Αφού κάνει κάποιος όλες τις κοπιώδεις διεργασίες για να ταριχεύσει τον αγαπημένο του, αφού δεν τσιγκουνευτεί τα έξοδα και χτίσει ένα πολυτελέστατο ταφικό μνημείο, αφού το διακοσμήσει με όλα τα πλούτη του κόσμου, αφού ακόμα-ακόμα βαλσαμώσει και τα κατοικίδια του προσφάτως εκλιπόντα και πάρει κάθε μέτρο για να απολαύσει ο νεκρός την αιώνια ζωή, μένει μία ακόμη ενοχλητική λεπτομέρεια να κανονίσει: τι θα τρώει η πολυαγαπημένη μούμια για το υπόλοιπο της αιωνιότητας;

Κι αν μάλιστα βρισκόμασταν στην αρχαία Αίγυπτο, η απάντηση όφειλε να περιλαμβάνει και κρέας. Στον τάφο του Τουταγχαμόν, για παράδειγμα, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν 48 ξύλινα κιβώτια γεμάτα με ταριχευμένο βοδινό κρέας και πουλερικά. Αντίθετα όμως με τα φρούτα και τα σιτηρά, που μπορούσαν να διατηρηθούν για καιρό αφού αποξηραίνονταν και τοποθετούνταν στους ξηρούς τάφους, το κρέας απαιτούσε ιδιαίτερη μεταχείριση για να συνοδεύσει επί μακρόν τον νεκρό.

Έπειτα από ελάχιστες ώρες στην υψηλή θερμοκρασία της ερήμου εξάλλου το κρέας χαλούσε και «απαιτούσε συγκεκριμένα βήματα για να διατηρηθεί», ισχυρίζεται ο αρχαιολόγος και χημικός Richard Evershed του βρετανικού Πανεπιστημίου του Μπρίστολ. Η λύση; Μουμιοποίηση!

Η ερευνητική ομάδα του Evershed αποφάσισε λοιπόν να ρίξει άπλετο φως στη διαδικασία ταρίχευσης του κρέατος. Γιατί μπορεί να ξέρουμε πια πολλά για το πώς μετατρέπονταν σε μούμιες οι Αιγύπτιοι, ακόμα και τα ζώα τους, με το κρέας όμως που συνόδευε τον νεκρό οι αρχαιολόγοι δεν είχαν ασχοληθεί ιδιαίτερα.

Για να ανακαλύψει λοιπόν τη χημική σύνθεση του βαλσαμωμένου κρέατος, η ομάδα του Evershed ανέλυσε δείγματα επιδέσμων από ταριχευμένα κρέατα που φιλοξενούνται στο Μουσείο του Καΐρου και το Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου. Σε κάποια από τα μουμιοποιημένα κρέατα, όπως μοσχάρι που βρέθηκε σε τάφο που χρονολογείται μεταξύ 1070-945 π.Χ. και ταριχευμένο πόδι κατσίκας από το 1290 π.Χ., το μόνο συντηρητικό που εντοπίστηκε ήταν ένα είδος ζωικού λίπους που είχε επαλειφθεί στις γάζες.

Ταριχευμένα μοσχαρίσια παϊδάκια ωστόσο από ακόμα παλιότερο τάφο σκιαγραφούν μια σαφώς πιο περίπλοκη εικόνα. Εντοπισμένα δίπλα στον φαραώ Αμενχοτέπ Γ’, ο οποίος ενταφιάστηκε με τιμές μεταξύ 1386-1349 π.Χ. στην Κοιλάδα των Βασιλιάδων, τα ταριχευμένα παϊδάκια είχαν υποστεί επεξεργασία με ρητίνη που ανήκει σε φυτό του γένους Pistacia. Η συγκεκριμένη ρητίνη ήταν ιδιαιτέρως ακριβή, καθώς εισαγόταν από τη Μεσόγειο και χρησιμοποιούταν από τους ευγενείς ως θυμίαμα, βερνίκι και -κυρίως- ως ενισχυτικό γεύσης στις τροφές. Έχει βέβαια εντοπιστεί και σε διαδικασίες ταρίχευσης ανθρώπων στην Αίγυπτο, αλλά τουλάχιστον 600 χρόνια αργότερα!

Η ανεύρεση ρητίνης στην ταρίχευση κρέατος σε τόσο παλιά εποχή υποδεικνύει ότι οι τεχνικές βαλσαμώματος που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ήταν σαφώς πιο σοφιστικέ απ’ ό,τι υπέθεταν μέχρι σήμερα οι αρχαιολόγοι.

Παρά τις ιδιαίτερα «σύγχρονες» τεχνικές μουμιοποίησης που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι για την επ’ άπειρο διατήρηση ανθρώπων, ζώων και τμημάτων κρέατος, τι γινόταν με τη γεύση των ταριχευμένων βοδινών, πουλερικών και αμνοεριφίων; «Από τις συναντήσεις που είχα με μούμιες», απαντά ο Evershed, «όλες τους μύριζαν αρκετά αηδιαστικά. Πιστεύω ότι θα ήταν κάποιος τελείως απερίσκεπτος αν σκεφτόταν να τα δοκιμάσει»…