Σε ένα άρθρο της εφημερίδας La Vanguardia που υπογράφει ο καθηγητής Οικονομίας Αντόν Κόστα ασκείται κριτική στην συνεχή αμφιταλάντευση της καταλανικής κοινωνίας ανάμεσα στην οικονομική ευμάρεια εντός της Ισπανίας και της επικίνδυνης πολιτικής αυτονομίας.

Γράφει χαρακτηριστικά ο Κόστα, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων: «Είμαστε άραγε εμείς οι Καταλανοί φυλακισμένοι στο διώνυμο: οικονομική ευμάρεια έναντι πολιτικού αποκεφαλισμού, ή όπως συμβαίνει στην παρούσα περίσταση: οικονομικός μαρασμός, με απώλεια του επιχειρηματικού πνεύματος, ως αντάλλαγμα για την αυτοδιάθεση;

Το δίλημμα τούτο, που ηχεί τρομακτικά επίκαιρο, είχε διατυπώσει πρώτος ο αξιοσέβαστος ιστορικός Τζόρδι Ναδάλ, μεγάλος ακαδημαϊκός δάσκαλος και ιδρυτής μίας σημαντικής σχολής οικονομικής ιστορίας, σε μία διάλεξή του στις 20 Μαΐου 2009 στο Σαβαδέλ, με αφορμή τα 450 χρόνια από την ίδρυση του Γκρέμι ντε Φαβρικάντς (εμπορικού συλλόγου) παρουσία του Ισπανού βασιλέα. Ο τίτλος της διάλεξης ήταν προκλητικά υπαινικτικός: «Οι Καταλανοί, από τις πέτρες δεν βγάζουμε πλέον ψωμί», αναφερόμενος σε μία παράφραση γνωστής παροιμίας.

Το δίλημμα τούτο επανήλθε πολλές φορές στη μνήμη μου τον τελευταίο καιρό. Όπως και το ερώτημα: μήπως οι Καταλανοί είμαστε αμετάκλητα καταδικασμένοι να υφιστάμεθα περιοδικά τούτο το δίλημμα;

Ο κύριος άξονας της διάλεξης ήταν ο εξής: «η τάση που έχουν οι Καταλανοί για δουλειά δεν είναι συμφυής, αλλά ο καρπός των απογοητεύσεων και των αποτυχιών της πολιτικής μας ιστορίας». Η εργατικότητα του λαού αυτού είναι επίκτητη, όχι έμφυτη. Δεν ήταν πάντοτε έτσι. Στις αρχές του 18ου αιώνα γαλλικές μαρτυρίες επεσήμαιναν την πανταχού παρουσία ξένων μεταναστών ως αντίδοτο για τα πάθη των ντόπιων, που κατ’ αυτούς ήσαν «ασταθείς, αλαζόνες, κλέφτες και οκνηροι».

Τούτο το ήκιστα κολακευτικό πορτραίτο άλλαξε ριζικά στα τέλη του επόμενου αιώνα. Σε τι οφειλόταν αυτό; Στην απογοήτευση και τις αποτυχίες της πολιτικής ιστορίας του τόπου: «Στα μέσα του 1600 αιώνα, ο πόλεμος της Αποσκίρτησης, ή των Segadors (Πριονιστών), οπότε φθάσαμε να γίνουμε ανεξάρτητο κράτος υπό την αιγίδα της Γαλλίας, είχε τη χειρότερη δυνατή κατάληξη, με την επίθεση των καστιλιάνικων στρατευμάτων στην πρωτεύουσα Βαρκελώνη το 1653 και την υπογραφή έξι χρόνια αργότερα της Συνθήκης των Πυρηναίων, με την οποία παραχωρούσαμε στους υποτιθέμενους προστάτες μας το Ροσελιόν και τμήμα της Σερδάνια. Στις αρχές του 1700, κατά τον πόλεμο της Διαδοχής του ισπανικού θρόνου, όπου η Καταλονία έπαιξε το «κακό» χαρτί των Αυστριακών, που είχε ως απόγειό του τη Νέα Χάρτα (Nueva Planta) των Βουρβόνων, με την οποία καταργήθηκαν οι θεσμοί και το δημόσιο δίκαιο της αυτόνομης περιοχής, την ισοπέδωση του προαστίου Ριβέρα της Βαρκελώνης και τη μεταφορά του Πανεπιστημίου στη Σερβέρα».

