«Οι μόνοι άνθρωποι που υπάρχουν για μένα είναι οι τρελοί, αυτοί που τρελαίνονται να ζήσουν, τρελαίνονται να μιλήσουν, τρελαίνονται να σωθούν, που ποθούν τα πάντα ταυτόχρονα, αυτοί που ποτέ δε χασμουριούνται ή λένε έστω και μία κοινοτοπία, αλλά που καίγονται σαν τα μυθικά κίτρινα ρωμαϊκά κεριά, που σκάνε σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στα αστέρια κι από μέσα τους ξεπηδά το μπλε φως της καρδιάς τους, κι όσοι τους βλέπουν κάνουν: Αααα!!!! με θαυμασμό» αποφαίνεται ο ήρωας Σαλ Πάραντάιζ, το alter ego του συγγραφέα του βιβλίου «Στο Δρόμο», σε μία από τις πορείες του από το ένα άκρο της Αμερικής στο άλλο και στη διάρκεια μίας εκ των πολλών χαμηλής έντασης φιλοσοφικών συζητήσεων που έχει με τους συνταξιδιώτες του και όχι μόνο.

Ο Τζακ Κέρουακ, μια από τις κυριότερες φυσιογνωμίες της Γενιάς Μπιτ (Beat Generation), συγγραφέας του βιβλίου «Στο Δρόμο», ενός βιβλίου που μάλλον γράφτηκε εκεί όπου αναφέρει ο τίτλος του και μάλιστα μέσα σε 3 εβδομάδες χωρίς κόμματα και χωρίς παραγράφους.

Ο λόγος βέβαια που δεν μπορούμε να αποδώσουμε στο βιβλίο τον όρο μυθιστόρημα δεν είναι μόνο το μέρος και η διάρκεια της συγγραφής του. Είναι πως περισσότερο θα ταίριαζε να το αποκαλέσουμε βίωμα και μάλιστα προσωπικό, μια προδρομική διατύπωση όσων θα εξέφραζε η δεκαετία του ’60.

Μανιφέστο της ελευθερίας χωρίς θεωρητική θεμελίωση, περιπέτεια που μετατρέπεται σε στάση ζωής, όνειρο που καταντά χειροπιαστή συνθήκη, μονόδρομος συμπεριφοράς, ανεξιχνίαστη κι αδιέξοδη επιταγή που πρέπει να εξαργυρωθεί, είναι μόνο μερικές από τις φράσεις που θα μπορούσαν να το χαρακτηρίσουν, ακόμα κι αν η γενιά των Μπιτ ενδύεται πλέον την κοινοτυπία που κάποιοι της προσάπτουν.

«[…]Κατέβηκαν τα κορίτσια και ξεκινήσαμε για τη μεγαλειώδη μας νύχτα σπρώχνοντας ακόμα μια φορά τ’ αμάξι κάτω στο δρόμο. “Γιόχοο! Πάμε!” φώναξε ο Ντην και πηδήσαμε στο πίσω κάθισμα και φύγαμε μεσ’ από ‘να τράνταγμα σιδερικών για το μικρό Χάρλεμ της Φόλσομ Στρητ[…]»

Το σενάριο με την κλασσική έννοια του όρου απουσιάζει, και οι χαρακτήρες αναφέρονται στις θρυλικές μπίτνικ φιγούρες του Νιλ Κάσσαντυ (Ντιν) και του Ουίλιαμ Μπάροουζ (Λι). Στην ουσία άλλωστε πρωταγωνιστής είναι ο δρόμος, η αέναη κίνηση, η τύχη , η απερίσκεπτη επιλογή, το ακαθόριστο που φέρνει στο προσκήνιο χαρακτήρες κι επεισόδια.

Μερικοί φίλοι, με ελάχιστα λεφτά κι ένα αυτοκίνητο, ξεκινούν ένα ταξίδι χωρίς στόχο, χωρίς προορισμό, χωρίς στοιχειώδη οργάνωση ή πρόγραμμα, χωρίς τουριστικό ενδιαφέρον και φυσικά χωρίς στόχους και καθορισμένες συμπεριφορές

Η δράση χωρίς νόημα γίνεται αυτοσκοπός και κάπως έτσι το ταξίδι μετατρέπεται σε διαρκή φυγή, το κοινωνικώς αποδεκτό σε ανισορροπία και η αντισυμβατικότητα σε λογική. Συμπεριφορές πνιγμένες στο αλκοόλ και τη μαριχουάνα, εξάρσεις δίχως νόημα, μουσική τζαζ στη διαπασών και αυτοκαταστροφική φιλοσοφία σε μια πρωτόγονη και παράφορη ανθρωπογεωγραφία, εκείνη του beat, που κινείται απαλλαγμένη από τρέχουσες νοοτροπίες φωτίζοντας μια νέα οπτική στην ανθρώπινη υπόσταση αποκηρύσσοντας ταυτόχρονα όλα τα δεδομένα.

