Στο στόχαστρο των αμερικανικών και βρετανικών αρχών βρίσκεται ο 37χρονος Τσεν Ζι από την Κίνα, που κατηγορείται ότι είναι «ο εγκέφαλος πίσω από μια εκτεταμένη αυτοκρατορία κυβερνοαπάτης, μια εγκληματική επιχείρηση που στηρίζεται στον ανθρώπινο πόνο».

Την περασμένη εβδομάδα, το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ απήγγειλε κατηγορίες εναντίον του για τη διεύθυνση παράνομων επιχειρήσεων στην Καμπότζη, οι οποίες απέσπασαν δισεκατομμύρια σε κρυπτονομίσματα από θύματα σε όλο τον κόσμο. Παράλληλα, το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ κατάσχεσε περίπου 14 δισεκατομμύρια δολάρια σε bitcoin, που συνδέονται με αυτόν – η μεγαλύτερη κατάσχεση κρυπτονομισμάτων στην ιστορία.

Η εταιρεία του, Cambodian Prince Group, τον περιγράφει στην ιστοσελίδα της ως «σεβαστό επιχειρηματία και διακεκριμένο φιλάνθρωπο, του οποίου το όραμα και η ηγεσία έχουν μετατρέψει την Prince Group σε έναν κορυφαίο επιχειρηματικό όμιλο στην Καμπότζη, που τηρεί διεθνή πρότυπα».

Τι γνωρίζουμε όμως πραγματικά για τον Τσεν Ζι, τον αινιγματικό άνδρα που φέρεται να ηγείται μιας αυτοκρατορίας απάτης;

Η ιστορία του Τσεν Ζι

Γεννημένος και μεγαλωμένος στην επαρχία Φουτζιάν της νοτιοανατολικής Κίνας, ξεκίνησε με μια μικρή εταιρεία διαδικτυακών παιχνιδιών, που δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη. Στα τέλη του 2010 ή στις αρχές του 2011 μετακόμισε στην Καμπότζη, όπου εισήλθε στον τότε αναπτυσσόμενο και πολλά υποσχόμενο χώρο των ακινήτων.

Το 2014 απέκτησε την καμποτζιανή υπηκοότητα, εγκαταλείποντας την κινεζική. Αυτό του επέτρεψε να αγοράζει γη στο όνομά του, υπό τον όρο ότι θα έκανε μια ελάχιστη επένδυση ή δωρεά στην κυβέρνηση ύψους 250.000 δολαρίων.

Η προέλευση των χρημάτων του Τσεν Ζι παραμένει ασαφής. Το 2019, όταν υπέβαλε αίτηση για τραπεζικό λογαριασμό στη Νήσο του Μαν, ισχυρίστηκε ότι είχε λάβει 2 εκατομμύρια δολάρια από έναν ανώνυμο θείο για να ξεκινήσει την πρώτη του εταιρεία ακινήτων το 2011. Ωστόσο, ποτέ δεν παρουσιάστηκαν αποδεικτικά στοιχεία για αυτή τη χρηματοδότηση.

Το 2015, σε ηλικία μόλις 27 ετών, ο Τσεν Ζι ίδρυσε την Prince Group, με κύριο αντικείμενο την ανάπτυξη ακινήτων. Τρία χρόνια αργότερα, το 2018, απέκτησε άδεια εμπορικής τράπεζας για να δημιουργήσει την Prince Bank και απέκτησε κυπριακό διαβατήριο, ύστερα από επένδυση τουλάχιστον 2,5 εκατομμυρίων δολαρίων, εξασφαλίζοντας έτσι πρόσβαση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αργότερα πρόσθεσε στη συλλογή του και την υπηκοότητα του Βανουάτου.

Ίδρυσε την τρίτη αεροπορική εταιρεία της Καμπότζης και το 2020 εξασφάλισε άδεια για μια τέταρτη. Στον χώρο των ακινήτων, η Prince Group ανέπτυξε πολυτελή εμπορικά κέντρα στην Πνομ Πεν, πεντάστερα ξενοδοχεία στο Σιχανούκβιλ και ένα φιλόδοξο σχέδιο ύψους 16 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την κατασκευή μιας «οικο-πόλης» με την ονομασία «Bay of Lights».

