο των διακοπών τους.

Είναι χαρακτηριστικό ότι σχεδόν τέσσερις στους δέκα (39%) δηλώνουν πως έχουν ξεκινήσει ήδη αποταμίευση αποκλειστικά για τις καλοκαιρινές τους διακοπές, ποσοστό σημαντικά αυξημένο κατά 10,4 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2024. Η τάση αυτή ενισχύει τη διαχρονικά υψηλή προθυμία των Γερμανών να ταξιδέψουν, με σημαντικό μέρος των δαπανών να προορίζεται για διαμονή και εμπειρίες στον προορισμό.

Προσαρμόζονται στις συνθήκες

Με ομπρέλες, καπέλα και βεντάλιες οι τουρίστες στην Ακρόπολη

Ο μέσος προϋπολογισμός που προτίθενται να διαθέσουν οι Γερμανοί για τις φετινές διακοπές ανέρχεται σε 1.432 ευρώ ανά άτομο, μειωμένος κατά 3,7% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, χωρίς όμως αυτό να υποδηλώνει κάμψη στη ζήτηση. Στην πραγματικότητα, οι δευτερεύουσες δαπάνες (φαγητό, μετακινήσεις, τοπικές εκδρομές, πολιτιστικές δραστηριότητες) παρουσιάζουν μικρή αύξηση, αγγίζοντας τα 412 ευρώ κατά μέσο όρο, ήτοι +5,5% σε ετήσια βάση.

Αυτό σημαίνει ότι ενώ οι τουρίστες ενδέχεται να περιορίσουν τη διάρκεια των διακοπών ή να επιλέξουν πακέτα με καλύτερη σχέση τιμής-υπηρεσίας, η καταναλωτική τους συμπεριφορά στον προορισμό παραμένει ενεργή, με όφελος για τις τοπικές επιχειρήσεις.

Μεταβλητότητα ανά ηλικιακή ομάδα

Η έρευνα καταγράφει σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ ηλικιακών ομάδων. Το υψηλότερο ποσοστό πρόθεσης ταξιδιού παρατηρείται στις ηλικίες 18–34 ετών (75,3%), γεγονός που συνδέεται με την ισχυρή ταξιδιωτική κουλτούρα των νέων και την αυξανόμενη τάση για σύντομα, ευέλικτα ταξίδια. Στον αντίποδα, στις ηλικίες 50–69 ετών, το ποσοστό υποχωρεί στο 53,2%, με την αυξανόμενη οικονομική ανασφάλεια και την ανάγκη στήριξης οικογενειών να διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο.

Επιπλέον, το 5,8% των συμμετεχόντων αναφέρει πως δεν σκοπεύει να ταξιδέψει λόγω οικονομικής στενότητας, με το ποσοστό να διευρύνεται στο 9,3% στους άνω των 50 ετών.

Ευκαιρία για την Ελλάδα

Η σταθερή ταξιδιωτική πρόθεση των Γερμανών, σε συνδυασμό με την αποδεδειγμένη αφοσίωσή τους στην Ελλάδα ως προορισμό, δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για τον ελληνικό τουρισμό και το 2025. Η διατήρηση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού προϊόντος —μέσω ποιοτικών υπηρεσιών, βιώσιμων πρακτικών και ελκυστικής τιμολογιακής πολιτικής— κρίνεται καίριας σημασίας, ειδικά σε ένα διεθνές περιβάλλον υψηλού κόστους.

Παράλληλα, η διαφοροποίηση της προσφοράς προς την κατεύθυνση της εμπειρίας (π.χ. γαστρονομία, πολιτισμός, ευεξία) και η ενίσχυση της προσβασιμότητας μπορούν να λειτουργήσουν ως πολλαπλασιαστές αξίας. Η γερμανική αγορά παραμένει σταθερή πυξίδα για τον ελληνικό τουρισμό — και η διατήρηση αυτής της σχέσης εμπιστοσύνης αποτελεί προτεραιότητα.