Το μερίδιο του αργού πετρελαίου στις διεθνείς αγορές ενέργειας θα παραμείνει τα επόμενα 20 χρόνια στην σταθερά πτωτική τροχιά του, ενώ το μερίδιο του φυσικού αερίου θα συνεχίσει να αυξάνεται, εκτιμά η BP στη μελέτη «Ενεργειακές Προοπτικές 2030» που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.

Υποστηρίζει επίσης ότι η προβλεπόμενη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα δεν θα εξασφαλίσει περιορισμό της ανόδου της θερμοκρασίας κάτω από 2 βαθμούς Κελσίου.

Παράλληλα, τα πρόσφατα κέρδη που σημείωσαν οι λιθάνθρακες ως μερίδιο της αγοράς, λόγω της ταχείας εκβιομηχάνισης της Κίνας και της Ινδίας, θα έχουν αναστραφεί το 2030, λέει η BP.

Ωστόσο, οι αλλαγές στο μείγμα καυσίμων θα είναι βραδείες. Ενώ, το διάστημα 1990-2010, τα ορυκτά καύσιμα συνεισέφεραν το 83% της ανάπτυξης της ενέργειας, στα επόμενα 20 χρόνια θα συνεισφέρουν το 64%. Η συνεισφορά των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα συνεχίσει να αυξάνεται και αναμένεται να διαμορφωθεί, το 2030, στο 18%, από 5% σήμερα.

Η BP εκτιμά ότι θα συνεχίσει να αυξάνεται η σημασία του ΟΠΕΚ, με το μερίδιο του καρτέλ στην παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου να ανέρχεται, από το 40% το 2010, στο 46% το 2030, σε επίπεδα που οι αγορές είχαν να δουν από το 1977.

Μοχλός ώθησης της παγκόσμιας ενεργειακής κατανάλωσης θα είναι οι αναπτυσσόμενες οικονομίες, στις οποίες θα αντιστοιχεί το 93% της αύξησης της παγκόσμιας κατανάλωσης ενέργειας μέχρι το 2030. Η BP προειδοποιεί, ωστόσο, ότι αν και η τεχνολογία θα επιβραδύνει την αύξηση εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από τη χρήση ενέργειας, οι εκπομπές θα διαμορφωθούν το 2030 σε επίπεδα 27% υψηλότερα από ό,τι σήμερα.

«Γενικά, αυτό δηλώνει κάποια πρόοδο προς την επίτευξη των στόχων για ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής, όχι όμως επαρκή για να βάλει τον πλανήτη σε τροχιά σταθεροποίησης στα 450 μέρη ανά εκατομμύριο», τόνισε ο επικεφαλής οικονομολόγος της BP Κρίστοφ Ρύλ.

Όπως σημειώνει η βρετανική εφημερίδα «Financial Times», για να περιοριστεί η άνοδος της θερμοκρασίας κάτω από 2 βαθμούς Κελσίου, οι επιστήμονες εκτιμούν ότι οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου δεν πρέπει να υπερβαίνουν συγκέντρωση μεγαλύτερη των περίπου 450 μερών άνθρακα ανά εκατομμύριο.