Το 2020, η Καμπότζη του απένειμε τον υψηλότερο τίτλο που δίνει ο βασιλιάς, τον «Neak Oknha», ο οποίος συνοδεύεται από δωρεά τουλάχιστον 500.000 δολαρίων στην κυβέρνηση.

Στα τοπικά μέσα ενημέρωσης, ο Τσεν Ζι παρουσιάζεται ως φιλάνθρωπος. Ένας γενναιόδωρος άνδρας που έχει χρηματοδοτήσει υποτροφίες για φοιτητές με περιορισμένα οικονομικά μέσα και έχει προσφέρει δωρεές για να στηρίξει την Καμπότζη στην κρίση της πανδημίας Covid.

Η φούσκα ακινήτων

Η άφιξή του Ζι στην Καμπότζη συνέπεσε με την εκρηκτική αρχή ενός φαινομενικά ατελείωτου κύματος επενδύσεων σε ακίνητα σε ολόκληρη τη χώρα που τροφοδοτήθηκε από τεράστιες εκτάσεις γης που είχαν απαλλοτριωθεί και από σημαντική ροή κινεζικού κεφαλαίου.

Το Σιχανούκβιλ, που κάποτε ήταν ένα ήσυχο μικρό παραθαλάσσιο θέρετρο, γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη. Εκεί άρχισαν να κατευθύνονται Κινέζοι τουρίστες, επενδυτές ακινήτων και τζογαδόροι – μια δραστηριότητα που είναι παράνομη στην Κίνα.

Το 2019, η φούσκα ακινήτων στο Σιχανούκβιλ έσκασε. Η βιομηχανία διαδικτυακού τζόγου είχε προσελκύσει κινεζικές εγκληματικές ομάδες, οι οποίες άρχισαν βίαιες συγκρούσεις μεταξύ τους. Οι τουρίστες απομακρύνθηκαν.

Υπό πίεση από την Κίνα, ο τότε πρωθυπουργός Χουν Σεν απαγόρευσε τον διαδικτυακό τζόγο τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς. Περίπου 450.000 Κινέζοι εγκατέλειψαν την πόλη, καθώς οι κύριες επιχειρήσεις κατέρρεαν. Πολλές από τις πολυκατοικίες της Prince Group έμειναν άδειες.

Παρά την κατάσταση, ο Τσεν Ζι συνέχισε να επεκτείνει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες και να ξοδεύει. Σύμφωνα με τις βρετανικές αρχές, το 2019 αγόρασε μια έπαυλη αξίας 12 εκατομμυρίων λιρών στο βόρειο Λονδίνο και ένα κτίριο γραφείων αξίας 95 εκατομμυρίων λιρών στη χρηματοοικονομική περιοχή της πόλης. Οι ΗΠΑ αναφέρουν ότι ο ίδιος και οι συνεργάτες του αγόρασαν ακίνητα στη Νέα Υόρκη, ιδιωτικά αεροπλάνα, υπερπολυτελή γιοτ και έναν πίνακα του Πικάσο.

Μια αυτοκρατορία κυβερνοαπάτης

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των Αρχών, ο πλούτος του Τσεν Ζι στην πραγματικότητα προέρχεται από τον διαδικτυακό τζόγο, τις απάτες, την εμπορία ανθρώπων και το ξέπλυμα χρημάτων.

Οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν επιβάλει κυρώσεις σε 128 εταιρείες που συνδέονται με τον Τσεν Ζι και τον όμιλο Prince, καθώς και σε 17 άτομα από επτά διαφορετικές εθνικότητες που, όπως ισχυρίζονται, βοήθησαν στη λειτουργία της απάτης. Τα περιουσιακά στοιχεία που συνδέονται με τον Τσεν Ζι στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν παγώσει.