Το γράψιμο παίρνει την μορφή άρνησης στον κομφορμισμό τόσο της μορφής όσο και του περιεχομένου. Άλλωστε όπως ο ίδιος ο συγγραφέας προτρέπει : «Απόταξε την λογοτεχνική, γραμματική κι συντακτική αναστολή… Σύνθεσε άγρια, ανυπότακτα, αγνά, να έρχεται από χαμηλά, όσο πιο τρελά τόσο το καλύτερο»

Το magnus opus βιβλίο του Κέρουακ είναι το απόλυτο road trip. Τρεις νέοι σε ένα αυτοκίνητο καθ’ οδόν για το Ντένβερ, το Σαν Φρανσίσκο, το Λος Άντζελες, το Τέξας και το Μεξικό σε μια εποχή που κανένας Αμερικανός δεν ταξίδευε γιατί στερούνταν κινήτρων. Την εποχή της επιθυμούμενης σταθερότητας ο συγγραφέας προτρέπει και επιλέγει την φυγή, μια φυγή μακριά από το baby boom των προαστίων, της αφθονίας των υλικών αγαθών, της μονιμότητας, και της διεξόδου μέσα από την μικρή οθόνη που κοσμούσε κάθε καθιστικού.

«Δεν είμαστε αυτό που μας αναγκάζουν να είμαστε. Διψάμε για ελευθερία, για καινούργιους τόπους, ολόφρεσκα πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα που θα μας ξαφνιάσουν»

Στο ταξίδι είναι τόσο κυρίαρχος ο ακραίος αντισυμβατισμός όπου κάποιος από την παρέα παντρεύεται τηρώντας όλους τους νόμους – γραφειοκρατικούς και μη – επειδή και μόνο η νύφη μπορεί να πληρώσει τη βενζίνη. Μόλις ο σκοπός επιτευχθεί η νύφη πετιέται έξω από το αυτοκίνητο γελοιοποιώντας και συντρίβοντας με αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας κάθε κατεστημένη αξία.

Σε ένα άλλο σημείο ο θρυλικός χαρακτήρας Μόριαρτι ουρλιάζει μεθυσμένος μέσα σε ένα τζαζ κλαμπ: «ΔΕΝ ΜΑΣ ΝΟΙΑΖΕΙ ΤΙΠΟΤΑ!!!!». Και με αυτή τη φράση ο συγγραφέας νοηματοδοτεί την διεκδίκηση της ευτυχία από έναν άλλο δρόμο διαφορετικό δίνοντάς της διαστάσεις ιδεολογίας.

Οι αυτοκαταστροφικές προοπτικές των πρωταγωνιστών και του ίδιου του ταξιδιού γίνονται ο μηχανισμός αποδόμησης κάθε πατρίδας, θρησκείας ή οικογένειας, κάθε αρχής και κάθε εξουσίας που ασκεί πίεση είτε με τη μορφή της τυπικής εκπροσώπησης των θεσμών είτε με τη μορφή του άκαμπτου ιδεολογικού κατασκευάσματος.

Έτσι το πολυπόθητο αμερικάνικο όνειρο καταποντίζεται από τους αντιήρωες που ουρλιάζουν, τους μπίτνικς. Κι ακόμα κι αν οι ήρωες φαίνεται απλά να τριγυρίζουν άσκοπα η η βαθύτερη αλήθεια καραδοκεί Το Στο Δρόμο δεν έχει μια συγκεκριμένη ιστορία να διηγηθεί και ταυτόχρονα είναι ένα δέσιμο πολλών ιστοριών, χαρακτήρων και τόπων. Ένα ξημέρωμα στο Ντένβερ, ένα σούρουπο στο Λος Άντζελες, μια κατάβαση στο Μεξικό.

Όσο για τον συγγραφέα μάλλον κάθε τι που έχει ακουστεί είναι αλήθεια Εθισμένος στις πάσης φύσεως καταχρήσεις νονός του όρου beatniks παντρεύτηκε δύο φορές, κατηγορήθηκε για συνένοχος σε φόνο, νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρική κλινική και ναι, γύρισε δεκάδες φορές ολόκληρες τις ΗΠΑ και το Μεξικό παρότι πέθανε πολύ νέος, μόλις στα 47 του. Με την συγγραφή του κατάφερε να μιλήσει τη γλώσσα της εποχής του, με την αργκό της, τα ιδιώματα της, τα λάθη της και τις βωμολοχίες της αλλά και να βρει χιλιάδες μιμητές και άπειρους συνοδοιπόρους στο αέναο ταξίδι του. Ήταν εκείνος που έδωσε σχήμα και λόγο στην ελευθερία και επέτρεψε σε όσους τον διάβασαν, να περάσουν από εκεί που περπάτησε και να πατήσουν πιο γερά στο χώμα…

Δείτε εδώ τα υπόλοιπα έργα του αφιερώματος με «Τα 100 βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει πριν πεθάνεις»