Η περίπτωση της Καταλονίας δεν είναι η μοναδική. Μετουσιώνει απόλυτα τη θέση του Μαξ Βέμπερ στο εμβληματικό του βιβλίο «Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού»: «οι εθνικές, ή θρησκευτικές, μειονότητες που αντιπαρατίθενται ως καταπιεσμένα μέρη στις ομάδες των καταπιεστών για τον αυθόρμητο, ή επιβεβλημένο, αποκλεισμό τους από τις θέσεις πολιτικής επιρροής, συνηθίζουν να ρίχνονται με αποφασιστικότητα στην επιχειρηματική δραστηριότητα, που επιτρέπει στα πιο ταλαντούχα μέλη της να ικανοποιήσουν μία φιλοδοξία που δεν θα μπορούσαν να επιτύχουν υπηρετώντας το κράτος».

Το πολιτικό τούτο απωθημένο ώθησε τους Καταλανούς να κάνουν μία στροφή 180 μοιρών στα ήθη και τον τρόπο ζωής τους: «Η χώρα τον 18ο αιώνα παραιτήθηκε των συλλογικών διεκδικήσεων, που μεταφράζεται στην αυτοδιάθεση, για να παραδωθεί στην επίτευξη των προσωπικών διεκδικήσεων, υπό τη μορφή της επαγγελματικής επιτυχίας και των ασχολιών του καθενός». Κοντολογίς, ασχολήθηκαν με την αναζήτηση του πλούτου και της υλικής ευμάρειας αντί για πολιτικές θέσεις και τιμές.

Το ίδιο δίλημμα επέστρεψε και στις μέρες του ’30 τον περασμένο αιώνα. Εν μέσω μίας σοβαρής οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης στην Ισπανία, στις 6 Οκτωβρίου 1934 ο τότε πρόεδρος Λιουΐς Κομπάνις, της ERC, προκήρυξε την ίδρυση της Καταλανικής Δημοκρατίας από τον εξώστη του Προεδρικού Μεγάρου. Η πράξη τούτη αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του Κομπάνις, της κυβέρνησής του, του προέδρου του Κοινοβουλίου και αρκετών μελών του Κοινοβουλίου, που φυλακίσθηκαν και δικάσθηκαν για στάση. Η αυτοδιάθεση καταργήθηκε.

Κατά τη διάρκεια του Φρανκικού καθεστώτος, οι Καταλανοί αφιέρωσαν όλες τις ενέργειές τους στην επιδίωξη του πλούτου και της ατομικής ευμάρειας. Αλλά, για να επαληθευθεί ο αφορισμός του Μαρκ Τουαίην πως «η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, αλλά ομοιοκαταληκτεί», το δίλημμα τούτο επέστρεψε πάνω από την περιοχή τους τελευταίους μήνες.

Πρόκειται για μία αναπόφευκτη καταδρομή της μοίρας; «Ας απορρίψουμε αυτό το δίλημμα», διακηρύσσει ο καθηγητής Ναδάλ. Για τον ίδιον, «οι υλικές επιδιώξεις και η πολιτική ικανοποίησης δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως ασύμβατοι όροι, αλλά ως συμπληρωματικοί». Αλλά για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, επισημαίνει, «χρειαζόμαστε μία προσεκτική αυτονομία, όχι τόσο ένεκα της γεωγραφικής εγγύτητας με την πολιτική εξουσία, αλλά περισσότερο για την επαρκή χρήση των προνομίων».

Σε τούτη την συμπληρωματικότητα είναι που, κατά τη γνώμη μου, βρίσκεται το κλειδί. Γιατί πρέπει να επωφεληθούμε από την αυτονομία, που παραχωρήθηκε στην Καταλονία με το Σύνταγμα του 1978 για να οικοδομήσουμε μία αυτοδιακυβέρνηση και μία δημόσια διοίκηση αποτελεσματική και αξιοκρατική, που θα υπηρετεί την κοινωνική πρόοδο και την οικονομική ανάπτυξη, κι όχι πολιτικούς σκοπούς. Ευελπιστώ πως όλοι μας έχουμε διδαχθεί το μάθημά μας.