Η ανακοίνωση των κυρώσεων περιγράφει έναν πολύπλοκο ιστό από εταιρείες-βιτρίνες και πορτοφόλια κρυπτονομισμάτων, μέσω των οποίων μεταφέρονταν χρήματα για να καλυφθεί η προέλευσή τους.

Όπως αναφέρεται: «Η εγκληματική οργάνωση Prince Group επωφελείται από μια σειρά εγκλημάτων, μεταξύ των οποίων η σεξουαλική εκβίαση -ένας τύπος απάτης που περιλαμβάνει την προσέλκυση θυμάτων για πιθανό εκβιασμό με σεξουαλικά άσεμνο υλικό, συχνά ανηλίκων-, το ξέπλυμα χρημάτων, διάφορες απάτες, τα παράνομα διαδικτυακά τυχερά παιχνίδια, η εμπορία ανθρώπων, καθώς και τα βασανιστήρια και οι εκβιασμοί εργατών-σκλάβων που αναγκάζονταν να πραγματοποιούν απάτες σε δέκα συγκροτήματα στην Καμπότζη».

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, στο επίκεντρο βρίσκονται επιχειρήσεις όπως το Golden Fortune Science and Technology Park, ένα συγκρότημα που κατασκεύασε ο όμιλος Prince στο Chrey Thom, κοντά στα σύνορα με το Βιετνάμ.

Άνθρωποι που ζουν και εργάζονται κοντά στο Golden Fortune περιγράφουν σύμφωνα με το BBC βίαιους ξυλοδαρμούς κυρίως Κινέζων, Βιετναμέζων και Μαλαισιανών, οι οποίοι προσπάθησαν να διαφύγουν από το συγκρότημα, όπου αναγκάζονταν να συμμετέχουν στις διαδικτυακές απάτες.

Στο παρελθόν, ο όμιλος Prince έχει αρνηθεί οποιαδήποτε εμπλοκή σε απάτες και έχει δηλώσει ότι δεν έχει πλέον καμία σχέση με το Golden Fortune. Ωστόσο, οι έρευνες των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζουν ότι εξακολουθεί να υπάρχει σαφής επιχειρηματικός σύνδεσμος μεταξύ τους.

Σήμερα, μετά από τις κυρώσεις των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, πολλές επιχειρήσεις και ιδρύματα σπεύδουν να αποστασιοποιηθούν από τον όμιλο Prince.

Η Κεντρική Τράπεζα της Καμπότζης αναγκάστηκε να εκδώσει ανακοίνωση προς ανήσυχους καταθέτες, διαβεβαιώνοντάς τους ότι θα μπορούν να αποσύρουν τα κεφάλαιά τους από την Prince Bank. Οι αρχές της Νότιας Κορέας έχουν παγώσει 64 εκατομμύρια δολάρια από τις καταθέσεις του χρηματοοικονομικού ιδρύματος σε κορεατικές τράπεζες.

Η κυβέρνηση της Καμπότζης έχει κάνει λίγες δηλώσεις, πέρα από την προτροπή προς τις Αρχές των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου να βεβαιωθούν ότι διαθέτουν επαρκή στοιχεία για τους ισχυρισμούς τους. Η χώρα ήδη αντιμετώπιζε αυξανόμενη διεθνή πίεση για την ανοχή που επιδείκνυε σε απάτες, οι οποίες, σύμφωνα με εκτιμήσεις, ενδέχεται να αντιστοιχούν περίπου στο ήμισυ της οικονομίας της χώρας.

Πάντως, μετά από την ανακοίνωση των κυρώσεων την περασμένη εβδομάδα το BBC αναφέρει πως ο Τσεν Ζι δεν έχει δώσει κάποιο σημάδι ζωής. Ο αινιγματικός μεγιστάνας, που κάποτε συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους πιο ισχυρούς παράγοντες της Καμπότζης, φαίνεται ότι έχει εξαφανιστεί.