Ο Χάρολντ Σίπμαν εξακολουθούσε να «πιστεύει πως ήταν άτρωτος» πριν βάλει τέλος στη ζωή του, σύμφωνα με τον δικηγόρο Μάρκους Τζόνστοουν, ο οποίος τον συνάντησε λίγες ημέρες πριν από τον θάνατό του. Ο Τζόνστοουν είχε έρθει σε επαφή με τον γιατρό, που δολοφόνησε τουλάχιστον 250 ανθρώπους μέσα σε 30 χρόνια στη Βρετανία, λίγο πριν πεθάνει στις φυλακές Γουέικφιλντ, και, όπως αποκάλυψε, είδε μια απροσδόκητη πλευρά του ανθρώπου που θεωρείται ένας από τους πιο διαβόητους κατά συρροή δολοφόνους στην ιστορία.
Τα θύματα του Σίπμαν ήταν όλοι ασθενείς του, κυρίως ηλικιωμένες γυναίκες, και προτιμούσε να χορηγεί θανατηφόρες ενέσεις διαμορφίνης κατά τη διάρκεια των κατ’ οίκον επισκέψεων. Συνελήφθη μόνο όταν πλαστογράφησε τη διαθήκη του τελευταίου του θύματος, γεγονός που οδήγησε σε έρευνα, και το 2000 καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, αφού κρίθηκε ένοχος για 15 φόνους. Κρεμάστηκε στο κελί του στις 13 Ιανουαρίου 2004, μία ημέρα πριν από τα 58α γενέθλιά του.
Ο κ. Τζόνστοουν περιέγραψε ότι ο ψυχοπαθής γιατρός απολάμβανε ένα φλιτζάνι τσάι και μπισκότα με τη σύζυγό του, Πριμρόουζ, σε κοινόχρηστο χώρο της φυλακής, όταν τον συνάντησε τυχαία. Ο δικηγόρος περίμενε να δει έναν πελάτη του για νομική επίσκεψη και, τότε, οι συναντήσεις πραγματοποιούνταν στον ίδιο χώρο όπου όλοι οι κρατούμενοι μπορούσαν να συναντήσουν τις οικογένειές τους και να προμηθευτούν φαγητό και ροφήματα από τον πάγκο, όπως σάντουιτς με μπέικον και σοκολάτες.
«Ήταν απλώς έκπληξη να βλέπεις τον Σίπμαν εκεί με τη σύζυγό του, να κάθεται όπως όλοι οι άλλοι – απλώς να μιλάνε», είπε ο κ. Τζόνστοουν στη Sun. Ο ναρκισσιστής γιατρός και πατέρας τεσσάρων παιδιών φορούσε τζιν και ένα «πουκάμισο της φυλακής», με αποτέλεσμα να μοιάζει με κάθε άλλο κρατούμενο. «Αν κάποιος τον έβλεπε έτσι στον δρόμο, δεν θα σκεφτόταν πως αυτός ο άνθρωπος είναι στη φυλακή», εξήγησε, προσθέτοντας: «Νομίζω πως αυτά ήταν απλώς τα ρούχα που τους έδιναν τότε».
Ο δικηγόρος είπε επίσης ότι ο Σίπμαν και η Πριμρόουζ ήταν «καθισμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον και απλώς μιλούσαν, τίποτα το περίεργο, όπως θα μιλούσε οποιοδήποτε ζευγάρι». «Πιθανότατα έπιναν ένα φλιτζάνι τσάι ή έτρωγαν κάποιες σοκολάτες ή ακόμη και σάντουιτς», πρόσθεσε. Ο Σίπμαν κρατήθηκε αρχικά στις φυλακές Φράνκλαντ στο Ντάραμ και Στράνγκγουεϊς στο Μάντσεστερ, πριν μεταφερθεί στη Γουέικφιλντ τον Ιούνιο του 2003, περίπου έξι μήνες πριν από τον θάνατό του. Η συγκεκριμένη φυλακή, γνωστή και ως «Το Αρχοντικό των Τεράτων», ήταν και ο τόπος όπου δολοφονήθηκε τον περασμένο μήνα ο πρώην τραγουδιστής των Lostprophets και παιδόφιλος, Ίαν Γουότκινς.
