Η στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών για τον εκσυγχρονισμό των πυρηνικών όπλων βασιζόταν σε λανθασμένες υποθέσεις – ότι η Ρωσία θα μείωνε τους εξοπλισμούς και ότι η Κίνα δεν θα αποτελούσε άμεση πυρηνική απειλή.

Αυτές οι υποθέσεις ανατρέπονται σήμερα, με τη μεγαλύτερη ανησυχία να εστιάζεται στις βλέψεις της Κίνας στην Ταϊβάν και την πιθανότητα ταυτόχρονης σύγκρουσης σε Ευρώπη και Ασία.

Εάν ξεσπάσει περιφερειακός πόλεμος στην Ευρώπη και, ταυτόχρονα, η Κίνα αποφασίσει να προχωρήσει σε εισβολή στην Ταϊβάν, οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ θα βρεθούν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, όπως επεσήμανε ο Βιπίν Ναράνγκ, διευθυντής του Κέντρου Πυρηνικής Ασφάλειας του ΜΙΤ.

Στο επίκεντρο αυτής της ανησυχίας βρίσκεται η αθόρυβη και ταχεία ανάπτυξη των πυρηνικών δυνατοτήτων του Πεκίνου. Οι Κινέζοι στρατηγικοί έχουν την αντίθετη λογική από τους Ρώσους ομολόγους τους.

Ενώ η Μόσχα βασίζεται στον πυρηνικό εκβιασμό για να αντισταθμίσει τις αποτυχίες του συμβατικού στρατού της στην Ουκρανία, το Πεκίνο χρησιμοποιεί τα πυρηνικά για να εξασφαλίσει νίκη σε συμβατικό πόλεμο.

Ο Σι Τζινπίνγκ φέρεται να έχει δώσει εντολή ο στρατός να είναι έτοιμος για την κατάληψη της Ταϊβάν έως το 2027, σύμφωνα με πληροφορίες των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών.

Για να επιτευχθεί αυτό, η Κίνα πρέπει να αυξήσει το οπλοστάσιό της σε τέτοιο επίπεδο αποτροπής ώστε οι ΗΠΑ να μην τολμήσουν καν να σκεφτούν τη χρήση πυρηνικών όπλων εναντίον της στο Στενό της Ταϊβάν.

Εργοτάξιο πυρηνικής ισχύος στην έρημο

Αυτή η στρατηγική πρόθεση συνοδεύεται από εντατικές εργασίες επέκτασης του ιστορικού πεδίου πυρηνικών δοκιμών της Κίνας, Lop Nur, στην απομακρυσμένη δυτική περιοχή του Σιντζιάνγκ.

Οι Κινέζοι στρατιωτικοί έχουν αθόρυβα ανοίξει νέες σήραγγες, δρόμους και έχουν κατασκευάσει βοηθητικές εγκαταστάσεις. Επίσης, έχουν κάνει δύο μεγάλες οπές βαθιά στην έρημο, οι οποίες προορίζονται πιθανότατα για κάθετα φρεάτια δοκιμών υψηλότερης ισχύος.

Η Washington Post και η The Wall Street Journal, επικαλούμενες δορυφορικές εικόνες και ανάλυση ειδικών, ανέφεραν ότι οι εργασίες, που ξεκίνησαν το 2021 και συνεχίζονται αδιάκοπα φέτος, δείχνουν μια «απότομη αύξηση των δυνατοτήτων διεξαγωγής δοκιμών».

Ο Ρένι Μπάμπιαρτζ, αντιπρόεδρος της AllSource Analysis, εξήγησε ότι «συνολικά, αυτό δείχνει μια σημαντική ανάπτυξη των υποδομών τα τελευταία πέντε χρόνια».

Η βιασύνη του Πεκίνου να κλείσει την τεχνολογική ψαλίδα οφείλεται στο γεγονός ότι η Κίνα έχει διεξαγάγει τον μικρότερο αριθμό πυρηνικών δοκιμών και, ως εκ τούτου, διαθέτει «πολύ λιγότερα εμπειρικά δεδομένα», όπως επεσήμανε ο Τονγκ Ζάο, ανώτερος ερευνητής στο Ίδρυμα Κάρνεγκι για τη Διεθνή Ειρήνη.

 Η ανάγκη για νέα πειράματα στοχεύει στην ανάπτυξη πυρηνικών κεφαλών χαμηλότερης ισχύος για περιφερειακές επιχειρήσεις.

 Πόσες πυρηνικές κεφαλές διαθέτουν οι πυρηνικές δυνάμεις;

Η κινεζική δραστηριότητα πυροδοτείται και από την ευρύτερη γεωπολιτική κλιμάκωση. Η ένταση αυξήθηκε μετά την εντολή του Ντόναλντ Τραμπ προς το Πεντάγωνο για άμεση επανεκκίνηση των πυρηνικών δοκιμών των ΗΠΑ, ενώ η Ρωσία συνεχίζει την πυρηνική ρητορική της, επιδεικνύοντας όπλα όπως ο πύραυλος «Μπουρεβέστνικ».

Πάντως, παρά την ραγδαία ανάπτυξη, το κινεζικό οπλοστάσιο παραμένει πολύ μικρότερο των δύο μεγάλων δυνάμεων. Σήμερα, σύμφωνα με την Ομοσπονδία Αμερικανών Επιστημόνων, η Κίνα διαθέτει περίπου 600 πυρηνικές κεφαλές, έναντι 5.117 των ΗΠΑ (μεγάλο μέρος σε αποθήκευση) και 5.459 της Ρωσίας. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι το Πεκίνο θα φτάσει τις 1.000 κεφαλές έως το 2030.

Σε αυτό το πλαίσιο, το Πεκίνο αρνείται να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε συνθήκη περιορισμού των στρατηγικών όπλων, καθώς δεν επιθυμεί να περιορίσει τον ρυθμό εκσυγχρονισμού του πυρηνικού του προγράμματος που είναι κρίσιμος για την εξασφάλιση της κυριαρχίας στην Ασία.