«Δεν σκέφτονται όπως οι κανονικοί άνθρωποι»
Ο κ. Τζόνστοουν, ο οποίος ειδικεύεται σε υποθέσεις σεξουαλικών εγκλημάτων, είπε ότι ασχολείται κυρίως με κρατούμενους που βρίσκονται σε πτέρυγες υψηλού κινδύνου και ότι, λόγω των εγκλημάτων του Σίπμαν, πιθανότατα κρατούνταν απομονωμένος, αν και «δεν έδειχνε φοβισμένος» να βρίσκεται σε χώρο με τον γενικό πληθυσμό της φυλακής. «Από όσα έχω διαβάσει γι’ αυτόν, είχε ένα σύμπλεγμα Θεού – πίστευε πως ήταν άτρωτος», εξήγησε ο δικηγόρος. «Ένιωθε ανώτερος από όλους τους άλλους. Δεν νομίζω ότι φοβόταν έτσι κι αλλιώς. Δεν πίστευε ποτέ ότι θα του συνέβαινε κάτι κακό». Όταν ρωτήθηκε πώς έμοιαζε, είπε ότι είχε το χαρακτηριστικό γκρίζο πυκνό μούσι του και τα γυαλιά του και δεν φαινόταν καθόλου σαν ένας άνθρωπος που σκόπευε να αυτοκτονήσει. «Έδειχνε ακριβώς όπως τον είχαμε δει στην τηλεόραση», εξήγησε. «Ήταν έκπληξη να βρίσκομαι λίγα μόλις μέτρα μακριά και να βλέπω τον Χάρολντ Σίπμαν να μιλάει με τη γυναίκα του», συμπλήρωσε.
Ωστόσο, ο κ. Τζόνστοουν πιστεύει ότι «θα πρέπει να ήταν μεγάλη ηθική πτώση για εκείνον» το να βρίσκεται στη φυλακή και να τον αντιμετωπίζουν όπως όλους τους άλλους κρατούμενους. «Νομίζω πως αυτός ήταν ένας από τους λόγους που τελείωσε έτσι η ιστορία», είπε. «Το θέμα με τους ψυχοπαθείς είναι πως, στην ψυχολογική τους δομή, δεν σκέφτονται όπως οι κανονικοί άνθρωποι. Αν εσύ ή εγώ φυλακιζόμασταν, θα ήμασταν συντετριμμένοι, θα σκεφτόμασταν “πώς θα τα καταφέρω;”. Αλλά οι ψυχοπαθείς ή οι κοινωνιοπαθείς δεν σκέφτονται με φυσιολογικό τρόπο. Δεν έχουν συναισθήματα, δεν λειτουργούν με τις ίδιες διεργασίες, ο Σίπμαν δεν θα σκεφτόταν όπως ένας φυσιολογικός άνθρωπος». Όταν ρωτήθηκε αν νιώθει συναισθηματικά φορτισμένος όταν βρίσκεται παρουσία τόσο κακών ανθρώπων, πρόσθεσε: «Νομίζω πως το συνηθίζεις. Έχω χειριστεί τόσους εγκληματίες όλα αυτά τα χρόνια, τους βλέπω όταν δεν έχουν ακόμη καταδικαστεί, περιμένοντας δίκες ή εφέσεις, ή αντιμετωπίζοντας νομικά ζητήματα μέσα στη φυλακή. Έχω δει ανθρώπους από όλα τα κοινωνικά στρώματα και απλώς δεν σε επηρεάζει πλέον».
Η αυτοκτονία του Χάρολντ Σίπμαν
Μια ιατροδικαστική έρευνα τον Απρίλιο του 2005 αποκάλυψε ότι ο Σίπμαν αυτοκτόνησε, επειδή δεν άντεχε την προοπτική να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του στη φυλακή και ήθελε να εξασφαλίσει οικονομικά τη σύζυγό του, Πριμρόουζ. Αυτό συνδέεται και με το γεγονός ότι είχε αναφέρει στον υπεύθυνο επιτήρησής του πως σκεφτόταν την αυτοκτονία, καθώς ανησυχούσε για το πώς θα μπορούσε να ζήσει η γυναίκα του, αφού του είχαν αφαιρέσει τη σύνταξη. Με τον θάνατό του, ωστόσο, η Πριμρόουζ θα λάμβανε ολόκληρη τη σύνταξη, κάτι που δεν θα συνέβαινε αν ο Σίπμαν ζούσε πέρα από τα 60 του.
Ορισμένες αναφορές υποστηρίζουν επίσης ότι εκείνη είχε αρχίσει να υποψιάζεται την ενοχή του, ενώ προηγουμένως διακήρυσσε πάντοτε την αθωότητά του. Ο συγκρατούμενος του Σίπμαν ισχυρίστηκε ότι είχε λάβει επιστολή από την Πριμρόουζ, στην οποία του έγραφε: «Πες μου τα πάντα, ό,τι κι αν είναι». Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος του Σίπμαν «δεν θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί ή αποτραπεί». Ο Σίπμαν αποτεφρώθηκε στο Κρεματόριο Χάτκλιφ Γουντ στο Σέφιλντ, όπου είχαν παραστεί μόνο η Πριμρόουζ και τα τέσσερα παιδιά τους.